Ονομάζουμε Δωδεκαήμερο ή Δωδεκάμερο (έτσι το λένε και οι άλλοι Χριστιανικοί λαοί: les Douze Jours, The Twelve Days, I Dodici Giorni) την περίοδο των 12 (στην πραγματικότητα 13) ημερών και νυχτών, από την παραμονή των Χριστουγέννων έως το πρωί του Αγιασμού (6/1).
Στο διάστημα αυτών των ημερών, τα ειδωλολατρικά και χριστιανικά έθιμα συνυπάρχουν ειρηνικά και τελούνται με παραδοσιακή ένταση.
Σύμφωνα με τις δοξασίες, σε αυτές τις 12 μέρες παρατηρείται μια κυριαρχία των κακών πνευμάτων στη γη.
Οι Καλλικάντζαροι σε εμάς, οι λυκάνθρωποι, οι δράκοντες και οι μάγισσες στους ξένους λαούς, είναι οι κυρίαρχοι της νύχτας και της υπαίθρου και εχθρεύονται, ή ζηλεύουν, την οικογενειακή ζωή. Πολιορκούν σχεδόν τα σπίτια και χαίρονται να μολύνουν κάθε είδος από την τροφή και την ενδυμασία τους.
Ο φόβος για τους Καλλικάντζαρους έκανε τους ανθρώπους να μεταχειρίζονται διάφορα μέσα για να τους κρατήσουν μακριά από τις κατοικίες, με κυριότερο αυτό της φωτιάς.
Γι’αυτό η φωτιά στο τζάκι έκαιγε μέρα και νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο.
[Την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε νοικοκύρης έφερνε στο σπίτι του ένα χοντρό ξύλο, κομμένο από δέντρο αγκαθωτό (αχλαδιά, αγριοκερασιά). Τα αγκαθωτά δένδρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα. Το κούτσουρο αυτό λέγεται Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτης.]
Επίσης, έκαιγαν λιβάνι ή αλάτι στη φωτιά, ή κρεμούσαν ένα κατωσάγονο χοίρου στην καμινάδα.
Άλλοι θέλοντας να τους εξαπατήσουν -μια και οι Καλλικάντζαροι θεωρούνταν κουτοί- έδεναν στο κρικέλι της πόρτας ένα σκουλί λίνάρι (ώσπου να μετρήσει ο δαίμονας τις ίνες του λιναριού, θα λαλούσε ο πετεινός).
Μια όμορφη ιστορία: Ο Γιώργης και το καλικαντζαράκι μας διηγείται το blogaki.
Τα χριστουγεννιάτικα, λοιπόν, έθιμα είναι κατ’εξοχήν «εστιακά». Ο χώρος που τελεσιουργούνται είναι η εστία, τόσο με τη συγκεκριμένη έννοια της φωτιάς και του τζακιού, όσο και με την ευρύτερη σπιτική που σχετίζεται με τη συνοχή των μελών της οικογένειας και τις ευετηρικές τους προσδοκίες για υγεία, ευτυχία, ευτεκνία, καλή παραγωγή κτλ.
Πρωταγωνίστρια με πολυσήμαντο και πολυδιάστατο ρόλο, υπεύθυνο για τις ενδοοικιακές εργασίες, τις συγκεντρώσεις και την προετοιμασία για τις εορτές είναι η γυναίκα (μητέρα – σύζυγος – πεθερά – νύφη – κόρη – αδελφή). Οι εορταστικές ενέργειες αφορούν στην εστία, στα γεύματα και τη φιλοξενία.
Κύριο μέλημα της νοικοκυράς ήταν να διατηρηθεί άσβεστη η εστιακή πυρά, όπου γύρω της μαζεύονταν όλα τα μέλη της οικογένειας, από το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Εκεί έκαναν τις σπιτικές τελετές τους, πριν ξημερώσει για την εκκλησία (το πάντρεμα της φωτιάς ή την σπονδή με το κρασί και την κουλούρα της γωνιάς). Περνούσαν έτσι και τις άλλες βραδιές, κουβεντιάζοντας και τρώγοντας «ευκαρπιακές» λιχουδιές. Η νοικοκυρά χαιρόταν να βλέπει τη συγκέντρωση των δικών της και να ακούει το χαρούμενο «μιληταριό» που θα έχανε, όταν θα περνούσαν οι Γιορτές.
