Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

Το Σούλι και οι Σουλιώτες (Video)


Σε μία άγονη βραχώδη και δυσπρόσιτη περιοχή της Ηπείρου, Νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων, στο δρόμο προς την Άρτα, ανάμεσα στα όρη Μούργκα (υψόμ.1340), Ζάβρουχο (υψόμ.1137), Τούρλια (υψόμ.1082) και στη συμβολή του ποταμού Αχέροντα με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο, υπήρχε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, μία ολόκληρη περιοχή με «ημιαυτόνομο» καθεστώς, που ονομάζετο «Σούλι». Συγκεκριμένα, στους πρόποδες των βουνών αυτών υψώνονται δύο λόφοι, ο ένας απέναντι στον άλλο: Το «Κούγκι», πάνω στο οποίο είναι κτισμένο ένα μικρό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και η «Κιάφα», όπου βρίσκεται φρούριο. Απέναντι από το «Κούγκι» υψώνεται άλλος λόφος, πάνω στον οποίο είναι κτισμένος ο ναός του «Αγίου Δονάτου», όπου συγκεντρώνονταν οι Σουλιώτες κατά τα «Γενικά Συνέδρια» (Σήμερα στον ίδιο χώρο γίνεται ετήσια θρησκευτική πανήγυρι). Πάνω από το χωριό «Κιάφα» υψώνεται ο βράχος της «Τρύπας», το Βορειοδυτικό τμήμα του οποίου λέγεται «Ράχη της Αστραπής ή Σκάλα της Τζαβέλαινας».

Ολόκληρη η περιοχή του Σουλίου είναι ορεινή, άγρια, με απόκρημνους, υψηλούς, "διαβόητους βράχους", όπως τους έλεγε ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος και μοιάζει με γιγαντιαίο φρούριο, του οποίου οχυρωματικοί πύργοι και επάλξεις μπορούν να θεωρηθούν οι βουνοκορφές. Η απομονωμένη αυτή περιοχή δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Τούρκους, αποτελούσε όμως ένα είδος ζώνης ασφαλείας, ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές κτήσεις του Ιονίου και στην τουρκοκρατούμενη ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν είναι εξακριβωμένο πότε δημιουργήθηκαν οι πρώτοι οικισμοί στην ορεινή και δυσπρόσιτη αυτή περιοχή, οι περισσότεροι όμως ερευνητές, Έλληνες και ξένοι, δέχονται ότι η εγκατάσταση κατοίκων άρχισε επί Οθωμανικής κυριαρχίας τον 16ον αιώνα, για ν’αποφύγουν τις καταπιέσεις των Οθωμανών. Οι Τούρκοι έκαναν συχνά επιδρομές στα χωριά, για να εισπράξουν φόρους, αλλά και για ν’αρπάξουν, να βιάσουν, να στρατολογήσουν μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια και να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους. Η αντίδραση από τους υπερήφανους Έλληνες, όταν αδικούνταν ήταν η αυτοδικία, σκότωναν οι ίδιοι τους άρπαγες και βιαστές Τούρκους και κήρυτταν πόλεμο εναντίον τους. Ανέβαιναν στις απάτητες βουνοκορφές των Αγράφων, του Σουλίου και άλλων άγριων βουνών ανυπότακτοι, αλύγιστοι, αδούλωτοι, ελεύθεροι.

Οι πρώτοι κάτοικοι που κατέφυγαν στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου ήταν από τις "Παρα-θυάμηδες" κοντινές πεδινές περιοχές και κυρίως από την εύφορη πεδιάδα του Φαναρίου. Αργότερα κατέφυγαν στην περιοχή του Σουλίου και άλλοι κυνηγημένοι Έλληνες από άλλες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος και συγκεκριμένα από τις περιοχές των Αγράφων και του Τυμφρηστού, που ήταν από τις πρώτες περιοχές που οι κάτοικοι τους έλαβαν μέρος σε επαναστατικά κινήματα εναντίον των Τούρκων. Στην περιοχή των Αγράφων και του Τυμφρηστού ιδρύθηκε το πρώτο αρματολίκι και οι κάτοικοι των περιοχών αυτών κατόρθωσαν και πέτυχαν το 1525, με την συνθήκη του Ταμασίου, "Ειδικό καθεστώς αυτονομίας". Όμως ακολούθησαν άγριοι διωγμοί και απάνθρωπα δεινά για όλους όσους έλαβαν μέρος σε επαναστατικά κινήματα όπως: Ο Πούλιος Δράκος και Μαλάμος το 1583 στην Άρτα και τα Ιωάννινα, ο Θεόδωρος Γρίβας με τον αδελφό του το 1585 στα Άγραφα, ο Εθνομάρτυρας και διαφωτιστής Μητροπολίτης Λαρίσης - Τρίκκης, Διονύσιος ο Φιλόσοφος, με τα δύο κινήματα που έκανε, το 1600 στα Άγραφα και το 1611 στην περιοχή της Παραμυθιάς, κ.ά. Μετά το δεύτερο κίνημα του Μητροπολίτου Λαρίσης - Τρίκκης, Διονυσίου του Φιλοσόφου, το 1611, στην περιοχή της Παραμυθιάς (με ηγετικά στελέχη τον Ζώτο Τσίριπα τον Γεώργιο Ντελή και άλλους χωρικούς), ακολούθησαν άγριοι διωγμοί των κατοίκων και αναγκαστική αλλαγή θρησκεύματος, στην περιοχή της Παραμυθιάς, οι οποίοι συνέβαλαν στην ίδρυση της "Σουλιώτικης Συμπολιτείας". (Παραμυθιά σημαίνει "Παρά τον Θύαμι" = "Παρα-θυμιά" και σε παράφραση Παρα-μυθιά). Διότι πράγματι την περίοδο αυτή αρκετές οικογένειες που κατάγονταν από την περιοχή της Παραμυθιάς κατέφυγαν στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου για να αποφύγουν τις άγριες διώξεις και τον εξισλαμισμό όπως ο Λάμπρος Τζαβέλας από το Δραγάνι της Παραμυθιάς, ο Ζέρβας από το χωριό Ζερβό Άρτας, ο Δαγκλής από την πεδιάδα του Φαναρίου, ο Δράκος από το χωριό Μάρτανη της επαρχίας Λάμαρη (όπου μιλούσαν μόνο την Ελληνική Γλώσσα), ο Μπούσμας από την Κορίτιανη κ.ά.

Επίσης, ότι στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου κατέφυγαν εκείνη την περίοδο κάτοικοι και από άλλες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος, προκύπτει και από το γεγονός ότι οι κάτοικοι του Σουλίου δεν είχαν ομοιογένεια μεταξύ τους. Ήταν χωρισμένοι σε 47 μεγάλες «φάρες» = πατριές (450 οικογένειες περίπου). Από αυτές οι σημαντικότερες ήταν του Τζαβέλα, του Μπότσαρη, του Ζέρβα, του Δράκου, του Δαγκλή, του Κουτσονίκα, του Μαλάμου, του Νίκα, του Καραμπίνη, του Φωτομάρα, του Κολιοδημήτρη, του Μπότση, του Μπούσμπα, του Ζάρμπα, του Βέλιου, του Γούση, του Μάνζου, του Μπάφα, του Μπασδέκη, του Κάσκαρη, του Καλογερά, του Κιεράσου, του Γεωργίου, του Νικολάου, του Πανταζή, του Παναγιώτου, του Παπαγιάννη, του Σπύρου, του Πανομάρα, του Σταύρου, του Σταμούλη, του Σέχου, του Σούκα, του Τζαβάρα, του Τζίμα, του Τζιόρα, του Τσούγκα, του Παλάσκα (ήταν Κλέφτης και Αρματολός στα Άγραφα και εγκαταστάθηκε στο Σούλι όταν παντρεύτηκε την κόρη του Γιώργη Μπότσαρη, Μαρία) κ.ά. Κάθε οικογένεια - πατριά («φάρα») είχε το δικό της αρχηγό, το αξίωμα του οποίου ήταν κληρονομικό κατ' αρρενογονία. [Ο Δημήτριος Αινιάν, γεννημένος στις παρυφές του Τυμφρηστού, στο χωριό Μαυρίλο Φθιώτιδος και σπουδασμένος στην Κωνσταντινούπολη, γραμματικός και συμπολεμιστής του Γεωργίου Καραϊσκάκη το 1821, στο βιβλίο του «Αναμνήσεις μιας Νυκτός εν Υπάτη», αναφέρει σχετικά για την φυγή των κατοίκων στα ορεινά και δυσπρόσιτα μέρη τα εξής: «... Δια τούτο πάς αδικούμενος υπό Οθωμανού και μη ευρίσκων δίκαιον έν τη Τουρκική εξουσία, εξεδικείτο ιδίαις χερσί διά φόνου τον αδικήσαντα και απεσύρετο είς τα όρη κηρύττων άσπονδον κατά των Τούρκων μίσος...»].

Οι πρώτοι «κάτοικοι - φυγάδες» έκτισαν αρχικά τέσσερα χωριά: Το Σούλι, την Κιάφα, το Αβαρίκο και την Σαμονίβα, τα οποία ονομάζονταν "Τετραχώρι". Τα χωριά αυτά κτίσθηκαν στους απόκρημνους και υψηλούς βράχους που δεν μπορούσε κανείς να τα πλησιάσει παρά μόνο από ένα στενό οφιοειδές μονοπάτι–λαβύρινθο, που περνούσε μέσα από βάραθρα και δάση. Στα δυσβατώτερα μέρη αυτής της στενωπού, υπήρχε και από ένας πύργος οχυρωμένος. Πάνω από το χωριό «Κιάφα» υψώνεται ο βράχος της Τρύπας (Μπίρας) και η «Ράχη της Αστραπής». Το όνομα προέρχεται από τα σχέδια που σχηματίζουν τα μεγάλα απελέκητα βράχια που μοιάζουν με αστραπή (κοντές και λοξές γραμμές). Είναι μία κατρακύλα από βράχια σαν να τα έσπρωξε ένας σεισμός και κύλησαν το ένα πάνω στο άλλο και σχημάτισαν μία φυσική σκάλα, κάθε βράχος και σκαλοπάτι. Στο σημείο αυτό το 1792, η Μόσχω Τζαβέλα μαζί με άλλες Σουλιώτισσες έδωσαν μεγάλη μάχη και κατάφεραν να σώσουν το Σούλι σκοτώνοντας 2000 Τουρκαλβανούς. Από τότε η περιοχή αυτή ονομάζεται και «Σκάλα της Τζαβέλαινας». Αργότερα άλλοι κάτοικοι - φυγάδες έκτισαν επτά ακόμη χωριά στους πρόποδες του βουνού: Το Τσικούρι, το Περιχάτι, την Βίλια, το Αλσοχώρι ή Αλποχώρι, τις Κοντάτες, την Γκιονάλα και το Τσεφλίκι ή Παλιοχώρι, τα οποία ονομάζονταν "Εφταχώρι".

