ΚΑΤΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΩ ΒΡΟΝΤΟΥ ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΜΕΝΕΙ ΣΤΟΝ ΙΑΣΜΟ ΡΟΔΟΠΗΣ
Η Χρυσούλα Μωραΐτη έζησε τη νομαδική ζωή, αφού με την οικογένεια της ξεχειμώνιαζε στην πεδιάδα και το καλοκαίρι μετακινούνταν στα βουνά
Νοσταλγεί τα παλιά χρονιά και όπως λέει, «επάνω στα βουνά η ζωή ήταν ευχάριστη, εδώ παιδευόμαστε και τίποτα δεν γίνεται»
«Τότε τρώγαμε ψωμί και αλάτι και ήμασταν σαν τα πουλάκια, τώρα τρώμε από όλα τα καλά και είμαστε όλοι άρρωστοι…»
Έζησε την παραδοσιακή και συνάμα δύσκολη ζωή των Σαρακατσάνων, σε καραβάνι, το οποίο τον χειμώνα ήταν στις πεδιάδες και το καλοκαίρι στα βουνά και κατάφερε να μετράει σήμερα έναν αιώνα και έναν χρόνο ζωής και να τα θυμάται όλα.
Η κυρά Χρυσούλα Μωραΐτη είναι μία αυθεντική Σαρακατσάνα, που έζησε τον νομαδικό τρόπο διαβίωσης, που πλέον έχει εκλείψει και φυσικά έχει να αφηγηθεί πολλές ιστορίες αφού στο μυαλό τα έχει 400. Η καταγωγή της είναι από την Άνω Βροντού Σερρών, αλλά όταν την ρωτάς από που κατάγεται σου απαντάει «από τα βουνά». Άλλωστε αυτό θυμάται από τα πρώτα χρόνια της ζωής της, «γυρνούσαμε από βουνό σε βουνό, καραβάνι, έτσι ήταν οι Σαρακατσάνοι.
Το καλοκαίρι πηγαίναμε στα βουνά, το φθινόπωρο στον κάμπο, για να αφήσουμε τα πρόβατα μας. Το καλοκαίρι που πηγαίναμε στα βουνά ζούσαμε πολύ ωραία, εδώ έχει ζέστη, στο βουνό έχει δροσιά το καλοκαίρι».
Σήμερα η κυρά Χρυσούλα Μωραΐτη ζει στον Ίασμο, μόνη της τα τελευταία 9 χρόνια, μετά τον θάνατο του άντρα της Νίκου. Αξιώθηκε να κάνει τέσσερα παιδιά τον Στέλιο, την Μαρία, την Παναγιώτα και την Κωνσταντινιά και σήμερα στα 101 χρόνια να καμαρώνει εγγόνια και δισέγγονα. Θυμάται με αγάπη τους γονείς της, Γιάννη και Μορφή, όπως και τα αδέλφια της, από τα οποία είναι εν ζωή τέσσερα.
Παντρεύτηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στον Ίασμο, αλλά παραδέχεται ότι η ζωή στο βουνό ήταν καλύτερη. Όπως θα πει η ίδια, «μακάρι να μπορούσα να σε πάω να δεις πόσο καλά είναι. Η ζωή μία φορά ήταν καλή, τότε που ήμασταν στα μπουνάκια και τρέχαμε από εδώ και από εκεί. Τότε τρώγαμε ψωμί και αλάτι και ήμασταν σαν τα πουλάκια, τώρα τρώμε από όλα τα καλά και είμαστε όλοι άρρωστοι, έτσι είναι. Με τα λίγα περνούσαμε καλά.
Τότε μπορεί να ήμαστε 60 οικογένειες, αλλά μόνο μια να είχε γάλα, αλλά το γάλα μοσκοβόλαγε, γιατί ήταν φτωχικό και έλεγες ότι είναι καλό, τώρα που έχεις πολλά. Και στα χωράφια πήγα και θέριζα, και τσάπα έκανα και καπνά έφτιαχνα, αλλά ότι και να κάνουμε άλλη η ζωή τότε, άλλο τώρα, επάνω στα βουνά η ζωή ήταν ευχάριστη, εδώ παιδευόμαστε και τίποτα δεν γίνεται».
«Οι Σαρακατσάνες γυναίκες δεν πήγαιναν σχολείο, το είχαμε για ντροπή»
Η Χρυσή, όπως την φωνάζουν οι φίλες και γειτόνισσες της, φέρνει στη μνήμη της τη νοοτροπία μίας άλλης εποχής, όταν αναφέρεται στο σχολείο: «δεν πηγαίναμε οι Σαρακατσάνοι, κανένας Σαρακατσάνος, ούτε τα παιδιά μας δεν πήγαν.
Στα βουνά είχαμε δάσκαλο, αλλά οι γυναίκες δεν πήγαιναν, το είχαμε για ντροπή, πώς να στο πω». Στα 101 χρόνια η κ. Χρυσή καταφέρνει να τα έχει 400 και πραγματικά μας εκπλήσσει με την διαύγειά της αλλά και τις πλούσιες αναμνήσεις της, τις οποίες περιγράφει γλαφυρότατα και δε έχουν σταματημό. Μια γυναίκα που έζησε τόσες εποχές, διαφορετικές καταστάσεις είδε και άκουσε πολλά αλλά παρέμεινε αγνός και ανιδιοτελής άνθρωπος με αρχές και προσήλωση στην παράδοση και τις αξίες.
Μια καλοπροαίρετη γιαγιά που μας κέρδισε με τον χαρακτήρα και την ζωντάνια της.
Πηγή: Χρόνος
Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου