Χάρτης αρχαίας Μακεδονίας
Κατά τους προϊστορικούς χρόνους και έως την κλασική ακόμα εποχή, στα βόρεια παράλια του Αιγαίου, έως το Βέρμιο και τον Όλυμπο, κατοικούσαν θρακικά φύλα.
Στη Xαλκιδική ήταν εγκατεστημένος ένας κλάδος των Hδωνών θρακών, οι Σιθώνιοι, από τους οποίους πήρε την ονομασία της, Σιθωνία, η κεντρική από τις 3 γλώσσες της Xαλκιδικής (ονομάζεται επίσης και Λόγγος)· η δυτική λεγόταν διαδοχικά Φλέγρα, Παλλήνη ή Κασσάνδρεια· η ανατολική, Ακτή και Άθως.
Κατά τον 8o αι. π.Χ. άποικοι από τη Χαλκίδα και την Ερέτρια απώθησαν τους Σιθωνίους, κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος των ακτών της χερσονήσου και ίδρυσαν αποικίες, δίνοντας έτσι το όνομα Χαλκιδική σε ολόκληρη τη χερσόνησο.
Κατά τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. εποικούν στο βορειοδυτικό τμήμα της Xαλκιδικής (που από τότε έγινε γνωστό ως Βοττική) Βοττιαίοι, τους οποίους είχαν απωθήσει από την αρχική κοιτίδα τους (στην περιοχή των Ιχνών και της Πέλλας, δυτικά του Αξιού) οι Μακεδόνες.
Έτσι, με την είσοδο στον Πελοποννησιακό πόλεμο, η Xαλκιδική περνάει στο πολιτικό προσκήνιο. Το 432/1 π.Χ. οι πόλεις της Xαλκιδικής επαναστατούν, αποχωρούν από τη συμμαχία, συνασπίζονται υπό την ηγεσία της Ολύνθου και σχηματίζουν το Κοινόν των Χαλκιδέων, συμμαχία που αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ομοσπονδίας κρατών της αρχαιότητας: όλα τα μέλη της έχουν κοινούς νόμους και όλοι είναι πολίτες του ίδιου κράτους.
Το Κοινόν έκοψε ωραιότατα αργυρά νομίσματα, που κυκλοφορούσαν στην περιοχή της Βαλκανικής, όπου τα μιμήθηκαν, δείγμα της ποικιλόμορφης ακτινοβολίας της Xαλκιδικής, στη βαρβαρική ενδοχώρα. Κατά τη δεκαετία 390-380 π.Χ. το Κοινόν των Χαλκιδέων είχε τόση δύναμη, ώστε πήρε από τους Μακεδόνες την περιοχή του Ανθεμούντος (γύρω στη Γαλάτιστα και στα Βασιλικά) και για μικρό διάστημα ακόμα και την πρωτεύουσα Πέλλα. Το 328 π.Χ. στα πράγματα της Xαλκιδικής επεμβαίνουν οι Σπαρτιάτες, ύστερα από πρόσκληση των Ακανθίων, και το 379 π.Χ. οι Χαλκιδείς γίνονται υποτελείς σύμμαχοι των Σπαρτιατών, σύντομα όμως προσχωρούν στη δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία.
Αλλά ορισμένες ενέργειες των Αθηναίων (μεταξύ άλλων η ίδρυση κληρουχίας στην Ποτίδαια, το 362 π.Χ.) τους ανησυχούν και τους οδηγούν τελικά σε συμμαχία με τον Φίλιππο (356 π.Χ.), ο οποίος τους παραχωρεί τον Ανθεμούντα και την Ποτίδαια, από την οποία διώχνει την αθηναϊκή φρουρά.
Αργότερα, μαζί με την Όλυνθο, ο Μακεδόνας βασιλιάς θα καταστρέψει και τις άλλες πόλεις του Κοινού των Χαλκιδέων. Από τότε ολόκληρη η χερσόνησος, τμήμα πλέον του μακεδονικού βασιλείου, θα ακολουθήσει την κοινή ιστορική τύχη της Μακεδονίας στα χρόνια του Αλεξάνδρου και στη ρωμαιοκρατία.