Οι κάτοικοι των 11 αυτών χωριών που περιληπτικά ήταν γνωστά ως Σούλι, συσπειρώθηκαν σε μία αξιόλογη στρατιωτική κοινότητα, που αναφέρεται από τους ιστορικούς ως «Ομοσπονδία ή Συμπολιτεία» και αργότερα διακρίθηκαν σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες της πατρίδος μας. Οι αρχηγοί όλων των φαρών (οικογενειο-πατριών) συγκροτούσαν ένα είδος Κυβέρνησης, η οποία ονομαζόταν «Κριτήριον της Πατρίδος», έργο της οποίας ήταν ή διαχείριση των κοινών (στράτευση, φόροι κ.λ.π), ενώ είχε και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στα έθιμα, αφού δεν υπήρχε γραπτό δίκαιο. Ανώτατη εξουσία ήταν το «Γενικόν Συνέδριον», στο οποίο έπαιρναν μέρος οι αρχηγοί των οικογενειών και όσοι είχαν διακριθεί για την ανδραγαθία τους, ακόμη και αν δεν ήταν αρχηγοί κάποιας οικογένειας. Το «Γενικόν Συνέδριον» αποφάσιζε περί πολέμου και ειρήνης με τους Τούρκους και ρύθμιζε τις εξωτερικές σχέσεις της «Συμπολιτείας» (που αριθμούσε 12.000 κατοίκους με 2.500 ένοπλους μαχητές), πρωτεύουσα της οποίας ήταν το χωριό Σούλι.  

Επειδή τα προϊόντα του άγονου εδάφους της περιοχής των 11 χωριών δεν επαρκούσαν για να ζήσουν οι Σουλιώτες, υπέταξαν 70 περίπου κοντινά χωριά της Θεσπρωτίας, κυρίως από την πεδιάδα της Παραμυθιάς και του Φαναρίου (περιοχές που είχαν εγκαταλείψει οι προγονοί τους πριν ανέβουν στις δυσπρόσιτες περιοχές του Σουλίου) και εισέπρατταν αυτοί τους φόρους (σε χρήμα και σε είδος), τους οποίους προηγουμένως εισέπρατταν οι Αγάδες και οι Μπέηδες της περιοχής. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών ονομάζονταν «Παρασουλιώτες» και με την προστασία των Σουλιωτών δεν ενοχλούνταν από τους Τούρκους, διότι είχαν αναλάβει αυτοί να τους εκπροσωπούν στις Τουρκικές αρχές. (Υπήρχε δηλαδή στην περιοχή αυτή ένα καθεστώς «ημιαυτονομίας». Οι μεν Σουλιώτες, κάτοικοι των 11 χωριών στο βουνό, είχαν την Διοίκηση στην «Ομοσπονδία ή Συμπολιτεία», οι δε «Παρασουλιώτες», κάτοικοι των 70 χωριών στην πεδιάδα, ήταν υποτελείς σε αυτούς). Η κατάληψη των 70 περίπου χωριών της εύφορης πεδιάδας, έγινε μετά από μακροχρόνιες συγκρούσεις των Σουλιωτών με τους Αγάδες και τους Μπέηδες της περιοχής. Για την κατάληψη των περιοχών αυτών και την ένταξή τους στην "Ομοσπονδία ή Συμπολιτεία", οι Σουλιώτες είχαν διακηρύξει ότι: "Οι τόποι τους οποίους κατέχουν οι Τούρκοι, δεν ανήκουν εις τους Τούρκους. Είναι τόποι των πατέρων μας. Οι πατέρες μας εστερήθησαν αυτούς δια της βίας και ημείς τα τέκνα των και οι κληρονόμοι των, έχομεν το δικαίωμα να ανακτήσωμεν, δια να ζήσωμεν, ότι δυνάμεθα δια της δυνάμεως να ανακτήσωμεν. Ως προς τους Έλληνας και τους λοιπούς Χριστιανούς, οι οποίοι μοχθούν χάριν των Τούρκων, άς λάβουν όπλα μαζί με ημάς δια να ανακτήσουν την κοινήν χώρα, ή άς υποταχθούν, ώστε ημείς να μεταχειρισθώμεν αυτούς, όπως εκείνοι, οι οποίοι είχον αρπάσει την χώραν".       

Σε περίοδο πολέμου οι κάτοικοι των 7 χωριών (Εφταχωρίου), που βρίσκονταν στους πρόποδες του βουνού, ανέβαιναν για προστασία στα 4 ορεινά χωριά (Τετραχώρι), διότι υπήρχε καλή οχύρωση πάνω στους απότομους βράχους. Επίσης, επάνω στο «Τετραχώρι» γίνονταν δεκτοί και όσοι κάτοικοι από το «Παρασούλι» (των 70 χωριών που βρίσκοντο στην πεδιάδα), είχαν διακριθεί για την ανδραγαθία τους. Οι υπόλοιποι κάτοικοι από το «Παρασούλι» παρέμειναν στην πεδιάδα, διότι αν συγκεντρώνονταν όλοι επάνω στα κάστρα, αφενός θα υπήρχε έλλειψη τροφών και αφετέρου κάποιοι έπρεπε να καλλιεργούν τα κτήματα και να τροφοδοτούν κρυφά αυτούς που πολεμούσαν επάνω στα κάστρα. Σε περίοδο ειρήνης, οι Σουλιώτες των 11 χωριών, ασχολούνταν με την είσπραξη των φόρων από τους κατοίκους των 70 χωριών στο «Παρασούλι», που είχαν υπό την προστασία τους και εν συνεχεία απέδιδαν ένα μέρος απ’αυτούς στην «Υψηλή Πύλη». Επίσης, δεν ήταν λίγες οι φορές που εισέπρατταν φόρους για λογαριασμό τους, από τους γειτονικούς Αγάδες και Πασάδες, προκειμένου να μη λεηλατούν τις περιουσίες τους. Ήταν δηλαδή οι Σουλιώτες ταυτόχρονα άρχοντες και αρχόμενοι. Αυτό είχε εξοργίσει τις μουσουλμανικές αρχές και επεδίωκαν με κάθε τρόπο να τους αφανίσουν ή να τους αναγκάσουν να υποταχθούν.

Λόγω της αδυναμίας των Οθωμανών να υποτάξουν τους Σουλιώτες, η «Υψηλή Πύλη» και ο Σουλτάνος αποφάσισαν να εποικήσουν ολόκληρη την περιοχή γύρω από τον «Θύαμι» (Καλαμά) ποταμό με επήλυδες Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους, προκειμένου να αλλοιώσουν τον Ελληνικό πληθυσμό και έτσι να μειώσουν την δύναμη των Σουλιωτών. Δημιούργησαν ξεχωριστό «Βιλαέτι» στην περιοχή αυτή της Ηπείρου, που περιελάμβανε την Παραμυθιά, τις Φιλιάτες, την Πάργα, το Μαργαρίτι, και ορισμένα χωριά του Δελβίνου. Το ξεχωριστό αυτό «Βιλαέτι» ονομάσθηκε «Τσιαμουριά» (από το Θυαμουριά, με λατινική γραφή = THΙAMOURIA) και η κτηματική του περιουσία μοιράστηκε σε επήλυδες Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους, αλλά και σε εξισλαμισμένους ντόπιους κατοίκους της περιοχής - γενίτσαρους, που εξισλαμίστηκαν για να διατηρήσουν τις περιουσίες τους καθώς και για να αποκτήσουν αξιώματα (Ισλάμ Πρόνιος, Μωχάμετ Νταϊλιάνης, Σουλεϊμάν Τσάπαρης, Χασάν & Μπάλιο Χούσος κ.ά). Οι σημαντικότερες φάρες ήταν του Πρόνιου και του Τσάπαρη, οι οποίες υπήρξαν για ολόκληρη την περιφέρεια μεγάλη μάστιγα. Το Νότιο μέρος της «Τσιαμουριάς» και κυρίως η πεδιάδα του Φαναρίου με τα 70 χωριά που κατείχαν οι Σουλιώτες, βρίσκονταν σε συνεχείς πολέμους με τους «Προνιάτες & Τσαπαραίους» καθώς και με τις τοπικές μουσουλμανικές αρχές των Ιωαννίνων (Μπέηδες, Αγάδες, Πασάδες κ.ά), όπως: Χατζή Αχμέτ το 1731, του Μουσταφά πασά το 1754 και αργότερα με τον Τουρκαλβανό Αλή πασά –Τεπελενλή 1791–1792, 1802– 1803.

[ Οι απόγονοι αυτής της μειονότητας των επήλυδων Τουρκαλβανών Μουσουλμάνων Τσιάμηδων, καθώς και οι απόγονοι των εξισλαμισμένων και εξαλβανισμένων ντόπιων κατοίκων - γενιτσάρων της περιοχής (Προνιατών, Τσαπαραίων, Νταϊλιάνιδων, Χούσιδων, κ.ά) διεκδικούν σήμερα ολόκληρη την Ήπειρο, προκειμένου να την εντάξουν στη Μεγάλη Αλβανία. Όμως η περιοχή αυτή κατοικείται ανελλιπώς, από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα, από Ελληνικά φύλα και θεωρείται «κοιτίδα του Ελληνισμού», καθ’όσον όλα τα γνωστά Ελληνικά φύλα είχαν αφετηρία αυτή την περιοχή (Σελλοί ή Ελλοί, Γραικοί, Δωδωναίοι - Αινιάνες, Θεσπρωτοί, Μολοσσοί κ.ά). Είναι γνωστό ότι στην περιοχή αυτή βρίσκεται το Μαντείο της Δωδώνης, ο Αχέροντας ποταμός, η Αχερουσία λίμνη, το Νεκρομαντείο και φυσικά ο «Θύαμις» ποταμός που σήμερα ακόμη δυστυχώς ονομάζεται Καλαμάς!!!. Ο «Θύαμις» ποταμός κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας προφερόταν «Τσίαμις», λόγω της λατινικής γραφής, διότι το Ελληνικό (Θ) αντικαταστάθηκε με το Λατινικό (ΤΗ = ΤΣΙ). Οι κάτοικοι που διέμειναν περί τον ποταμό Θύαμι ονομάζονταν «Θυάμηδες» και με την λατινική γραφή έγιναν «Τσιάμηδες - Τσάμηδες» (THIAMIS = ΤΣΙΑΜΗΣ - THIAMIDES = ΤΣΙΑΜΗΔΕΣ - ΤΣΑΜΗΔΕΣ). Ήταν τα γνήσια αρχαία Ελληνικά φύλα που αναφέρθηκαν παραπάνω και δεν έχουν καμία σχέση με τους επήλυδες Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους «Τσιάμηδες», που εποίκησαν την περιοχή κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Συνεπώς η περιοχή αυτή δεν μπορεί ποτέ να ενταχθεί στην Μεγάλη Αλβανία διότι πάντοτε ήταν τμήμα της Ελληνικής Επικράτειας, από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα.