Τα γεύματα έπρεπε να είναι πλουσιοπάροχα ακόμη και για την πιο φτωχή οικογένεια. Με τα χοιρομαγειρέματα (από τα τελετουργικά χοιροσφάγια), ή τη βραστή όρνιθα/πετεινό, έως τα Χριστόψωμα, που ήταν ο βασικός άρτος της γιορτής (και που συχνά φιλοτεχνούσαν οι λεγόμενες ψωμοκεντήστρες) και τα διάφορα γλυκούδια.
Για τη Ζακυνθινή Κουλούρα και τους Συμβολισμούς της γράφει η Κική στο Hungry for life.
Η φιλοξενία είναι η πηγή για τα πολλά γλυκίσματα του Δωδεκαημέρου. Η διάθεση για προσφορά και κεράσματα στους ξένους, αλλά και στους σπιτικούς, απορρέει από την αγάπη και τη στοργή και αποβλέπει στην καλοσύνεψη των πνευμάτων και την ευχή για μια γλυκαμένη ζωή.
Η νοικοκυρά φρόντιζε και για το στολισμό του σπιτιού με μια απλή πρασινάδα (μυρτιά, δάφνη, κουμαριά) και πορτοκάλια στα πιάτα και στα παράθυρα. Ήταν ένα σύμβολο της χαράς για τη μετάβαση από τη χειμωνιάτικη περίοδο και το σκοτάδι, στο ανοιξιάτικο φως και τη βλάστηση. Αυτά με τον καιρό αντικαταστάθηκαν από το έλατο.
Το δέντρο των Χριστουγέννων έχει σαν έθιμο βαυαρική προέλευση. Πρώτη φορά στολίστηκε στην Αθήνα στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833.
Η ελληνική νησιωτική παράδοση, κυρίως επηρεασμένη από τον πολιτισμό της θάλασσας, στόλιζε καραβάκι. Το καράβι συντρόφευε, σαν φαναρένιο φωτισμένο τεχνούργημα, τα κάλαντα των παιδιών στα Νησιά. Αντίστοιχα, τα παιδιά της στεριάς και των βουνών τεχνουργούσαν φωτισμένη βυζαντινή εκκλησία, που την έλεγαν Αγιά Σοφιά.
[φωτ. Γιάννη Μαργαρίτη]
Τα Κάλαντα (κάλανδα, κόλιαντρα, καλήμερα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Θεοφανείων) είναι ευχετικά και επαινετικά τραγούδια για την οικογένεια και το σπιτικό και συγχρόνως η μελοποιημένη αφήγηση του γεγονότος της ημέρας. Κύριοι και θαυμάσιοι συνεχιστές, με την προθυμία της αγνότητας και τη διάθεση της γνωριμίας με τις χαρές της ζωής είναι πάντοτε τα παιδιά που συνήθιζαν να κρατούν και ένα καλαθάκι για τα «φιλέματα». Τα φιλέματα στην ελληνική ύπαιθρο ήταν κυρίως γλυκά: δίπλες στην Πελοπόννησο, ξεροτήγανα στην Κρήτη, δάκτυλα στην Κύπρο, λουκουμάδες στη Σαλαμίνα, αλλά και ξηροί καρποί, κουραμπιέδες ή μελομακάρονα. Από τα πιο συνηθισμένα φιλοδωρήματα ήταν τα «κόλιντρα», μικρές κουλούρες από σιτάρι ή κριθάρι. Η αμοιβή των καλανδιστών δεν είναι ούτε φιλανθρωπία, ούτε ζητιανιά, αλλά πράξη τελεστική.
Περισσότερα για τα κάλαντα γράφει η witch of daffodils σε σχετική καταχώρηση: Τα κάλαντα, λίγη ιστορία...
Ενώ στο «Άκουσον Άκουσον» του Γεράσιμου Μπερεκέτη μπορείτε να κατεβάσετε Κάλαντα Πρωτοχρονιάς της Ρόδου.
Η ημέρα της Πρωτοχρονιάς, εναρκτική, διαβατήρια και ως εκ τούτου κρίσιμη είναι το κλειδί για την είσοδο και την πορεία στην ευτυχία ή στη δυστυχία. Για το λόγο αυτό τα πάντα με τον νέο χρόνο πρέπει να αρχίσουν καλά, ευνοϊκά και ευοίωνα. Η προσοχή στρέφεται κυρίως σε μερικές πράξεις και ενέργειες που είναι δυνατόν να εξασφαλίσουν την ευτυχία, όπως το καλό ποδαρικό, τα διάφορα διατροφικά σύμβολα (καρύδια, ρόδια, αμύγδαλα κ.α.), τα γλυκίσματα, τα καλοπιάσματα, οι ευχές κλπ. Πολλοί, ακόμη και σήμερα, κρεμούν στην πόρτα μποτσίκι (άγρια κρεμμύδα).