Νοτιότερα, υπήρχε η περιοχή Κρουσίς ή Κροσσαίη που άρχιζε από το ακρωτήριο της Αινείας (το σημερινό Μέγα Έμβολον - Καραμπουρνού) και περιλάμβανε τις πόλεις Αίνεια, Σμίλα, Κάμψα, Γίγωνο, κοντά στην Eπανωμή, Λίσας, Κώμβρεια και Λίπαξο. Νοτιότερα ακόμα ήταν η Βοττική, όπου εκτός από την Όλυνθο υπήρχαν οι πόλεις Αντιγόνεια, Σπάρτωλος, Σκώλος και Μίλκωρος. Στη δυτική από τις 3 μικρές χερσονήσους, την Παλλήνη (που προηγουμένως ονομαζόταν Φλέγρα και μετά την ίδρυση της Κασσανδρείας Κασσάνδρα), αναφέρονται, εκτός από την Ποτίδαια, οι πόλεις: Σκύθαι, Άφυτις, όπου υπήρχε το ιερό του Άμμωνα Δία, Νέα Πόλις, Αιγή, Θέραμβος, Σκιώνη, Μένδη, πατρίδα του γλύπτη Παιωνίου, και Σάνη.
Άγαλμα του Αριστοτέλη στα Στάγειρα
Στη μεσαία γλώσσα, τη Σιθωνία, που ήταν πυκνοκατοικημένη κατά την αρχαιότητα, σπουδαιότερη πόλη ήταν η Τορώνη, στον Κωφό λιμένα (το σημερινό Πόρτο Κουφό) στην οποία οφείλει το παλαιότερο όνομά του (Τορωναίος) ο κόλπος της Κασσάνδρας. Άλλες πόλεις της Σιθωνίας ήταν από Βορρά προς Νότο στην ανατολική ακτή η Φύσκελλα, που αναφέρεται μόνο από Ρωμαίους συγγραφείς, η Παρθενόπολις και η Γαληψός, και στην ανατολική ακτή η Άσσα, η Πίλωρος, η Σίγγος, στην οποία οφείλει την ονομασία του (Σιγγιτικός) ο κόλπος του Αγίου Όρους, η Σάρτη, η Άμπελος κ.ά.
Στη χερσόνησο του Άθω υπήρχαν η Σάνη, κοντά στον ισθμό, όπου ο αδελφός του Κασσάνδρου Αλέξανδρος έχτισε την Ουρανούπολη, το Δίον, η Ολόφυξος, η Απολλωνία, οι Κλεωναί, η Θύσσος, το Ακρόθωον κ.ά. Στο εσωτερικό της Xαλκιδικής αναφέρονται η Σερμύλη, κοντά στη σημερινή Ορμύλια, η Απολλωνία, οι Άρναι κ.ά. και στην ανατολική ακτή η Άκανθος, κοντά στην Ιερισσό, η Στρατονίκη, η Στάγιρος (Στάγειρα) κ.ά.
Ερείπια της αρχαίας Ολύνθου
Κατά τον Μεσαίωνα, η Xαλκιδική δεν παρουσίασε ιδιαίτερη ιστορική πορεία από την υπόλοιπη κεντρική Μακεδονία. Είναι πάντως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στη Xαλκιδική οι βαρβαρικές εισβολές, ιδίως οι σλαβικές, είναι σχετικά περιορισμένες και δεν έχουν σοβαρές εθνολογικές επιπτώσεις. Παρ’ όλα αυτά η Xαλκιδική δέχεται και αυτή τα αποτελέσματα της ληστρικής πολιτικής των Φράγκων κυριάρχων (κατά τον 13o αι.) και υφίσταται τις τρομερές επιθέσεις των Καταλανών κατά τη σαρωτική τους πορεία από την Κωνσταντινούπολη προς τη Θεσσαλία και τη νότια Ελλάδα στις αρχές του 14ου αι.
Με την ιστορία εξάλλου της Xαλκιδικής είναι στενά συνδεδεμένη με τον 9o αι. και εξής η ανάπτυξη της μοναστικής πολιτείας του Αγίου Όρους. Ήδη στην τελευταία περίοδο της βυζαντινής ιστορίας η Xαλκιδικής συνδέθηκε στενά με τον Άθω, ιδίως σε θέματα οικονομικά, που τα δημιούργησε η παραχώρηση από τους αυτοκράτορες μεγάλων δασικών και γεωργικών εκτάσεων στις μοναστικές περιουσίες. Η Xαλκιδική πέρασε και αυτή (1364-71), όπως και η υπόλοιπη κεντρική και νότια Μακεδονία, στην επικυριαρχία του Σέρβου διαδόχου του Δουσάν I. Ούγλεση.
Στην τελευταία δεκαετία του 14ου αι. αρχίζει η τουρκική κατάκτηση της Xαλκιδικής, η οποία ολοκληρώνεται –ύστερα από εφήμερη ελληνική ανακατάκτηση (Μανουήλ Παλαιολόγος, 1403)– στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ B’ (γύρω στο 1422). Η πρόσκαιρη εξάλλου βενετική κατοχή της Θεσσαλονίκης δίνει την ευκαιρία στους Βενετούς να επεκτείνουν το 1425 και για μικρό χρονικό διάστημα την κυριαρχία τους σε μερικές πόλεις και τμήματα της Xαλκιδικής (Κασσάνδρεια, Ιερισσός).
Κατά τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. εποικούν στο βορειοδυτικό τμήμα της Xαλκιδικής (που από τότε έγινε γνωστό ως Βοττική) Βοττιαίοι, τους οποίους είχαν απωθήσει από την αρχική κοιτίδα τους (στην περιοχή των Ιχνών και της Πέλλας, δυτικά του Αξιού) οι Μακεδόνες.
Έτσι, με την είσοδο στον Πελοποννησιακό πόλεμο, η Xαλκιδική περνάει στο πολιτικό προσκήνιο. Το 432/1 π.Χ. οι πόλεις της Xαλκιδικής επαναστατούν, αποχωρούν από τη συμμαχία, συνασπίζονται υπό την ηγεσία της Ολύνθου και σχηματίζουν το Κοινόν των Χαλκιδέων, συμμαχία που αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ομοσπονδίας κρατών της αρχαιότητας: όλα τα μέλη της έχουν κοινούς νόμους και όλοι είναι πολίτες του ίδιου κράτους.
Το Κοινόν έκοψε ωραιότατα αργυρά νομίσματα, που κυκλοφορούσαν στην περιοχή της Βαλκανικής, όπου τα μιμήθηκαν, δείγμα της ποικιλόμορφης ακτινοβολίας της Xαλκιδικής, στη βαρβαρική ενδοχώρα. Κατά τη δεκαετία 390-380 π.Χ. το Κοινόν των Χαλκιδέων είχε τόση δύναμη, ώστε πήρε από τους Μακεδόνες την περιοχή του Ανθεμούντος (γύρω στη Γαλάτιστα και στα Βασιλικά) και για μικρό διάστημα ακόμα και την πρωτεύουσα Πέλλα. Το 328 π.Χ. στα πράγματα της Xαλκιδικής επεμβαίνουν οι Σπαρτιάτες, ύστερα από πρόσκληση των Ακανθίων, και το 379 π.Χ. οι Χαλκιδείς γίνονται υποτελείς σύμμαχοι των Σπαρτιατών, σύντομα όμως προσχωρούν στη δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία.
Αλλά ορισμένες ενέργειες των Αθηναίων (μεταξύ άλλων η ίδρυση κληρουχίας στην Ποτίδαια, το 362 π.Χ.) τους ανησυχούν και τους οδηγούν τελικά σε συμμαχία με τον Φίλιππο (356 π.Χ.), ο οποίος τους παραχωρεί τον Ανθεμούντα και την Ποτίδαια, από την οποία διώχνει την αθηναϊκή φρουρά.
Αργότερα, μαζί με την Όλυνθο, ο Μακεδόνας βασιλιάς θα καταστρέψει και τις άλλες πόλεις του Κοινού των Χαλκιδέων. Από τότε ολόκληρη η χερσόνησος, τμήμα πλέον του μακεδονικού βασιλείου, θα ακολουθήσει την κοινή ιστορική τύχη της Μακεδονίας στα χρόνια του Αλεξάνδρου και στη ρωμαιοκρατία.
Αρχαιολογικά δεν έχει ερευνηθεί η Xαλκιδική· μόνο στην Όλυνθο έγιναν συστηματικές ανασκαφές και περιορισμένης έκτασης, λόγω τυχαίων ευρημάτων, σε διάφορα σημεία. Αναφέρονται πάντως πολλές αρχαίες πόλεις της Xαλκιδικής. Στο βορειοδυτικό τμήμα, υπήρχε ο Ανθεμούς, από τον οποίο η περιοχή ονομαζόταν Ανθεμουσία (μια ίλη ιππικού από την Ανθεμουσία είχε ακολουθήσει τον Αλέξανδρο στην ασιατική εκστρατεία του).
Νοτιότερα, υπήρχε η περιοχή Κρουσίς ή Κροσσαίη που άρχιζε από το ακρωτήριο της Αινείας (το σημερινό Μέγα Έμβολον - Καραμπουρνού) και περιλάμβανε τις πόλεις Αίνεια, Σμίλα, Κάμψα, Γίγωνο, κοντά στην Eπανωμή, Λίσας, Κώμβρεια και Λίπαξο. Νοτιότερα ακόμα ήταν η Βοττική, όπου εκτός από την Όλυνθο υπήρχαν οι πόλεις Αντιγόνεια, Σπάρτωλος, Σκώλος και Μίλκωρος. Στη δυτική από τις 3 μικρές χερσονήσους, την Παλλήνη (που προηγουμένως ονομαζόταν Φλέγρα και μετά την ίδρυση της Κασσανδρείας Κασσάνδρα), αναφέρονται, εκτός από την Ποτίδαια, οι πόλεις: Σκύθαι, Άφυτις, όπου υπήρχε το ιερό του Άμμωνα Δία, Νέα Πόλις, Αιγή, Θέραμβος, Σκιώνη, Μένδη, πατρίδα του γλύπτη Παιωνίου, και Σάνη.