Όμως οι απόγονοι των εξισλαμισμένων και εξαλβανισμένων Ελλήνων της Τσιαμουριάς θα μπορούσαν να ενταχθούν στην Ελληνική κοινωνία, αν ζητούσαν συγνώμη για τα εγκλήματα που διέπραξαν οι προγονοί τους σε βάρος των Ελλήνων κατοίκων της Θεσπρωτίας, αποκτούσαν πραγματικά Ελληνική Εθνική Συνείδηση και ήταν αποφασισμένοι να θυσιαστούν για την Ελλάδα. Όσον αφορά την διεκδίκηση περιουσιών από τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες, δεν είναι μόνο η συνθήκη της Λωζάνης (30 Ιανουαρίου του 1923) που απαγορεύει οποιαδήποτε αποζημίωση, αλλά είναι και οι αποφάσεις των Δικαστηρίων με τις οποίες δημεύτηκαν αυτές, λόγω των εγκλημάτων που διέπραξαν σε βάρος των Ελλήνων κατοίκων της Θεσπρωτίας, από το 1939 έως το 1944 (εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς, του Νομάρχη Βασιλάκου, άλλων 800 πολιτών, πυρπόληση 2.332 κατοικιών κ.ά). Συγκεκριμένα από το Ειδικό Δικαστήριο Ιωαννίνων, κατά πάντα νόμιμο και διεθνώς αναγνωρισμένο, εξεδόθησαν μέχρι το 1948 χίλιες επτακόσιες (1700) και πλέον καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος εγκληματιών Τσάμηδων. Γνωστότερη όλων των αποφάσεων αυτών είναι η υπ' αρίθ' 344/ 23 - 5 - 1945 Απόφαση. Στη συνέχεια ακολούθησε στέρηση της Ελληνικής ιθαγένειας των καταδικασθέντων, με την υπ' αρίθ' Α.Π. 5086/47 Απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών, καθώς και Δήμευση των Περιουσιών τους Β.Δ 2185/1952 και Ν. 2781/54, που διατέθηκαν στα θύματα της θηριωδίας τους και σε ακτήμονες, σύμφωνα με τις διεθνείς ανάλογες διατάξεις. Επίσης, το 1923 και 1924 έφθασαν στην περιοχή της Θεσπρωτίας 18.000 πρόσφυγες "ανταλλάξιμοι" Χριστιανοί της Μικράς Ασίας και σύμφωνα με την συνθήκη της Λωζάνης, "περί υποχρεωτικών απαλλοτριώσεων", εγκαταστάθηκαν σε ακίνητα (αγροτικά και αστικά) των 17.311 "ανταλλάξιμων" Τσάμηδων Μουσουλμάνων. Συνεπώς σήμερα δεν υπάρχουν περιουσίες προς διεκδίκηση από τους απογόνους των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της "Τσιαμουργιάς"(Θυαμουργιάς - Θυαμεριάς. Βλ. Ξεχωριστή σελίδα: Θυάμηδες -Τσιάμηδες)].

Οι Σουλιώτες ήταν Έλληνες γηγενείς, απόγονοι των αρχαίων «Σελλών». Η ονομασία της περιοχής που εγκαταστάθηκαν δεν ονομάσθηκε τυχαία «Σούλι», ήθελαν με το όνομα αυτό να θυμίζουν την αρχαία καταγωγή τους. Οι αρχαίοι Έλληνες, οι «Γραικοί», οι «Σελλοί ή Ελλοί», οι «Δωδωναίοι Αινιάνες», κατοικούσαν σε αυτή την περιοχή, καθώς και σε όλη την Ραχοκοκαλιά της Πίνδου μέχρι τις «Παρυφές του Τυμφρηστού» στη Δυτική Φθιώτιδα. Αργότερα η περιοχή αυτή αποτελούσε τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα. Μετά την κατάλυση του Δεσποτάτου το 1449, η περιοχή αυτή περιέρχεται στους Τούρκους, όμως ελάχιστοι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή από την αρχή. Μέχρι τον 16ον αιώνα ο πληθυσμός ήταν Ελληνικός και Χριστιανικός και δεν υπήρχαν στην περιοχή Τούρκοι αλλά ούτε και Αλβανοί, συνεπώς οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής, οι "Παρα-θυάμηδες", ήταν Έλληνες. Η αρχαία Θεσπρωτία ήταν η κοιτίδα του Ελληνισμού. Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748 -1833) γνωρίζει ότι οι Σουλιώτες είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και τους ονομάζει "αναντιρρήτους Έλληνες". Κατά την γνώμη του Άγγλου Λόρδου Βύρωνα οι Σουλιώτες ήταν γνήσιοι Έλληνες, απόγονοι των αρχαίων Ηρακλειδών. Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος (1792-1869), στην ωδή του «Εις Σούλι», συνδέει το «Σούλι» με την χώρα των «Σελλών». Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Πανταζής αναφέρει ότι οι Σουλιώτες ήταν απόγονοι των «Σελλών». Επίσης, ο Λάμπρος Κουτσονίκας θεωρεί τους Σουλιώτες γηγενείς απογόνους των «Σελλών». Αλλά και ο Αθανάσιος Ψαλίδας (1767-1829), λόγιος και γραμματέας του Αλή πασά, μαρτυρεί ότι το «Σούλι» κατοικείτο από «Γραικούς» πολεμιστές που «πάλευαν» τους Αλβανούς για πολλά χρόνια (Αθανάσιος Ψαλίδας, σελ. 62: "Εις την Τζαμουργιάν είναι το περίφημον Σούλι ή Κακοσούλι [...] Αυτή η περιοχή των χωριών τούτων εκατοικείτο από Γραικούς πολεμικούς..."). Τέλος, ο ιστορικός Ι. Λαμπρίδης, θεωρεί το όνομα του Σουλίου προσωπωνύμιο που αντιστοιχεί σε όνομα αρχηγού εποικιστικού γένους: "...ηγέτου επηλύδων ομωνύμου. Στρατιώτης και φυλάρχης πατριάς εκ φυλής των Τσιάμηδων, ός σκηνώσας εν τη ομωνύμω περιοχή δέδωκε κατά το σύνηθες και το όνομα αυτού εις αυτήν..."

Οι Σουλιώτες χαρακτηρίζονταν από την τυφλή πειθαρχία στους αρχηγούς τους, κατά την περίοδο πολέμου και θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη από τη ζωή τους. Εκτός από τη γενναιότητα και το πάθος τους για την ελευθερία, κύρια γνωρίσματα των Σουλιωτών ήταν η φιλοπατρία, η αφιλοχρηματία και η μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους. Τα ήθη τους ήταν αυστηρά και ο σεβασμός τους προς τις γυναίκες ήταν απόλυτος. Οι γυναίκες έφεραν όπλα και ακολουθούσαν τους άνδρες στις μάχες. Τις διαφορές μεταξύ των ανδρών της ιδίας φάρας επίλυαν συνήθως οι γυναίκες. Η ηθική των γυναικών ήταν υπερβολικά αυστηρή και τους απέδιδαν ιδιαίτερη τιμή. Ο φόνος γυναίκας τιμωρούταν με θάνατο, όμως σε περίπτωση μοιχείας, μετά από απόφαση του αρχηγού της φάρας (πατριάς) και επικύρωση από την Γερουσία, υπήρχε λιθοβολισμός της μοιχαλίδας, ακόμη και θάνατος. (έβαζαν τη μοιχαλίδα μέσα σε τσουβάλι και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα). Ιδιαίτερα τιμούσαν όσους είχαν επιδείξει ηρωισμό κατά τις μάχες, ενώ περιφρονούσαν τους δειλούς, καθώς και τις συζύγους αυτών. Επίσης, διακρίνονταν για την τήρηση των συμφωνιών και των υποσχέσεών τους (είχαν «μπέσα», λέξη που προέρχεται από την Ελληνική λέξη «εμπιστοσύνη») και τιμωρούσαν με θάνατο όσους παρέβαιναν τις ηθικές αρχές. Η αντεκδίκηση (βεντέτα) ήταν γι'αυτούς νόμος απαράβατος. Άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Σουλιωτών ήταν, ότι δεν έκοβαν τα μαλλιά τους, όπως οι αρχαίοι Έλληνες (ο Ομηρος στην Ιλιάδα Β. 51, Β. 324, ονομάζει τους Έλληνες μακρόμαλλους: «κάρη κομόωντας»). Οι Σουλιώτες φορούσαν την πιο «μερακλίδικη» φουστανέλλα και στο στήθος τους είχαν ασημένιο "τσαπράζι - κιουστέκι" (Πρόκειται για διασταυρούμενο ασημένιο κόσμημα που φερόταν από τον ένα ώμο στον άλλο χιαστί, σε μορφή ζωνών, με καλλιτεχνικές σμαλτοδέσεις, μικρούς δικέφαλους αετούς, φυλαχτά και θυσάνους. Το κόσμημα αυτό αποτελούσε σύμβολο λεβεντιάς και ηρωϊκής καταγωγής και το έφεραν συνηθέστερα οι κάτοικοι των πολεμικών περιοχών του ελλαδικού χώρου επί τουρκοκρατίας). Τα φορέματα των γυναικών ήταν κεντητά. Μουσικά όργανα των Σουλιωτών ήταν κυρίως ο ταμπουράς και το λαούτο (απόγονοι της αρχαιοελληνικής πανδούρας ή πανδουρίδας). Οι χοροί τους, ήταν ο τσάμικος, ο συρτός και το καγκέλι. [ Ο χορός Τσάμικος ή κλέφτικος είναι ο Εθνικός χορός των Ελλήνων. Με τον Τσάμικο ή κλέφτικο είναι δεμένοι οι αγώνες των Ελλήνων στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ο χορός αυτός χορευόταν από τους σκλαβωμένους Έλληνες πάνω στα βουνά, όπου οι Κλέφτες και Αρματολοί δεν είχαν άλλο μέσον εκδήλωσης των καημών τους, της δίψας για την λευτεριά και της ανάτασης της ψυχής τους. Ο χορός αυτός είναι Ελληνικότατος. Το όνομά του το οφείλει στους Έλληνες Τσιάμηδες και είναι άγνωστος στους Αλβανούς ακόμη και σήμερα. Διαδόθηκε αρχικά στους Κλέφτες και Αρματολούς και αργότερα σε όλους τους Έλληνες, από τους Έλληνες Τσιάμηδες της Θεσπρωτίας. Συγκεκριμένα, μετά το αποτυχημένο κίνημα του Μητροπολίτη Διονυσίου του Φιλοσόφου, το 1611, οι "Παρα-θυάμηδες" (Τσιάμηδες) για ν'αποφύγουν τις άγριες διώξεις των Τούρκων και τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό εγκατέλειψαν την Θεσπρωτία και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Θεσσαλία, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος. Επίσης, ο τσάμικος χορός διαδόθηκε από τους Σουλιώτες, όταν και αυτοί αναγκάσθηκαν από το Αλή πασά, το 1803, να εγκαταλείψουν το Σούλι και να εγκατασταθούν σε άλλες περιοχές της Ελλάδος].

