Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του.