Άγαλμα του Αριστοτέλη στα Στάγειρα
Στη μεσαία γλώσσα, τη Σιθωνία, που ήταν πυκνοκατοικημένη κατά την αρχαιότητα, σπουδαιότερη πόλη ήταν η Τορώνη, στον Κωφό λιμένα (το σημερινό Πόρτο Κουφό) στην οποία οφείλει το παλαιότερο όνομά του (Τορωναίος) ο κόλπος της Κασσάνδρας. Άλλες πόλεις της Σιθωνίας ήταν από Βορρά προς Νότο στην ανατολική ακτή η Φύσκελλα, που αναφέρεται μόνο από Ρωμαίους συγγραφείς, η Παρθενόπολις και η Γαληψός, και στην ανατολική ακτή η Άσσα, η Πίλωρος, η Σίγγος, στην οποία οφείλει την ονομασία του (Σιγγιτικός) ο κόλπος του Αγίου Όρους, η Σάρτη, η Άμπελος κ.ά.
Στη χερσόνησο του Άθω υπήρχαν η Σάνη, κοντά στον ισθμό, όπου ο αδελφός του Κασσάνδρου Αλέξανδρος έχτισε την Ουρανούπολη, το Δίον, η Ολόφυξος, η Απολλωνία, οι Κλεωναί, η Θύσσος, το Ακρόθωον κ.ά. Στο εσωτερικό της Xαλκιδικής αναφέρονται η Σερμύλη, κοντά στη σημερινή Ορμύλια, η Απολλωνία, οι Άρναι κ.ά. και στην ανατολική ακτή η Άκανθος, κοντά στην Ιερισσό, η Στρατονίκη, η Στάγιρος (Στάγειρα) κ.ά.
Ερείπια της αρχαίας Ολύνθου
Κατά τον Μεσαίωνα, η Xαλκιδική δεν παρουσίασε ιδιαίτερη ιστορική πορεία από την υπόλοιπη κεντρική Μακεδονία. Είναι πάντως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στη Xαλκιδική οι βαρβαρικές εισβολές, ιδίως οι σλαβικές, είναι σχετικά περιορισμένες και δεν έχουν σοβαρές εθνολογικές επιπτώσεις. Παρ’ όλα αυτά η Xαλκιδική δέχεται και αυτή τα αποτελέσματα της ληστρικής πολιτικής των Φράγκων κυριάρχων (κατά τον 13o αι.) και υφίσταται τις τρομερές επιθέσεις των Καταλανών κατά τη σαρωτική τους πορεία από την Κωνσταντινούπολη προς τη Θεσσαλία και τη νότια Ελλάδα στις αρχές του 14ου αι.
Με την ιστορία εξάλλου της Xαλκιδικής είναι στενά συνδεδεμένη με τον 9o αι. και εξής η ανάπτυξη της μοναστικής πολιτείας του Αγίου Όρους. Ήδη στην τελευταία περίοδο της βυζαντινής ιστορίας η Xαλκιδικής συνδέθηκε στενά με τον Άθω, ιδίως σε θέματα οικονομικά, που τα δημιούργησε η παραχώρηση από τους αυτοκράτορες μεγάλων δασικών και γεωργικών εκτάσεων στις μοναστικές περιουσίες. Η Xαλκιδική πέρασε και αυτή (1364-71), όπως και η υπόλοιπη κεντρική και νότια Μακεδονία, στην επικυριαρχία του Σέρβου διαδόχου του Δουσάν I. Ούγλεση.
Στην τελευταία δεκαετία του 14ου αι. αρχίζει η τουρκική κατάκτηση της Xαλκιδικής, η οποία ολοκληρώνεται –ύστερα από εφήμερη ελληνική ανακατάκτηση (Μανουήλ Παλαιολόγος, 1403)– στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ B’ (γύρω στο 1422). Η πρόσκαιρη εξάλλου βενετική κατοχή της Θεσσαλονίκης δίνει την ευκαιρία στους Βενετούς να επεκτείνουν το 1425 και για μικρό χρονικό διάστημα την κυριαρχία τους σε μερικές πόλεις και τμήματα της Xαλκιδικής (Κασσάνδρεια, Ιερισσός).
Ερείπια της αρχαίας Ολύνθου
Μετά την παγίωση της τουρκοκρατίας στη Μακεδονία η Xαλκιδικής μετατρέπεται, κατά τα τέλη του 15ου αι. και τον 16o αι., σε αληθινό καταφύγιο κατοίκων άλλων περιοχών της Ελλάδας. Εδώ δεν έχουμε τη μαζική μετακίνηση των πληθυσμών προς τα ορεινά. Οι κάτοικοι της περιοχής, προφυλαγμένοι από τον ορεινό όγκο του Χολομώντα, καλλιεργούν τα πεδινά, διατηρούν τις παλιές παραδόσεις και την καθαρότητα του γένους τους. Περισσότερο ασφαλείς - και γι’ αυτό περισσότερο πυκνοκατοικημένες –είναι οι 3 γλώσσες– της χερσονήσου, ιδίως η Κασσάνδρα.
Στους ελληνικούς πληθυσμούς που κατέφευγαν στη Xαλκιδική για λόγους ασφαλείας πρέπει να προστεθούν και πλήθος εργατών, Ελλήνων, αλλά και ξένων (Βουλγάρων, Σέρβων, Τούρκων, Αλβανών και Γερμανών ακόμα), οι οποίοι έρχονταν στα μεταλλευτικά κέντρα της Xαλκιδικής για να βρουν εργασία. Τέτοια κέντρα –που έδιναν πολλές δυνατότητες οικονομικής δραστηριότητας και στους κατοίκους των γύρω χωριών– υπήρχαν δύο, στα παλιά βυζαντινά μεταλλεία, τα Σιδηρόκαψα (Σιδηροκαύσια, στα τουρκικά Σεντέρ-καπισί), και τα μεταλλεία που βρίσκονταν στο σημερινό Μαντέμ Λάκο (κοντά στη Στρατονίκη, στην κοιλάδα που καταλήγει στη λίμνη Βόλβη).
Τα χωριά που ζούσαν από τα μεταλλεία αποτελούσαν ένα είδος συνεργατικής ομοσπονδίας που κατάφερε σιγά- σιγά να αποκτήσει κάποια αυτονομία. Κέντρο τους ήταν η Λιαρίγκοβα (Αρναία) ή ο Μαχαλάς. Ως επόπτης της τουρκικής διοίκησης για τον έλεγχο των παραγόμενων ποσοτήτων ήταν τοποθετημένος ο μαντέμ εμίν. Στις αρχές του 19ου αι. τα χωριά, που αποτελούσαν τη δραστήρια αυτή ομάδα, ήταν 12 (Γαλάτιστα, Βάβδος, Ραβνά, Στανός, Βαρβάρα, Λιαρίγκοβα, Νοβοσέλο, Μαχαλάς, Ίσβορος, Χωρούδα, Ρεβινίκια και Ιερισσός).
Ανάλογη δραστηριότητα και σχετικά προνόμια είχαν και άλλα 15 τουλάχιστο χωριά της Xαλκιδικής, τα λεγόμενα Χασικοχώρια. Βρίσκονταν στα νοτιοδυτικά των Μαντεμοχωρίων και πλήρωναν τους φόρους τους όχι στους τοπικούς Τούρκους αγάδες, αλλά κατευθείαν στα αυτοκρατορικά ταμεία (Χαζνέι χασε) της Κωνσταντινούπολης.
Για ένα μεγάλο διάστημα και τα χωριά αυτά αποτέλεσαν ομοσπονδία, με δικούς τους τοπικούς άρχοντες (βεκίληδες), οι οποίοι διατηρούσαν υποτυπώδη γραμματεία και εκπροσωπούνταν επίσημα στον Τούρκο αγά της πρωτεύουσάς τους, του Πολύγυρου. Στα τέλη του 18ου αι. ολόκληρη η Xαλκιδική, εκτός από τα τουρκικά τσιφλίκια και τα αγιορείτικα μετόχια, ανήκε στη μεγάλη κοινή ομοσπονδία των Μαντεμοχωριτών και των Χασικοχωριτών. Μέσα στα πλαίσια της ομάδας αυτής διακρίνονταν για ένα διάστημα μικρότερες ενότητες χωριών, όπως των χωριών της Κασσάνδρας, που υπάγονταν τυπικά στον Τούρκο βοεβόδα της Βάλτας και ανέπτυσσαν ανάλογη οικονομική δραστηριότητα με τα άλλα χωριά της Χαλκιδικής.
Κρίσεις δημιούργησε στα Μαντεμοχώρια ήδη από τα τέλη του 17ου αι. η μείωση της ποσότητας των εξαγόμενων μετάλλων. Αυτό είχε ως συνέπεια την επιβάρυνση των κατοίκων της Xαλκιδικής με πρόσθετα οικονομικά βάρη, που τα προτίμησαν από τον περιορισμό των προνομίων τα οποία τους έδινε η συνεταιριστική εργασία στα μεταλλεία τους. Σοβαρό, τέλος, χτύπημα για την αυτονομία τους αποτέλεσε η υπαγωγή, το 1806 των Μαντεμοχωρίων και των μεταλλευτικών τους πηγών στη δικαιοδοσία του ισχυρού τοπάρχη των Σερρών, Ισμαήλ μπέη. Μόλις το 1819 οι κάτοικοι κατάφεραν, με ενέργειές τους στην Υψηλή Πύλη, να του αποσπάσουν την εκμετάλλευση των μεταλλείων τους, την οποία θα διατηρήσουν έως το 1821.
Η Xαλκιδική δεινοπάθησε αρκετά και από την έντονη πειρατική δραστηριότητα που παρατηρήθηκε στις ακτές της, κυρίως στην Κασσάνδρα, ιδίως κατά τον 18o και 19o αι. Η κατάσταση αυτή έφτασε σε κρίσιμο σημείο κατά την εποχή των τελευταίων βενετοτουρκικών πολέμων και των πρώτων ρωσοτουρκικών. Η πειρατεία στα παράλια της Xαλκιδικής θα ξαναγνωρίσει ακόμα μια περίοδο άνθησης κατά τα προεπαναστατικά, αλλά κυρίως κατά τα μετεπαναστατικά χρόνια, όταν οι Bόρειες Σποράδες θα γίνουν αληθινές φωλιές πειρατών και κουρσάρων, Ελλήνων και ξένων.
Στις παραμονές της Επανάστασης του 1821 η Xαλκιδική αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συνωμοτική κίνηση με μυήσεις Φιλικών και συγκεντρώσεις όπλων. Αλλά η έναρξη επαναστατικών ενεργειών στη Xαλκιδική, που έδωσε το σύνθημα για την Επανάσταση και στην υπόλοιπη κεντρική Μακεδονία, πραγματοποιήθηκε ύστερα από την άφιξη στο Άγιο Όρος του Εμμανουήλ Παπά από τις Σέρρες, ο οποίος, μαζί με τον Κασσανδρινό Χάψα, οδήγησε τους κατοίκους στις εχθροπραξίες, χωρίς όμως να αποφύγει στο τέλος την καταστροφή (Μάρτιος - Οκτώβριος 1821).
Μετά την αποτυχία της εξέγερσης της Xαλκιδικής, πλήθος κατοίκων κατέφυγε στη χερσόνησο της Κασσάνδρας και από εκεί στις Βόρειες Σποράδες, ενώ άλλοι, κυρίως Κασσανδρινοί και Αγιορείτες, συνέχιζαν τη φυγή τους με περιπετειώδη ταξίδια στα νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο. Ύστερα όμως από την εγκατάλειψη της Xαλκιδικής, οι τουρκικές αρχές της Θεσσαλονίκης –και ειδικότερα ο νικητής των Ελλήνων Μεχμέτ Εμίν πασάς– αναγκάστηκαν να φερθούν με επιείκεια πρώτα στους Σιθωνίτες (από τους οποίους αρκέστηκαν να πάρουν τα όπλα και τα κανόνια) και έπειτα στους Κασσανδρινούς. Έτσι άρχισε μερική παλινδρομική κίνηση των προσφύγων της Xαλκιδικής από τη νότια Ελλάδα προς την πατρίδα τους.
Νέες ωστόσο αναστατώσεις περίμεναν τη Xαλκιδικής κατά τις επαναστατικές προσπάθειες στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία το 1854 και το 1878. Ιδιαίτερα το 1878 οι τουρκικές αρχές, ενόψει αποβάσεων εθελοντικών σωμάτων του πολιτικού στρατηγού Κοσμά Δουμπιώτη (1820-1922) στις ακτές της χερσονήσου, πήραν αυστηρά προληπτικά μέτρα εναντίον των κατοίκων για να τους αποθαρρύνουν από επαναστατικές ενέργειες.
Η κατάσταση δεν σημείωσε ωστόσο αξιόλογες εξελίξεις έως την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, οπότε, ύστερα από τις πρώτες ελληνικές επιτυχίες άρχισε γενική εξέγερση των χωριών της Xαλκιδικής (7 Οκτωβρίου 1912), κατάλυση των τουρκικών αρχών και επίσημη διακήρυξη της ένωσης της περιοχής με την υπόλοιπη ελληνική πλέον κεντρική Μακεδονία. Το 1922 ο πληθυσμός της Xαλκιδικής αυξήθηκε ύστερα από τις αθρόες αφίξεις Μικρασιατών προσφύγων. Οι νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στα παράλια και στα μετόχια του Aγίου Όρους, τα οποία πέρασαν σιγά- σιγά στα χέρια των κατοίκων.
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
http://diocles.civil.duth.gr
Στους ελληνικούς πληθυσμούς που κατέφευγαν στη Xαλκιδική για λόγους ασφαλείας πρέπει να προστεθούν και πλήθος εργατών, Ελλήνων, αλλά και ξένων (Βουλγάρων, Σέρβων, Τούρκων, Αλβανών και Γερμανών ακόμα), οι οποίοι έρχονταν στα μεταλλευτικά κέντρα της Xαλκιδικής για να βρουν εργασία. Τέτοια κέντρα –που έδιναν πολλές δυνατότητες οικονομικής δραστηριότητας και στους κατοίκους των γύρω χωριών– υπήρχαν δύο, στα παλιά βυζαντινά μεταλλεία, τα Σιδηρόκαψα (Σιδηροκαύσια, στα τουρκικά Σεντέρ-καπισί), και τα μεταλλεία που βρίσκονταν στο σημερινό Μαντέμ Λάκο (κοντά στη Στρατονίκη, στην κοιλάδα που καταλήγει στη λίμνη Βόλβη).
Τα χωριά που ζούσαν από τα μεταλλεία αποτελούσαν ένα είδος συνεργατικής ομοσπονδίας που κατάφερε σιγά- σιγά να αποκτήσει κάποια αυτονομία. Κέντρο τους ήταν η Λιαρίγκοβα (Αρναία) ή ο Μαχαλάς. Ως επόπτης της τουρκικής διοίκησης για τον έλεγχο των παραγόμενων ποσοτήτων ήταν τοποθετημένος ο μαντέμ εμίν. Στις αρχές του 19ου αι. τα χωριά, που αποτελούσαν τη δραστήρια αυτή ομάδα, ήταν 12 (Γαλάτιστα, Βάβδος, Ραβνά, Στανός, Βαρβάρα, Λιαρίγκοβα, Νοβοσέλο, Μαχαλάς, Ίσβορος, Χωρούδα, Ρεβινίκια και Ιερισσός).
Ανάλογη δραστηριότητα και σχετικά προνόμια είχαν και άλλα 15 τουλάχιστο χωριά της Xαλκιδικής, τα λεγόμενα Χασικοχώρια. Βρίσκονταν στα νοτιοδυτικά των Μαντεμοχωρίων και πλήρωναν τους φόρους τους όχι στους τοπικούς Τούρκους αγάδες, αλλά κατευθείαν στα αυτοκρατορικά ταμεία (Χαζνέι χασε) της Κωνσταντινούπολης.
Για ένα μεγάλο διάστημα και τα χωριά αυτά αποτέλεσαν ομοσπονδία, με δικούς τους τοπικούς άρχοντες (βεκίληδες), οι οποίοι διατηρούσαν υποτυπώδη γραμματεία και εκπροσωπούνταν επίσημα στον Τούρκο αγά της πρωτεύουσάς τους, του Πολύγυρου. Στα τέλη του 18ου αι. ολόκληρη η Xαλκιδική, εκτός από τα τουρκικά τσιφλίκια και τα αγιορείτικα μετόχια, ανήκε στη μεγάλη κοινή ομοσπονδία των Μαντεμοχωριτών και των Χασικοχωριτών. Μέσα στα πλαίσια της ομάδας αυτής διακρίνονταν για ένα διάστημα μικρότερες ενότητες χωριών, όπως των χωριών της Κασσάνδρας, που υπάγονταν τυπικά στον Τούρκο βοεβόδα της Βάλτας και ανέπτυσσαν ανάλογη οικονομική δραστηριότητα με τα άλλα χωριά της Χαλκιδικής.
Κρίσεις δημιούργησε στα Μαντεμοχώρια ήδη από τα τέλη του 17ου αι. η μείωση της ποσότητας των εξαγόμενων μετάλλων. Αυτό είχε ως συνέπεια την επιβάρυνση των κατοίκων της Xαλκιδικής με πρόσθετα οικονομικά βάρη, που τα προτίμησαν από τον περιορισμό των προνομίων τα οποία τους έδινε η συνεταιριστική εργασία στα μεταλλεία τους. Σοβαρό, τέλος, χτύπημα για την αυτονομία τους αποτέλεσε η υπαγωγή, το 1806 των Μαντεμοχωρίων και των μεταλλευτικών τους πηγών στη δικαιοδοσία του ισχυρού τοπάρχη των Σερρών, Ισμαήλ μπέη. Μόλις το 1819 οι κάτοικοι κατάφεραν, με ενέργειές τους στην Υψηλή Πύλη, να του αποσπάσουν την εκμετάλλευση των μεταλλείων τους, την οποία θα διατηρήσουν έως το 1821.