Ο Χριστόφορος Περραιβός (1774 - 1863), που έκανε επιτόπια έρευνα στο Σούλι όταν στάλθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στην ιστορική συγγραφή του αναφέρει για τους Σουλιώτες τα εξής: «...καμμίαν τέχνην η πραγματείαν δεν μεταχειρίζονται, παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι είς τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν...». Ο συνολικός πληθυσμός των χωριών του Σουλίου, εκείνη την εποχή, ήταν 12.000 περίπου και συντηρούσαν 2.500 περίπου ένοπλους, λιτοδίαιτους, ολιγαρκείς και σκληραγωγημένους μαχητές, που αποτελούσαν εγγύηση για την ασφάλεια της περιοχής, αλλά και απειλή εναντίον των Τούρκων, που δεν μπόρεσαν ποτέ να τους υποτάξουν. Από μικρή ηλικία γυμνάζονταν στα όπλα τα οποία έφεραν πάντοτε μαζί τους, ακόμη και όταν πήγαιναν στην εκκλησία.   
                         
                             Χρονολογίες  με  τις  Συγκρούσεις   Σουλιωτών  και  Τούρκων

1635
Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Σουλιωτών και Οθωμανών άρχισαν, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, περίπου στα 1635 και ενδεχομένως πολύ νωρίτερα, στα 1611. Δηλαδή αμέσως μετά το αποτυχημένο κίνημα του Μητροπολίτη Διονυσίου του Φιλοσόφου. Διότι πράγματι την περίοδο αυτή αρκετές οικογένειες που κατάγονταν από τις πεδινές "Παρα-θυάμηδες" περιοχές (Τζαβέλας, Ζέρβας, Δαγκλής, Δράκος, Μπούσμας, κ.ά), εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους στις εύφορες κοντινές πεδινές περιοχές, κυρίως του Φαναρίου και κατέφυγαν στην ορεινή και δυσπρόσιτη, περιοχή του Σουλίου. Οι οικογένειες αυτές ήταν από τις πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στο Σούλι και συνέβαλαν στην ίδρυση της "Σουλιώτικης Συμπολιτείας".    

1684 - 1689
Κατά την διάρκεια του Βενετο-τουρκικού πολέμου, οι επιτυχίες των Βενετών προκάλεσαν επαναστατικό αναβρασμό στην περιοχή και οι Σουλιώτες κατέλαβαν τελικά, μετά από μακροχρόνιες συγκρούσεις με τους Τούρκους, τα 70 περίπου κοντινά πεδινά χωριά (που είχαν εγκαταλείψει οι προγονοί τους το 1611, για ν'αποφύγουν τις άγριες διώξεις και την αναγκαστική αλλαγή του Θρησκεύματος) και εισέπρατταν αυτοί τους φόρους που εισέπρατταν προηγουμένως οι Αγάδες της περιοχής. Αυτό εξόργισε τους Τούρκους και ήθελαν με κάθε τρόπο να τους αφανίσουν ή να τους αναγκάσουν να υποταχθούν.

1721
Ο πασάς των Ιωαννίνων Χατζή Αχμέτ, πολιόρκησε το Σούλι με 8.000 άνδρες, όταν οι Σουλιώτες απέρριψαν την πρότασή του για υποταγή. Τελικά αναγκάστηκε να αποσυρθεί μετά από νυκτερινή αιφνιδιαστική αντεπίθεση των Σουλιωτών και με πολύ μεγάλες απώλειες.

1731 - 1762
Πολυάριθμες διαδοχικές απόπειρες διαφόρων Τούρκων Διοικητών της περιοχής της Ηπείρου να καταλάβουν το Σούλι, με αφορμή διάφορες εξεγέρσεις των Σουλιωτών και «Παρασουλιωτών» (περιοχής Μαργαριτίου «Τσαμουριάς»), αποτυγχάνουν (1731 Χατζή Αχμέτ, 1754 Μουσταφά πασά, Δόσπεης Δελβίνου, Μουσελίνης Άρτας).

1770 - 1771
Εξέργεση στην Πελοπόννησο («Ορλωφικά»). Ο Ρωσικός στόλος καταστρέφει τον Οθωμανικό στον Τσεσμέ (4 Ιουλίου 1770) και κυριαρχεί στα νησιά του Αιγαίου. Κατά την διάρκεια των Ορλωφικών, Έλληνας  απεσταλμένος  των  Ρώσων  ήλθε  στο Σούλι  με  γράμματα του Αλεξίου Ορλώφ και με πολεμικά εφόδια για να ενισχύσει την εξέγερση των κατοίκων (Φθινόπωρο1771).

1772
Η Πύλη αναλαμβάνει μεγάλη εκστρατεία εναντίον του Σουλίου, με 8.000-9.000 στρατό. Παρά την πυρπόληση σπιτιών και εκκλησιών στο "Παρασούλι" (περιοχή της «Τσαμουριάς»), η εκστρατεία αυτή όχι μόνο απέτυχε, αλλά ο ίδιος ο Αγάς του Μαργαριτίου Σουλεϊμάν Τσάπαρης ή Τσαπάρης (εξισλαμισμένος Έλληνας) αιχμαλωτίσθηκε και οι απώλειες σε αιχμαλώτους Τούρκους υπήρξαν πολύ μεγάλες. Τελικά, ο Αγάς και ορισμένοι από τους αιχμαλώτους απελευθερώθηκαν με λύτρα, που στάλθηκαν από τα Ιωάννινα και την Κωνσταντινούπολη και άλλοι αιχμάλωτοι ανταλλάχθηκαν με υποσχέσεις ανεξαρτησίας, προς τους Σουλιώτες.   

1774
Συνθήκη ειρήνης του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή, όπου έβαλε όλους τους Χριστιανούς,  υπηκόους της Τουρκίας, υπό την προστασία της Ρωσίας. Ήταν η πρώτη συνθήκη που μεριμνούσε για τους υπόδουλους των Οθωμανών. Το σημαντικότερο άρθρο της συνθήκης για τους Έλληνες ήταν το έβδομο (7 ): "Η Πύλη υπόσχεται να παρέχει συνεχή προστασία στη Χριστιανική Θρησκεία και τις εκκλησίες αυτής".

1787 - 1792
Νέος Ρωσο - τουρκικός πόλεμος. Ο Λουϊζης Σωτήρης ήλθε σε επαφή με τους Οπλαρχηγούς του Σουλίου. Τον Σεπτέμβριος 1788, πράκτορες της Ρωσίας έρχονται σε επαφή με Σουλιώτες Οπλαρχηγούς, προκειμένου να συντηρήσουν το κλίμα αστάθειας στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας. Ο Λάμπρος Κατσώνης πραγματοποιεί επιχειρήσεις στο Ιόνιο και το Αιγαίο πέλαγος ως επικεφαλής του Ρωσικού στόλου. Τον Μάρτιο του 1789 ονομαστοί οπλαρχηγοί (Γιώργης Μπότσαρης, Λάμπρος Τζαβέλας, Νικολός Ζέρβας, Νίκ. Κουτσονίκας, Χρήστος Φωταμάρας, Δήμος Δράκος κ.ά, με έγγραφό τους προς τους απεσταλμένους της Μεγάλης Αικατερίνης (τον Λουίτζη Σωτήρη κ.ά), δήλωναν ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων. Ο Λάμπρος Τζαβέλας (αρχηγός της φάρας των Τζαβελαίων) υποσχέθηκε να λάβει μέρος: «...στον πόλεμον καθολικόν εναντίον των Αγαρηνών εις Ρούμελη με ανθρώπους τριακόσιους αρματωμένους...» . Ανάλογος ήταν ο αριθμός των ανδρών που είχε υποσχεθεί και ο Νικολός Ζέρβας, ενώ ο Γιώργης Μπότσαρης υποσχέθηκε χίλιους .

1789
Ο Αλή πασάς, πληροφορημένος για τις κινήσεις των Σουλιωτών, οργάνωσε την πρώτη του εκστρατεία με 10.000 άνδρες, η οποία κράτησε τέσσερις μήνες, από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 1789 και έληξε άδοξα. Ο Αλής αναγκάσθηκε να υπογράψει συνθήκη με τους ανυπότακτους Σουλιώτες και ανέλαβε να καταβάλλει μισθούς στους αρχηγούς τους, που πλέον θα φρόντιζαν για την ασφάλεια της περιοχής. Συγχρόνως πήρε ομήρους πέντε παιδιά, από τις οικογένειες των οπλαρχηγών.

1792  (1ος )
Ένα σώμα με 70 Σουλιώτες, με επικεφαλής το Λάμπρο Τζαβέλα και τον γιο του Φώτο, στάλθηκε για διαπραγματεύσεις με τον Αλή πασά, αυτός τους συνέλαβε και πρότεινε στο Λάμπρο Τζαβέλα να επιστρέψει στο Σούλι και να πείσει τους συμπατριώτες του να παραδοθούν, δηλώνοντας ότι σε περίπτωση άρνησής τους θα εκτελούσε τον γιο του Φώτο Τζαβέλα και τους άλλους ομήρους του. Οι Σουλιώτες απέρριψαν την απαίτηση του Αλή πασά, με πρόταση του ίδιου του Λάμπρου Τζαβέλα, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Αλή του έγραψε τα εξής :
«Αλή πασά. Χαίρομαι όπου γέλασα έναν δόλιο. Είμ’ εδώ και διαφεντεύω πάλι την πατρίδα μου εναντίον είς έναν κλέφτη. Ο γιός μου το ξέρω θα πεθάνει. Αλλά εγώ πριν πεθάνω απελπίστως θέλω τον εκδικήσει. Κάποιοι Τούρκοι καθώς ελόγου σου θα πούνε πως είμαι πατέρας άσπλαχνος, με το να θυσιάσω το παιδί μου για το λιτρωμό το δικό μου. Αποκρίνομαι. Αν εσύ πάρεις το βουνό μας, θα σκοτώσεις και το παιδί μου και τη φαμίλια μου την επίλοιπη και τους συμπατριώτες μου όλους. Αμή άν νικήσωμε, η γυναίκα μου είναι νέα, θα κάνω κι’ άλλα παιδιά. Κι ακόμα αν ο Φώτος μου δεν μένει ευχαριστημένος να πεθάνει για την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήσει και να γνωρίζεται για παιδί μου. Προχώρα λοιπόν, άπιστε. Είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ».                                              
                                                                                             Εγώ  ο  ωμοσμένος  εχθρός  σου   
                                                                                                Καπετάν  Λάμπρο  Τζαβέλας
1792  ( 7ος)  
Ο Αλή πασάς με δύναμη 10.000 άνδρες επιτέθηκε στο Σούλι και στη μάχη της «Κιάφας» οι Τουρκαλβανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ο στρατός του Αλή πασά παθαίνει πανωλεθρία. Υπό τις διαταγές του Γεώργη Μπότσαρη, του Λάμπρου Τζαβέλα και του Δήμου Δράκου, με συμμετοχή ακόμη 400 γυναικών, με επικεφαλής τη Μόσχω Τζαβέλα (σύζυγο του Λάμπρου), οι Σουλιώτες καταφέρνουν να σκοτώσουν 2.000 Τουρκαλβανούς χάνοντας μόνο 74 άνδρες. Ο Βενετός προνοητής από την Λευκάδα έγραψε: «... εις τα ορεινά καταφύγια τα οποία αποτελούν την άμυναν των Σουλιωτών, κατέρρευσεν η φιλαυτία του υπερηφάνου τούτου πασά...».

1800
Στις 19 Μαϊου η οικογένεια του Γεωργίου Μπότσαρη εγκαταλείπει το Σούλι. «... 1800 έτει Μαϊου 19. Εγώ ο Θόδωρος του Πανταζή, ψάλτης, ότι σήμερον κίνησαν από Παλιοχώρι ζωντανά περίπου διακόσια φορτομένα βιός των Μποτσαρέων, κι’ Μποτσαρέοι μαζί κι’ έφυγαν είς Τσουμέρκο…». (Ανέλαβαν το αρματολίκι των Τζουμέρκων και έστρεψαν εναντίον τους όλους τους Σουλιώτες, οι οποίοι τους αντικατέστησαν στην αρχηγία με τον γιο του Λάμπρου Τζαβέλα, Φώτο)

1802
Ο Αλή πασάς αποκόβει εντελώς το Σούλι από τις οδούς ανεφοδιασμού του, ανεγείροντας κάστρα στη γύρω περιοχή. Παρά τον σφοδρό λιμό, οι Σουλιώτες εξακολουθούν να αντιστέκονται .

1 - 12 - 1803
Έπειτα από προδοσία του Πήλιου Γούση ; (δέχθηκε να συμπράξει με τις δυνάμεις του Βελή, με σοβαρό ποσό γροσίων), οι Τούρκοι καταφέρνουν να μπουν στο Σούλι (Αρχικά κατέλαβαν τη στρατηγική θέση του χωριού Αβαρίκο και στη συνέχεια κύκλωσαν τους Σουλιώτες).

7 - 12 - 1803
Οι Σουλιώτες αποσύρονται στα φρούρια «Κιάφα» και «Κούγκι», όπου δίνουν την τελευταία μάχη. Τελικά αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν, υπό τον όρο να εγκαταλείψουν το Σούλι, με τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τα όπλα τους και με όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία.

12 - 12 - 1803
Οι Σουλιώτες εγκαταλείπουν το Σούλι, με κύριο προορισμό την Πάργα, που ήταν τότε υπό Ρωσικό έλεγχο. Ο μοναχός Σαμουήλ αποφασίζει να παραμείνει στο Μοναστήρι του στο Κούγκι, το οποίο είχε οχυρώσει και ανατινάζεται εκεί μαζί με τους Τούρκους που μπήκαν να το καταλάβουν. Ο στρατός του Αλή επιτίθεται σε όσους Σουλιώτες είχαν παραμείνει στις θέσεις τους. Οι Σουλιώτες ενώ μάχονταν με αποφασιστικότητα, ζήτησαν την βοήθεια της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι εκκλήσεις τους όμως έμειναν αναπάντητες. Επακολούθησαν σκληρές μάχες, αλλά τελικά αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν υπό τον όρο να εγκαταλείψουν το Σούλι, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έχοντας μαζί τους και τα όπλα τους.

16 - 12 - 1803.
Οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και αναχώρησαν. Η πρώτη ομάδα, με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε αβλαβώς στην Πάργα και από εκεί διαπεραιώθηκε στην Κέρκυρα. Η δεύτερη ομάδα εγκλωβίστηκε στο Ζάλογγο και χτυπήθηκε από τους Τούρκους. Πολλοί Σουλιώτες σκοτώθηκαν, ενώ 60 Σουλιώτισσες, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων, αποφασίζουν να ριχτούν στο γκρεμό, μαζί με τα παιδιά τους, χορεύοντας και τραγουδώντας. Η τρίτη ομάδα έφθασε στο Βουλγαρέλι, που τους περίμεναν οι Μποτσαραίοι. Όλοι μαζί αναχώρησαν για τα Άγραφα όπου εγκαταστάθηκαν γύρω από την Μονή Σέλτσου. Όμως στις 20 Απριλίου του 1804 δέχθηκαν επίθεση από τους Τούρκους και μετά από άνισο αγώνα σκοτώθηκαν αρκετοί Σουλιώτες και πολλές γυναίκες αιχμαλωτίστηκαν ενώ άλλες έπεσαν στον ποταμό και πνίγηκαν. Ο Μάρκος Μπότσαρης, με τον πατέρα του Κίτσο και λίγους Σουλιώτες που διασώθηκαν, αναχώρησαν για στην Πάργα αρχικά και στη συνεχεία έφθασαν στην Κέρκυρα. Οι υπόλοιποι διασωθέντες Σουλιώτες, ακολούθησαν τον αρχαίο δρόμο: Άγραφα - Ράχες Τυμφρηστού - Οξυά και έφθασαν μέχρι τον αυχένα που συνδέει τον Τυμφρηστό με την Οξυά. Εκεί  εγκαταστάθηκαν γύρω  από τα  Μοναστήρια : α / Του Προφήτη Ηλία, στο Παλαιοχώρι.  β / Του Αγίου Νικολάου, στη Στάγια (Πλάτανος) γ / Του Αγίου Ιωάννου, στη Σέλλιανη (Μάρμαρα) κ.ά.

1820
Ο Αλή πασάς συγκρούεται ευθέως με το Σουλτάνο και το Οθωμανικό κράτος, ζητά την βοήθεια των Σουλιωτών και τους παραχώρησε το Σούλι. Οι Σουλιώτες  εγκαταστάθηκαν σε αυτό, στις 12 Δεκεμβρίου του 1820, 17 χρόνια μετά από τότε που είχαν υποχρεωθεί να το εγκαταλείψουν. Όσο ζούσε ο Αλή πασάς οι Σουλιώτες παρέμειναν σύμμαχοί του και μάχονταν μαζί του κατά των Τούρκων, αλλά και όταν φονεύθηκε ο Αλής (17 -1- 1822) εξακολουθούσαν μόνοι τους να μάχονται κατά των Τούρκων με ηγέτη τον Μάρκο Μπότσαρη. Η ηγεσία της Ελληνικής Επανάστασης αποφάσισε να τους ενισχύσει με στράτευμα και απέστειλε δύο ομάδες στρατού, μία με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και άλλη με τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Όμως καμία δεν έφθασε στο Σούλι.

4 - 7 - 1822
Το στράτευμα του Μαυροκορδάτου καταστράφηκε στη μάχη του Πέτα, ενώ το στράτευμα του Μαυρομιχάλη αποβιβάσθηκε στο Φανάρι της Θεσπρωτίας και έδωσε μάχη με τους Τούρκους, κατά την οποία σκοτώθηκε και ο Μαυρομιχάλης.  Μετά τις 2 καταστροφικές μάχες του Πέτα και στο Φανάρι, το Σούλι ετοιμάζετο να παραδοθεί στους Τούρκους.

2 - 9 - 1822
Αποκλεισμένοι από παντού χωρίς τρόφιμα και πολεμοφόδια, αναγκάστηκαν στις 28 - 7 - 1822 να συνθηκολογήσουν με τους Τούρκους και στις 2 - 9 - 1822, εγκατέλειψαν οριστικά το Σούλι, αλλά όχι τον αγώνα για την Ελευθερία της Πατρίδος. Με ηγέτες τους τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Κίτσο Τζαβέλα κ.ά κατέβηκαν στην μαχόμενη Ελλάδα και πήραν μέρος σε πάρα πολλές μάχες επιδεικνύοντας σε όλες τις περιπτώσεις απαράμιλλη ανδρεία .

28 - 7 - 1823
Ο Πασάς της Σκόντρας Μουσταή, με 10.000 Αλβανούς επιτίθεται κατά της Δυτικής Ελλάδος και κατευθύνεται προς την Κεντρική Ελλάδα, μέσω της φυσικής διαβάσεως που υπάρχει από τον Αμβρακικό κόλπο μέχρι την Ράχη Τυμφρηστού. Η Ράχη Τυμφρηστού, ήταν από την αρχαιότητα ένα στρατηγικό σημείο, ένα σημείο κλειδί για τον έλεγχο όλης της Κεντρικής Ελλάδος. Ο Μάρκος Μπότσαρης (επικεφαλής) και ο Κίτσος Τζαβέλας, με 1250 αγωνιστές έφυγαν από το Μεσολόγγι για να τον αντιμετωπίσουν. Φτάνοντας έξω από το Καρπενήσι (Κεφαλόβρυσο), όπου είχαν στρατοπεδεύσει τα στρατεύματα του Μουσταή Πασά, αποφάσισε να επιχειρήσει αιφνιδιαστική νυκτερινή επίθεση. Την νύκτα της 8ης προς 9ης Αυγούστου του 1823, ο Μάρκος Μπότσαρης με 450 Σουλιώτες, όρμησε προς το εχθρικό στρατόπεδο ενώ οι άλλοι 800 με τον Κίτσο Τζαβέλα θα επιχειρούσαν αντιπερισπασμό, όταν θα άρχιζε ο αιφνιδιασμός, που δυστυχώς δεν έκαναν από κακή συνεννόηση. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε αλλά ο Μάρκος Μπότσαρης τραυματίσθηκε. Αν και πληγωμένος, προχωρούσε προς τη σκηνή του Πασά, με σκοπό να τον αιχμαλωτίσει ή να τον σκοτώσει. Στην προσπάθειά του ν'ανέβει την μάνδρα που ήταν εμπρός από την σκηνή, έγινε αντιληπτός από τους Τουρκαλβανούς, 3.000 περίπου φρουρούς του Μουσταή πασά και έγινε μεγάλη μάχη. Μία σφαίρα βρήκε τον Μάρκο στο μάτι και λίγο αργότερα πέθανε. Το σώμα του μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι, όπου τάφηκε στις 10 Αυγούστου του 1823 με μεγάλες τιμές. Μετά τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, η αρχηγία του στρατού ανατέθηκε στον Ζυγούρη Τζαβέλα, τριτότοκο γιο του Λάμπρου Τζαβέλα. Παρά την προχωρημένη ηλικία του ανέλαβε την οργάνωση της άμυνας που θα αντιμετώπιζε την ισχυρότατη Τουρκική δύναμη, στο βουνό Καλιακούδα, Νότια του Καρπενησίου στο δρόμο για τον Προυσό. Κατά την επίθεση των Τούρκων (28-8-1823), ο Ζυγούρης Τζαβέλας έπεσε νεκρός.  Στην ίδια μάχη σκοτώθηκε και ο γιος του Ζυγούρη, ο Κιτσάκης (Κίτσος).

Η οικογένεια-πατριά («φάρα») των Μποτσαραίων, κατάγετο από το χωριό Δραγάνι της Παραμυθιάς και ήταν από τις πιο παλιές φάρες των Σουλιωτών. Αρχικά η φάρα των Μποτσαραίων κατοικούσε στο χωρίο «Κιάφα» (τετραχώρι), μαζί με τις φάρες του Ζέρβα, του Μπούσμα, του Δαγκλή του Μαλάμου κ.ά. Αργότερα όμως, η φάρα των Μποτσαραίων έφυγε από το τετραχώρι, μετά από ορισμένα γεγονότα και εγκαταστάθηκε στο χωριό «Παλιοχώρι», που ευρίσκετο στη Λάκα Σουλίου και ήταν ένα από τα επτά χωρία του Σουλίου (εφταχώρι). Συγκεκριμένα, ο Γενάρχης Γιώργης Μπότσαρης, που ήταν μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ήταν πολέμαρχος στις επιθέσεις του Αλή πασά το 1789 και 1792, ο Αλή υποχώρησε και το κύρος του Μπότσαρη αυξήθηκε. Αργότερα όμως, επηρεασμένος από της αύξηση της δύναμης του Αλή πασά, άρχισε να δέχεται δώρα και άλλες παροχές σε αντάλλαγμα την ουδετερότητα των Σουλιωτών. Αυτό προκάλεσε την καταφρόνια των άλλων Σουλιωτών, οι οποίοι τον αντικατέστησαν στην αρχηγία με τον γιο του Λάμπρου Τζαβέλα Φώτο και ο Γιώργης Μπότσαρης έφυγε από την «Κιάφα» (Τετραχώρι) και κατέβηκε στο «Παλιοχώρι» (εφταχώρι). Στη συνέχεια προς τα τέλη του 1799, δέχθηκε από τον Αλή πασά το αρματολίκι των Τζουμέρκων και 60 πουγκιά γρόσια. Αργότερα όμως συναισθανόμενος το σφάλμα του αυτοκτόνησε με δηλητήριο. Από την γυναίκα του Δέσπω Κουτσονίκα απέκτησε μία κόρη την Μαρία, που παντρεύτηκε ο Παλάσκας από τα Άγραφα. Τον Τούσια, που είχε πάει στη Ρωσία για να ζητήσει βοήθεια από την Τσαρίνα Αικατερίνη. Τον Νότη, τον Νικήτα και τον Κίτσο, πατέρα του Μάρκου. Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν μία από τις αγνότερες μορφές της Επαναστάσης του 1821 (Σούλι 1790 – Καρπενήσι 1823). Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες με τους Τούρκους και διακρίθηκε. Στις 12 –10– 1822 η Κυβέρνηση τον ονόμασε στρατηγό, όμως επειδή προκλήθηκαν δυσαρέσκειες ανάμεσα στους άλλους οπλαρχηγούς και για να μην βλάψει τον Αγώνα, έσχισε το διάταγμα δηλώνοντας:«όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό». Ο Μάρκος Μπότσαρης με την προσφορά του στον μεγάλο Αγώνα, εξιλέωσε την φάρα των Μποτσαραίων.

Η οικογένεια-πατριά (φάρα) «Τζαβέλα», ήταν μία από τις σημαντικότερες του Σουλίου, που τα μέλη της διακρίθηκαν σε πολλές μάχες κατά του Αλή πασά και αργότερα σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων, από το 1821 έως τους Βαλκανικούς πολέμους. Γενάρχης της οικογένειας, ήταν ο ιερέας Ζάχος (Παπα - ζάχος), ο οποίος κατάγετο από το χωριό Δραγάνι της Παραμυθιάς (Θυαμουργιάς ή Θυαμεργιάς). Εγκατέλειψε την κατοικία του και κατέφυγε στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου, για ν'αποφύγει τις άγριες διώξεις και τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό που έκαναν οι Τούρκοι στην περιοχή της "Τσιαμουργιάς" (Θυαμουργιάς), μετά το αποτυχημένο κίνημα του Μητροπολίτη Διονυσίου του Φιλοσόφου, το 1611. Με το επώνυμο «Τζαβέλας» αναφέρεται πρώτος ο Λάμπρος το 1789, σε έγγραφο των Σουλιωτών που απευθύνετο στον απεσταλμένο της Ρωσίας στην Ελλάδα, Λουίτζη Σωτήρη. Επίσης, όταν αρνήθηκε να υποκύψει στον εκβιασμό του Αλή πασά, που κρατούσε τον γιο του Φώτο όμηρο (αναφέρθηκαν παραπάνω και τα δύο περιστατικά). Η σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλα «Μόσχω» (Τζαβέλαινα), ήταν ατρόμητη γυναίκα και προικισμένη με ηγετικά προσόντα ("Γυναίκα Σύμβολο στην ιστορία της Νεότερης Ελλάδας"). Στη μάχη των Σουλιωτών κατά του Αλή το 1792, όταν οι Σουλιώτες έχασαν το θάρρος τους, ξεσήκωσε τις γυναίκες του Σουλίου και μαζί με άλλες 400 Σουλιώτισσες, επιτέθηκαν στους Τουρκαλβανούς με ογκόλιθους και με τουφέκια και τους έτρεψαν σε φυγή. Από τότε οι Σουλιώτες την τιμούσαν ιδιαίτερα και της επέτρεπαν να συμμετέχει ενεργά, σε όλα τα συμβούλια που αφορούσαν την τύχη του Σουλίου. Το όνομά της έγινε θρύλος και γράφτηκαν πολλά τραγούδια που εμπνεύστηκαν από τον ηρωϊσμό της. Η εγγονή της η Φωτεινή, κόρη του Φώτου Τζαβέλα, κατά την διάρκεια του Αγώνα, παντρεύτηκε τον γιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «Γενναίο». Ο Ιωάννης Τζαβέλας, πρωτότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα, είναι γνωστός με το παρωνύμιο «Μπακατσέλος», διακρίθηκε στις μάχες της Ζελίστας, του Μεσολογγίου και της «Γραμμένης Οξυάς». Ο Κίτσος Τζαβέλας, δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες με τους Τούρκους (Βραχώρι Μάϊος 1821, Πλάκα – Μεσολόγγι Δεκέμβριος 1821, Καρπενήσι, Κεφαλόβρυσο - Καλιακούδα Αύγουστος 1823, Άμπλιανη Ιούλιος 1824, Δίστομο, Μάϊος 1825, Μεσολόγγι, Ιούλιος 1825). Στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ήταν αντιπρόσωπος των Σουλιωτών. Αργότερα έγινε υπουργός Στρατιωτικών και μετά τον θάνατο του Ι. Κωλλέτη, έγινε και πρωθυπουργός (Αύγουστος 1847 – Μάρτιος 1848).

Μία άλλη ισχυρή Σουλιώτικη οικογένεια-πατριά (φάρα) ήταν οι «Ζερβαίοι», από το χωριό Ζερβό Θεσπρωτίας, μέλη της οποίας έλαβαν μέρος στους αγώνες κατά του Αλή πασά και αργότερα σε πολλές μάχες κατά την Επανάσταση του 1821, τους Βαλκανικούς πολέμους, ακόμη και εναντίον των Γερμανών 141-1944 (Ναπολέων Ζέρβας). Από τα πιο αξιόλογα μέλη την οικογένειας ήταν: Ο Τζήμας, οπλαρχηγός του Σουλίου, τον οποίο απέτυχε να προσελκύσει με χρήματα ο Αλή πασάς με σκοπό να τον βοηθήσει στην κατάληψη του Σουλίου. Ο Αθανάσιος, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες ως οπλαρχηγός υπό του Μάρκου Μπότσαρη, σκοτώθηκε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου. Ο Γεώργιος, ο οποίος διακρίθηκε κατά την τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο Διαμαντής, πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις όπως: Κατά την τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου, στο Κεφαλόβρυσο, στη μάχη της Αράχοβας (Νοέμβριος 1826), στη μάχη του Διστόμου (21 -1- 1827) και επί Καποδίστρια διορίστηκε αρχηγός της Β΄ χιλιαρχίας και πολέμησε στη Δυτική Στερεά υπό του Ρ. Τσώρτς. Ο Νικόλαος, ο οποίος διακρίθηκε στους αγώνες κατά του Αλή πασά, έλαβε μέρος επίσης στην τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου, στο Κεφαλόβρυσο, στη μάχη του Φαλήρου (Απρίλιος 1827), πήρε μέρος σε απελευθερωτικούς αγώνες των Ηπειρωτών και πρωτοστάτησε στην Πλάκα και πέντε πηγάδια, πέθανε το 1869. Επίσης άλλα μέλη που έλαβαν μέρος στους αγώνες του 1821, ήταν ο Κων/νος, ο Τούσιας και ο Χρήστος. Συμμετείχαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου, στις μάχες στο (Κεφαλόβρυσο– Καλιακούδα) και σε άλλες μάχες της Δυτικής Στερεάς. Απόγονος της Σουλιώτικης οικογένειας των «Ζερβαίων», ήταν και ο Ναπολέων Ζέρβας (Άρτα 1891 – Αθήνα 1957). Στρατιωτικός, πολιτικός και μία από τις σημαντικότερες μορφές της Εθνικής Αντίστασης. Ο Ναπολέων Ζέρβας, κατά τους πρώτους μήνες της κατοχής (Σεπτέμβριος 1941), ίδρυσε μαζί με άλλους αξιωματικούς και πολιτευτές, τον Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο. Τον Νοέμβριο του 1942, οι δυνάμεις του Ε. Δ. Ε. Σ και οι αντάρτικες δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ υπό τον Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα), σε συνεργασία με Βρετανούς σαμποτέρ, ανατίναξαν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου. Προς το τέλος της κατοχής οι δυνάμεις του Ναπ. Ζέρβα έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου. Αργότερα στις εκλογές της 31 –3– 1946, εξελέγη Βουλευτής Ιωαννίνων, ενώ το Κόμμα του (Εθνικόν Κόμμα), κέρδισε 25 έδρες. 

Ο Ναπολέων Ζέρβας και ο Άρης Βελουχιώτης ήταν «συγγενείς εξ αίματος». Το αποκάλυψε ο αδελφός του Άρη, ο λογοτέχνης και Ιστορικός Μπάμπης Κλάρας, σε μία ομιλία του στην Λαμία: «Η Ρούμελη στη Μεγάλη Αντίσταση». Μεταξύ των άλλων ανέφερε και τα εξής: «...Οι τρεις εξέχουσες μορφές του ιδιότυπου αυτού πολέμου, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Ναπολέων Ζέρβας και ο Δημήτρης Ψαρρός, με μία εκπληκτική συγκυρία: Ρουμελιώτες καθαρόαιμοι ο πρώτος και ο τρίτος. Γέννημα - θρέμμα ο ένας της Λαμίας, γιός του δικηγόρου Δημητρίου Κλάρα και της Αγλαϊας, το γένος Ζέρβα, που κρατούσε απ’ τα Πουγκάκια του Τυμφρηστού, ο Θανάσης Κλάρας. Γέννημα - θρέμμα της Παρνασσίδας ο Διοικητής του 5 /42 Ευζώνων Δημήτριος Ψαρρός. Κοντο - Ηπειρώτης ο Στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας. Δεμένοι και οι τρείς με συγγενικούς μεταξύ τους δεσμούς. Ο Ζέρβας, έξ αίματος συγγενής του Άρη, από τη «Ζερβοπούλα» μάννα του. Κοινός τους πρόγονος ο «Ζέρβας», το πρωτοπαλλήκαρο του Μάρκου Μπότσαρη, που όταν δέχθηκε κατακούτελα το βόλι στη μάχη, τον σήκωσε στους ώμους του για να μην το ζωγρήσουν οι άπιστοι. Ο Ψαρρός, εξ αγχιστείας συγγενής του Άρη, πάλι από τη μάννα του, που ξαδέρφη της, αδερφή του Σπύρου Κρεμεζή από την Άμφισσα, νυμφεύθηκε ο αδερφός του, δικηγόρος Χαράλαμπος Ψαρρός...» [Λ. Κορέλης, «Φθιωτικά Γράμματα (Λαμιακές Σελίδες), Νοέμβριος 1976].
[ Ο Ναπολέων Ζέρβας, όταν πήγε στο Γαρδίκι Ομιλαίων Φθιώτιδος και συναντήθηκε με τον Άρη Βελουχιώτη για να καταστρώσουν τα σχέδια για την ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου, διανυκτέρευσε το βράδυ στις 20 Νοεμβρίου του 1942 στα Πουγκάκια Φθιώτιδος, αφενός γιατί εκεί ήταν συγγενείς του και ήθελε να τους συναντήσει και αφετέρου για περισσότερη ασφάλεια. Επίσης, κάθε χρόνο μετά την 15ην Αυγούστου, η «φάρα» των Ζερβαίων συγκεντρώνεται στην πλατεία της Παναγίας στα Πουγκάκια Φθιώτιδος και γίνεται μεγάλο γλέντι] .

Πολλοί προσπάθησαν ν’αμφισβητήσουν την Ελληνικότητα των Σουλιωτών επειδή μιλούσαν την λατινογενή «Αρβανίτικη γλώσσα», που εισήχθη κατά την Ρωμαϊκή κυριαρχία. Το πρώτο πλήγμα που δέχθηκε η Ελληνική γλώσσα ήταν κατά περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας. Την περίοδο αυτή μεγάλος αριθμός Ελλήνων «εκλατινίσθηκε» και δημιουργήθηκε η λεγόμενη «Βλάχικη» διάλεκτος (Ελληνο - λατινικά = Βλάχικα) και η «Αρβανίτικη» διάλεκτος (Αλβανο - Ελληνο - Λατινικά), στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Τόσο η «Βλάχικη» διάλεκτος όσο και η «Αρβανίτικη» διάλεκτος, είναι προφορικές γλώσσες και δεν έχουν γραπτή εκπροσώπηση, προήλθαν από τον «εκλατινισμό» των κατοίκων της Ελλάδος, της Ιλλυρίας και των άλλων λαών των Βαλκανίων, κατά την μακρόχρονη παραμονή των Ρωμαίων στις περιοχές αυτές. Ο Κων/νος Κούμας, μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, αναφέρει τα εξής: «...Οι Ρωμαίοι επί οκτώ εκατονταετηρίδας, καθυποτάξαντες τα έθνη και αναμίξαντες δια των αποικιών των ταύτα, εισήγαγον κατά φυσικόν λόγον εις αυτά και την γλώσσα των […] και ούτω κατασκεύασαν ανάμικτον τι παραμόρφωμα διαλέκτου, σωζόμενον εισέτι είς πολλά μέρη της Ελλάδος ...».

Αργότερα, στα χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας, ο Ελληνισμός κινδύνεψε να εξαφανισθεί. Με Σουλτανική διαταγή, τα Ελληνικά σχολεία έκλεισαν και όποιος συλλαμβάνετο να διδάσκει την Ελληνική γλώσσα τιμωρείτο με θάνατο. Μόνο ορισμένοι μοναχοί, σε απομακρυσμένα Μοναστήρια δίδασκαν κρυφά, στοιχειώδη Ελληνικά (γραφή, ανάγνωση, αριθμητική και Ιστορία). Η καθομιλουμένη γλώσσα στις συναλλαγές με την κρατούσα εξουσία ήταν η Τουρκική. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, λόγω της Αλβανικής καταγωγής των Πασάδων, Αγάδων, Στρατιωτικών και λοιπών αρχών, επεκράτησε ως καθομιλουμένη η λατινογενής «Αλβανική - Αρβανίτικη» διάλεκτος. Ειδικότερα, όταν ο Αλή πασάς, επεδίωξε να οργανώσει το πασαλίκι του κατά το πρότυπο των Ευρωπαϊκών κρατών και προσπάθησε να ιδρύσει μία μικρή ανεξάρτητη ηγεμονία. Στην αυλή του είχε συγκεντρώσει, εκτός από τους Τουρκαλβανούς, Τόσκιδες, Λιάπιδες και αρκετούς Έλληνες λόγιους, Οπλαρχηγούς (καπεταναίους), Γιατρούς κ.ά. Μεταξύ των συνεργατών του ήταν ο Σπυρίδων Κολοβός, που υπήρξε από τα δραστήρια στελέχη της Φιλικής Εταιρείας. Ο γλωσσομαθής Μάνθος Οικονόμου, οι πολιτικοί Αλέξης Νούτσος και ο Μάρκος Δαμιράλης (αντιπρόσωπος των «Αλβανών συμμάχων» στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου). Γιατροί του Αλή πασά διατέλεσαν ο Κεφαλλονίτης Μεταξάς, ο Ζακυνθινός Ταγιαπιέρας, ο Ιωάννης Βιλαράς κ.ά. Επίσης, υπηρέτησαν στην αυλή του Αλή πασά, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Βαρνακιώτης, ο Πανουργιάς κ.ά. Θέλησε να δημιουργήσει τακτικό στρατό και είχε προσλάβει εκτός από τους Έλληνες και Ευρωπαίους στρατιωτικούς, μεταξύ αυτών και τον Άγγλο συνταγματάρχη Γ. Λήκ, που μας άφησε πολύτιμο περιηγητικό έργο για την Ελλάδα της εποχής εκείνης. Ο Αλή πασάς, ακόμη και τους άσπονδους εχθρούς του τους Σουλιώτες, κάλεσε να γυρίσουν στην πατρίδα τους (μετά από 17 χρόνια), προκειμένου να τον βοηθήσουν στον πόλεμο εναντίον του Σουλτάνου, για την πραγματοποιήσει των φιλόδοξων σχεδίων του, που ήταν η ίδρυση μιας ανεξάρτητης ηγεμονίας. Οι Έλληνες της Κεντρικής Ελλάδος και οι Σουλιώτες συνεργάσθηκαν με τον Αλή, στον πόλεμο κατά του Σουλτάνου, γιατί αυτό εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους. Ήταν η στιγμή που ο Ελληνικός χώρος ήταν έτοιμος για την επαναστατική ανάφλεξη και μία σύγκρουση του Αλή πασά με την Πύλη ήταν ότι το καλύτερο. Ακόμη και μετά την αποτυχία του Αλή πασά, οι Έλληνες της Κεντρικής Ελλάδος, της Πελοποννήσου και οι Σουλιώτες, συνέχισαν μαζί τον πόλεμο κατά των Τούρκων και είχαν άριστα αποτελέσματα.