Σχετικά με τη βασιλόπιτα, η παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Μέγας Βασίλειος ήταν επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε έπαρχος της Καππαδοκίας θέλησε να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους και εκείνος τους προέτρεψε να συγκεντρώσουν ό,τι πολύτιμα αντικείμενα είχαν, ώστε να δώσουν αυτά στον έπαρχο. Στη συνάντηση που ακολούθησε ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσε η παρουσία του μεγάλου Ιεράρχη, που ο έπαρχος δεν απαίτησε τίποτα. Όταν ο Μέγας Βασίλειος θέλησε να αποδώσει πίσω τα αντικείμενα, διέταξε να φτιάξουν «πλακούντια», δηλαδή μικρές πίτες, και μέσα στην κάθε πίτα έβαλε ένα ένα τα αντικείμενα. Όταν τα μοίρασε στους χριστιανούς ο καθένας βρήκε ό,τι είχε προσφέρει.
Το έθιμο όμως του εορταστικού άρτου (ευετηρική προσφορά) και των μειλιγμάτων (εξευμενιστική προσφορά προς τους νεκρούς και τα επίφοβα πνεύματα) το συναντάμε και στα ρωμαϊκά Σατουρνάλια και στα ελληνικά Κρόνια.
Στη βασιλόπιτα με τις μερίδες που ξεχωρίζονται για το Χριστό, τον Αγιο Βασίλειο (κατά τη λαϊκή πίστη, ο Άγιος είναι ακόμη ζωντανός και επισκέπτεται κάθε σπίτι για να φιλευτεί) η πίτα έχει κιόλας αγιαστεί. Από την αγιασμένη αυτή πίτα έριχναν μπουκιές στα χωράφια και στα δέντρα για να καρπίσουν, τάιζαν τα ζώα για να είναι γερά και οι ανύπανδρες κοπέλες έβαζαν κάτω απ’το μαξιλάρι τους και παρακαλούσαν τον Άγιο να τους δείξει στο όνειρο τον γαμπρό. Το κομμάτι του φτωχού είναι η εξιλέωση και η εξουδετέρωση του φθόνου για τα αγαθά του συμποσίου. Το μοίρασμα της πίτας σε ίσια κομμάτια με το νόμισμα στο ζυμάρι είναι μια συμβολική κατανομή της «μοίρας», δίκαιης όπως το θέλει ο άνθρωπος, για τη συμμετοχή του στο αβέβαιο μέλλον.
Τα Θεοφάνια είναι για τον λαό μεγάλη γιορτή, θεότρομη, επειδή τότε αγιάζονται τα νερά και φεύγουν τα παγανά. Την έννοια του καθαρμού και της απαλλαγής από την επίδραση των δαιμονίων του Δωδεκαημέρου είχαν και μερικές άλλες συνήθειες, όπως το άναμμα μεγάλων φωτιών, το σταύρωμα του σπιτιού με κεριά των Φώτων κτλ. Αγίασμα από τον Μεγάλο Αγιασμό έφερναν και στα σπίτια τους και έπιναν από αυτό όλοι. Ακόμη, ράντιζαν με ένα κλαδί όλους τους χώρους του σπιτιού, καθώς και τα χωράφια και τα αμπέλια, για να τα προφυλάξουν από ασθένειες.
Λίμνη Βουλιαγμένη, Ηραίο. Πέρασμα στον Κορινθιακό.
[φωτ. Γ.Χ.]
Βασικό, λοιπόν, στοιχείο των εθίμων του Χριστουγεννιάτικου Δωδεκαημέρου, είναι ο εξορκισμός ή η ευλόγηση του χρονικού περάσματος από το παλιό στο νεώτερο στάδιο. Από το λίγο φως του φθινοπωρινού ηλιοστασίου, στο περισσότερο του χειμερινού. Από το πέσιμο των φύλλων και της γήινης στειρότητας στην ελπιδοφόρα αναβλάστηση και από τις διαψευσμένες ελπίδες μας του παλιού χρόνου, στις πιθανότερες επιτυχίες του επόμενου. Όλα είναι αναγεννητικά και αυτήν τη σημασία παίρνει και η ίδια η γιορτή της γέννησης του βρέφους Χριστού, ιδιαίτερα στην Υμνογραφία μας. Αναγεννητικό γίνεται και το τέλος του Δωδεκαημέρου, με τον Αγιασμό και τα Θεοφάνια, τα λουσμένα στο νερό και το φως.
Πηγή: ΟΙΑΚΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου