Του ΠΑΝΟΥ Γ. ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ
Λέκτορα Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Με αφορμή τις νέες κινητοποιήσεις των αγροτών που μας έφεραν στο νου μνήμες του 2009 όταν με Κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας η Ελλάδα κόπηκε στα δύο στα τρία και μετά σε δεκάδες μικρά κομμάτια θα προσεγγίσω το Ελληνικό Αγροτικό Ζήτημα ως θέμα που το χαρακτηρίζουν κοντόφθαλμες και πυροσβεστικές Πολιτικές Εγκατάλειψης και Απαξίωσης…
Πέρυσι τα ΜΜΕ έπαιξαν κατά κόρο το θέμα των αγροτικών μπλόκων έως ότου οι αγρότες πήραν τις υποσχέσεις για τα 500 εκατομμύρια ευρώ…
Φέτος, αρχή του νέου έτους 2010 και με την χώρα ήδη κομμένη στα δύο με τον αποκλεισμό των Τεμπών και την Οικονομία να σχοινοβατεί οι Έλληνες αγρότες έστησαν και πάλι τα μπλόκα τους.
Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου μια σύντομη, ιστορική αναδρομή. Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι πολιτικές ανάπτυξης και οργάνωσης της Ελληνικής οικονομίας (και δυστυχώς η νοοτροπία παραμένει η ίδια μέχρι και σήμερα!) είχαν στηριχθεί σε επενδύσεις με στόχο το γρήγορο κέρδος (εμπόριο και ελαφριά βιοτεχνία, εισαγωγές και εξαγωγές) χωρίς το κόστος και τον μακροχρόνιο σχεδιασμό που απαιτεί η βαριά βιομηχανία και ο αγροτικός τομέας, και κατ’ επέκταση η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας σε βάθος χρόνου.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα ο ελληνικός δημόσιος τομέας ήταν 7 φορές μεγαλύτερος από τον δημόσιο τομέα της Αγγλίας, και οι κυβερνήσεις συνέχιζαν να προσελκύουν τον κόσμο στα μεγάλα αστικά κέντρα αποδυναμώνοντας τον αγροτικό κόσμο και προσφέροντας απασχόληση στον διαρκώς διογκούμενο δημόσιο τομέα. Οι αγροτικές εκτάσεις είχαν ήδη κατακερματιστεί σε μικρά αγροτεμάχια προσφοράς σε πρόσφυγες και στο φτωχό ελληνικό πληθυσμό της υπαίθρου.
Ο κατακερματισμός αυτός σε χιλιάδες μικρά χωράφια («κλήροι» μερικών δεκάδων στρεμμάτων) ήταν και το πρώτο «καταστροφικό» κτύπημα στον αγροτικό τομέα.
Το δεύτερο κτύπημα ήρθε τις δεκαετίες του 1960-1980 όταν καμία ολοκληρωμένη και μακροπρόθεσμη προσπάθεια και σχεδιασμός δεν έγινε από τις κυβερνήσεις για να οργανωθούν οι αγρότες σε επιχειρηματικές συστάδες κατά τα δυτικό-ευρωπαϊκά πρότυπα.
Δεν δημιουργήθηκαν αγροτικές βιομηχανίες, δεν δημιουργήθηκαν και δεν ενισχύθηκαν τμήματα σε ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ που θα βοηθούσαν στον εκσυγχρονισμό των γνώσεων των αγροτών και θα καθιστούσαν τα αγροτικά προϊόντα ελκυστικά και ανταγωνιστικά για εξαγωγικό εμπόριο προς τις χώρες τις δύσης και της ανατολής. Δηλαδή, όπως και στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά εργαστήρια δεν συνδέθηκαν ποτέ με τις πραγματικές ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων και του πρωτογενούς τομέα.
Ακριβώς επειδή ο νέος Πρωθυπουργός της Ελλάδας έχει οραματιστεί την Ελλάδα ως Δανία της Μεσογείου μια σύγκριση με την οικονομία της Δανίας αναδεικνύει και την κατάσταση του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα,
«Το 1870 η Δανία ήταν κυρίως μια αγροτική οικονομία που συνδεόταν με τον κόσμο μέσω των εξαγωγών της στην Βρετανία... Δεκαετίες αργότερα οι καινοτομίες στον αγροτικό τομέα της Δανίας συνοδεύθηκαν με μια σημαντική κοινωνική καινοτομία – την εισαγωγή της συνεταιριστικά οργανωμένης ιδιοκτησίας του αγρό-βιομηχανικού τομέα.
Αυτή η μορφή οργάνωσης αποδείχθηκε ένα αποδοτικό πλαίσιο για τον εκσυγχρονισμό των βιομηχανιών του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα... υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής στην ανάπτυξη, παραγωγή, και προώθηση τροφίμων ομοιόμορφων και υψηλών προτύπων. Η Κρατική ενίσχυση και στήριξη των έργων ανάπτυξης και του ποιοτικού ελέγχου εναρμονίσθηκε με τις προσπάθειες των συνεταιρισμών με στόχο την υψηλή και σταθερή ποιότητα.
Η επιτυχία απεικονίζεται ακόμη και σήμερα με τα Δανέζικα προϊόντα όπως, το βούτυρο, το τυρί, το ζαμπόν και το μπέϊκον να κατέχουν τις πρώτες θέσεις σε πωλήσεις και να αποφέρουν σημαντικές εισροές ξένου κεφαλαίου και χρήματος στην χώρα.»
Σε αντίθεση λοιπόν με ότι έγινε και συνεχίζει να γίνεται στην Ελλάδα, οι κυβερνητικές πολιτικές της Δανίας είχαν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και όραμα, λειτούργησαν επικουρικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία και συνεργασία των επιχειρήσεων και του αγροτικού τομέα, επένδυσαν σε έρευνα και ανάπτυξη καινοτομικών λύσεων για να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή αγροτικών προϊόντων και να διατηρήσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων χωρών με στόχο να επιτύχουν εξαγωγές και άρα εισροή χρήματος στην χώρα τους. Με άλλα λόγια κάνανε ΟΛΑ εκείνα που ΔΕΝ έκαναν οι Ελληνικές Κυβερνήσεις!!!
Οι επιδοτήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων λειτουργούσαν και λειτουργούν πάντα σαν πυροσβεστικά μέτρα με σκοπό να δώσουν στον αγρότη μια ανάσα την χρονιά που την χρειάζεται φροντίζοντας να λήξουν τα μπλόκα και τίποτα περισσότερο! Σύμφωνα με στοιχεία την Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος κατά το έτος 2009 ο αγροτικός τομέας απασχολεί το 11.6% του συνολικού εργατικού δυναμικού, σημειώνοντας πτώση κατά 4.4% σε σύγκριση με το 2000.
Σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα (με στοιχεία από την ΕΣΥΕ), την τελευταία δεκαετία οι ελληνικές κυβερνήσεις και πολιτικές έχουν απαξιώσει και ξεχάσει τους αγρότες με αποτέλεσμα η συμμετοχή της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) του πρωτογενούς τομέα στο συνολικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) να βρίσκεται το 2008 μόλις στο 2.92%.
Χρονιά / Συμμετοχή Πρωτογενούς τομέα στo Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν
1995 9.85%
2000 5.39%
2004 4.07%
2007 3.04%
2008 2.92%
Το αγροτικό ζήτημα παραμένει άλυτο και φοβάμαι ότι θα συνεχίσει να παραμένει για πολλά χρόνια απλά επειδή καμία Ελληνική Κυβέρνηση δεν επέδειξε την ικανότητα κατάστρωσης μακροπρόθεσμων στρατηγικών σχεδίων ανάπτυξης του αγροτικού τομέα. Τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης δεν εφαρμόστηκαν σε μοντέλα ανάπτυξης όπως της Δανίας και άλλων χωρών.
Έτσι τις περισσότερες φορές οι αγροτικές επιδοτήσεις (που δεσμεύουν εθνικούς πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν διαφορετικά) κρατάνε χαμηλές τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, το εισόδημα όμως του αγρότη δεν αυξάνεται γιατί οι χονδρέμποροι και τα καρτέλ (θυμόμαστε όλοι το καρτέλ των γαλακτοβιομηχανιών!) πληρώνουν εξαιρετικά χαμηλά την παραγωγή του αγρότη, και όμως πουλάνε διακόσια έως πεντακόσια τοις εκατό πιο ακριβά τα προϊόντα στον Έλληνα καταναλωτή σε σχέση με τον μέσο Ευρωπαίο.
Για παράδειγμα όταν το ένα λίτρο γάλα στην Ελλάδα κάνει περίπου 1.25 ευρώ και στην Αγγλία κοστίζει μόνο 0.66 ευρώ, ο έλληνας καταναλωτής οφείλει να συνυπολογίσει ότι δεν είναι μόνο μισή τιμή στην Αγγλία αλλά ακριβώς επειδή ο κατώτερος μηνιαίος βασικός μισθός του Έλληνα είναι γύρω στα 700 ευρώ και του Άγγλου περίπου 1400 τελικά το ένα λίτρο γάλα κοστίζει 4 φορές περισσότερο στον Έλληνα πολίτη!
Ο έλληνας καταλήγει ΤΡΙΠΛΑ ζημιωμένος από την κοντόφθαλμη «αγροτική πολιτική» καθώς:
(1) Πρώτον, τα χρήματα που προσφέρονται ως αποζημιώσεις και επιχορηγήσεις στους αγρότες ΔΕΝ αναπτύσσουν την οικονομία και δεν επιλύουν σε μακροχρόνια προοπτική τα αγροτικά προβλήματα,
(2) Δεύτερον, εξαιτίας της παρεμβολής των κερδοσκόπων-μεσαζόντων οι καταναλωτές πληρώνουν σχεδόν σε τετραπλάσιες τιμές τα ίδια προϊόντα σε σχέση με τον Ευρωπαίο συμπολίτη τους.
(3) Τρίτον, σπαταλούνται Κοινοτικοί πόροι που θα μπορούσαν να αποδώσουν κέρδη εάν χορηγούνταν σε άλλες παραγωγικές δραστηριότητες.
Η προσφορά από το ΠΑΣΟΚ τώρα μερικών ακόμη εκατομμυρίων ευρώ (όπως έκανε πέρσι με τα 500 εκ. ευρώ ο κ. Χατζηγάκης και η ΝΔ) δεν πρόκειται κατά την ταπεινή μου άποψη να λύσουν το πρόβλημα.
Το Ελληνικό Αγροτικό Ζήτημα απαιτεί άμεσα στρατηγικό, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που θα ενσωματώνει σύγχρονα μοντέλα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης και όχι «πυροσβεστικά-ψηφοθηρικά» μοντέλα που θα κατορθώσουν εφήμερα να σπρώξουν για άλλη μια φορά το πρόβλημα κάτω από το χαλί…
Ευχαριστούμε τον Πάνο Πιπερόπουλο για το άρθρο που μας έστειλε για δημοσίευση