Η Xαλκιδική δεινοπάθησε αρκετά και από την έντονη πειρατική δραστηριότητα που παρατηρήθηκε στις ακτές της, κυρίως στην Κασσάνδρα, ιδίως κατά τον 18o και 19o αι. Η κατάσταση αυτή έφτασε σε κρίσιμο σημείο κατά την εποχή των τελευταίων βενετοτουρκικών πολέμων και των πρώτων ρωσοτουρκικών. Η πειρατεία στα παράλια της Xαλκιδικής θα ξαναγνωρίσει ακόμα μια περίοδο άνθησης κατά τα προεπαναστατικά, αλλά κυρίως κατά τα μετεπαναστατικά χρόνια, όταν οι Bόρειες Σποράδες θα γίνουν αληθινές φωλιές πειρατών και κουρσάρων, Ελλήνων και ξένων.
Στις παραμονές της Επανάστασης του 1821 η Xαλκιδική αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συνωμοτική κίνηση με μυήσεις Φιλικών και συγκεντρώσεις όπλων. Αλλά η έναρξη επαναστατικών ενεργειών στη Xαλκιδική, που έδωσε το σύνθημα για την Επανάσταση και στην υπόλοιπη κεντρική Μακεδονία, πραγματοποιήθηκε ύστερα από την άφιξη στο Άγιο Όρος του Εμμανουήλ Παπά από τις Σέρρες, ο οποίος, μαζί με τον Κασσανδρινό Χάψα, οδήγησε τους κατοίκους στις εχθροπραξίες, χωρίς όμως να αποφύγει στο τέλος την καταστροφή (Μάρτιος - Οκτώβριος 1821).
Μετά την αποτυχία της εξέγερσης της Xαλκιδικής, πλήθος κατοίκων κατέφυγε στη χερσόνησο της Κασσάνδρας και από εκεί στις Βόρειες Σποράδες, ενώ άλλοι, κυρίως Κασσανδρινοί και Αγιορείτες, συνέχιζαν τη φυγή τους με περιπετειώδη ταξίδια στα νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο. Ύστερα όμως από την εγκατάλειψη της Xαλκιδικής, οι τουρκικές αρχές της Θεσσαλονίκης –και ειδικότερα ο νικητής των Ελλήνων Μεχμέτ Εμίν πασάς– αναγκάστηκαν να φερθούν με επιείκεια πρώτα στους Σιθωνίτες (από τους οποίους αρκέστηκαν να πάρουν τα όπλα και τα κανόνια) και έπειτα στους Κασσανδρινούς. Έτσι άρχισε μερική παλινδρομική κίνηση των προσφύγων της Xαλκιδικής από τη νότια Ελλάδα προς την πατρίδα τους.
Νέες ωστόσο αναστατώσεις περίμεναν τη Xαλκιδικής κατά τις επαναστατικές προσπάθειες στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία το 1854 και το 1878. Ιδιαίτερα το 1878 οι τουρκικές αρχές, ενόψει αποβάσεων εθελοντικών σωμάτων του πολιτικού στρατηγού Κοσμά Δουμπιώτη (1820-1922) στις ακτές της χερσονήσου, πήραν αυστηρά προληπτικά μέτρα εναντίον των κατοίκων για να τους αποθαρρύνουν από επαναστατικές ενέργειες.
Η κατάσταση δεν σημείωσε ωστόσο αξιόλογες εξελίξεις έως την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, οπότε, ύστερα από τις πρώτες ελληνικές επιτυχίες άρχισε γενική εξέγερση των χωριών της Xαλκιδικής (7 Οκτωβρίου 1912), κατάλυση των τουρκικών αρχών και επίσημη διακήρυξη της ένωσης της περιοχής με την υπόλοιπη ελληνική πλέον κεντρική Μακεδονία. Το 1922 ο πληθυσμός της Xαλκιδικής αυξήθηκε ύστερα από τις αθρόες αφίξεις Μικρασιατών προσφύγων. Οι νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στα παράλια και στα μετόχια του Aγίου Όρους, τα οποία πέρασαν σιγά- σιγά στα χέρια των κατοίκων.
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
http://diocles.civil.duth.gr
1 σχόλιο:
Συγχαρητήρια για την προσπάθειά σας αγαπητοί μου φίλοι να προβάλετε την ιστορική πορεία του τόπου μας.
Ίσως όμως να πρέπει να βρούμε μία πληρέστερη και ποιο έγκυρη καταγραφή της ιστορίας. Το κείμενο, έστω και περιληπτικό, παρουσιάζει σημαντικά κενά.
Με εκτίμηση
Λαδιαβίτης
Δημοσίευση σχολίου