Όλοι όσοι αναφέρθηκαν παραπάνω και πολλοί άλλοι Έλληνες εκείνης της εποχής, μιλούσαν παράλληλα με την Ελληνική γλώσσα και την Αρβανίτικη διάλεκτο. Ακόμη και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γνώριζε και χρησιμοποιούσε τα Αρβανίτικα. Μάλιστα, είχε αδελφικό φίλο - «αδελφοποιτό» τον αρχηγό των Αλβανών στην Πελοπόννησο Αλή Φαρμάκη, όταν Διοικητής της Πελοποννήσου ήταν ο γιος του Αλή πασά, Βελής. Επίσης, ο πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο Ανδρέας Βερούσης (Ανδρέας = Ανδρούτσος), από τις Λιβανάτες Φθιώτιδος, ήταν αδελφικός φίλος - «αδελφοποιτός» με τον Αλή πασά, όταν αυτός ακόμη ήταν άσημος αρχηγός των «χαϊντούκων» Αλβανών, που η δράση τους έφθανε μέχρι την Κεντρική Ελλάδα. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει την Ελληνικότητα, ούτε του Κολοκοτρώνη, ούτε του Ανδρούτσου, ούτε του Διάκου. Αυτό είναι μία μεγάλη απόδειξη, ότι όσοι μιλούσαν την Αρβανίτικη γλώσσα δεν ήταν και Αλβανοί. Σήμερα υπάρχουν χιλιάδες Έλληνες (ορισμένοι τους υπολογίζουν 500.000), αποκομμένοι στη Βόρειο Ήπειρο, οι οποίοι κατ’ ανάγκη είναι Αλβανοί υπήκοοι και ομιλούν την Αλβανική γλώσσα, αλλά διατηρούν την Ελληνική τους συνείδηση και είναι Ελληνικότατοι των Ελλήνων. Τους προηγούμενους αιώνες συνέβαινε το ίδιο με τους ομοφύλους τους κατοίκους της ιδίας περιοχής και οι οποίοι ονομάζονταν «Αρβανίτες», λόγω καταγωγής τους από το «Άρβανον», περιοχής που ευρίσκετο Βορειοδυτικά του Δυρραχίου.

Η Άννα Κομνηνή (Αλεξιάς, "Ερευνητικό έργο, Δρόμοι της Πίστης - Ψηφιακή Πατρολογία, του Πανεπιστημίου Αιγαίου", Βιβλ. 13. 5. 1, σελ. 220 [PDF]), αναφέρεται στο «Άρβανο» με γεωγραφική και στρατιωτική έννοια: "... τω δε Ευσταθίω Καμύτζη τας περί το Άρβανον ανατεθείκει κλεισούρας [… Βιβλ. 13. 5. 2] "Επεί δε τινά των ομορούντων τω Αρβάνω πολίχνια προέφθασαν τω Βαϊμούντω προσχωρήσαι, οι τούτων έποικοι, τας του Αρβάνου ατραπούς ακριβώς επιστάμενοι, προσελθόντες πάσαν, ως είχε, της Δεύρης την θέσιν εξηγήσαντο και τας λανθανούσας ατραπούς υπέδειξαν…". Επίσης η Άννα Κομνηνή, με βάσει τα γεγονότα του Δυρραχίου το 1081 και τους πολέμους των Βυζαντινών με τους Νορμανδούς σταυροφόρους, αναφέρεται σε κάποιον αξιωματούχο (Κοσμισκόρτη) που πήγε να ενισχύσει την άμυνα του κάστρου (Αλεξιάς, Βιβλ. 4. 8. 4, σελ. 73): "...και την της ακροπόλεως φρουράν τοις εκκρίτοις Βενετίκοις των εκείσε αποίκων ανέθετο, την δε γε επίλοιπον πάσα πόλιν τω εξ Αρβάνων ορμωμένου Κοσμισκόρτη τα συνοίσοντα δια γραμμάτων υποθέμενος...". Το Άρβανον εκτεινόταν Β/Δ του σημερινού Δυρραχίου και η περιοχή υπαγόταν στην πολιτική και στρατιωτική δικαιοδοσία του Βυζαντίου. Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής ήταν Έλληνες εκλατινισμένοι - λατινόφωνοι, συνεπώς και οι Έλληνες Αρβανίτες που προέρχονται από την περιοχή του Αρβάνου είναι Ελληνικότατοι των Ελλήνων. Επίσης, το Δυρράχιον είναι η αρχαία Ελληνική πόλη Επίδαμνος (Αλεξιάς, Βιβλ. 12.  9. 4, σελ. 211): "...το μέντοι Δυρράχιον ή Επίδαμνος, αρχαία πόλις και ελληνίς...".      

Ο Κοσμάς ο Αιτωλός (1714 - 1779), ο Εθνομάρτυρας και Άγιος της Εκκλησίας, ο διδάσκαλος και φωτιστής του Γένους, για να περιορίσει και να εξαφανίσει από τους Έλληνες τη χρήση του «Αρβανίτικου» γλωσσικού ιδιώματος είχε φθάσει σε σημείο να δηλώσει: «... Όποιος χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα είς το σπίτι του να μη κουβεντιάζει Βλάχικα και Αρβανίτικα, άς σηκωθεί επάνω να μου είπη και να πάρω όλα τα αμαρτήματα του είς τον λαιμόν μου από τον καιρόν όπου εγεννήθηκε, έως τώρα και να βάλω όλους τους Χριστιανούς να τον συγχωρέσουν...». Ο «Πατροκοσμάς» υπήρξε απόστολος όχι μόνο της Ορθόδοξης πίστης, αλλά και της Ελληνικής παιδείας. Η παιδεία που διέδιδε ο Πατροκοσμάς απέβλεπε στην αναγέννηση του Έθνους και επειδή δεν υπήρχαν Ελληνικά σχολεία, έλεγε να μετατρέψουν τις Εκκλησίες σε σχολεία: «…για να συντελέσει είς την διαφύλαξιν της πίστεως και της ελευθερίας της πατρίδος...».  Σε πολλά μέρη των Αγράφων και της Στερεάς Ελλάδος, άρχιζε η Επανάσταση με το δίστοιχο: «...Βοήθα μας, Αϊ ’ Γιώργη και συ πατρο – Κοσμά, να πάρουμε την πόλη και την Αγιά Σοφιά...». Προσπαθούσε με υπονοούμενα και συμβολικές φράσεις να εμπνεύσει στις ψυχές των υποδούλων Ελλήνων τον πόθο της παλιγγενεσίας και να συντηρήσει την ελπίδα για την έλευση του «ποθούμενου», το οποίο όπως έλεγε: «…θα γίνει την τρίτη γενεά και θα το δούν τα εγγόνια σας...». (Πράγματι η γενεά του 1821 ήταν η τρίτη γενεά από την εποχή του Πατρο -Κοσμά).

Επίσης, επάνω στον λόφο «Κούγκι» του Σουλίου, στο μικρό Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, υπήρξε ένας άλλος Εθνομάρτυρας, Απόστολος της Εκκλησίας και διαφωτιστής του Γένους, ο Σουλιώτης καλόγηρος «Σαμουήλ» (με απώτερη καταγωγή από το χωριό Λάμποβο Μουργκάνας), ο οποίος παράλληλα με τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα δίδασκε στα παιδιά των Σουλιωτών και στοιχειώδη Ελληνικά γράμματα και προπαντός το Πατριωτικό φρόνημα. Ο Μιχαήλ Περάνθης στο βιβλίο του Σουλιώτες, σχετικά με το σχολείο που υπήρχε στο «Κούγκι» και τον μεγάλο Πατριώτη - καλόγηρο Σαμουήλ («Άϊ-Σαμουήλης»), αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: «... Το σχολειό παιδιά μου είναι σαν την εκκλησία. Η εκκλησία μας μαθαίνει πως να κερδίσουμε την άλλη ζωή, στον ουρανό. Το σχολειό μας μαθαίνει πως να κερδίζουμε ετούτη τη ζωή πάνω στη γής. Κι’ εμείς οι Γραικοί όπου είμαστε σκλάβοι, τούτη τη ζωή θα την κερδίσουμε πρώτα – πρώτα με το ντουφέκι. Όταν σηκώνεις ντουφέκι σ’ άνθρωπο που δεν φταίει τότες είναι αμαρτία. Όταν σηκώνεις ντουφέκι για την λευτεριά και το δίκιο, τότε κάνεις το χρέος σου. Αυτή την διαφορά για να την ξεχωρίζετε, πρέπει να ξέρετε γράμματα. Για τούτο τα γράμματα τ’ άπαν «του Θεού τα πράματα» […] Και πρέπει να ξέρετε πως απ’ τ’ άλλα τα παιδιά σ’ ολάκερο το γένος μας εσείς είστε τα πιο καλοτυχισμένα. Γιατί έχετε το λεύτερο ν’ άρχεστε και ν’ ακούτε και να μαθαίνετε όσα θέλετε. Ενώ εκείνα δεν έχουν που να πάν παρά μαζεύονται κρυφά στις σπηλιές νύχτα κι’ ο Τούρκος τους κυνηγάει...».

Ενδεικτικά αναφέρω δύο περιπτώσεις Σουλιωτών που έγραφαν Ελληνικά, τον Φώτο Τζαβέλα και τον Μάρκο Μπότσαρη. Μάλιστα ο Μάρκος Μπότσαρης παρά την περιορισμένη του μόρφωση, έγραψε ένα λεξικό το οποίο ονόμασε: «Λεξικό της Ρωμαϊκής και Αρβανιτικής Απλής». Αυτό έγινε γιατί, οι Σουλιώτες, όπως και οι άλλοι Έλληνες της Ηπείρου, ενώ είχαν για επίσημη γλώσσα την Ελληνική (Ρωμαϊκήν όπως την ονόμαζαν, από το Ρωμιός = Έλληνας), καθομιλουμένη είχαν, λόγω της Ιστορικής συγκυρίας, την λατινογενή «Αρβανίτικη». Το λεξικό γράφτηκε μετά από πρωτοβουλία του Γάλλου πρέσβη Πουκεβίλ, είναι κατατεθειμένο στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, στο τμήμα Ελληνικών χειρογράφων, από τον ίδιο τον Πουκεβίλ το 1819 και αποτελεί τμήμα κώδικα 244 σελίδων. [Βλ. 1/ Σελίδα από το Χειρόγραφο Λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη 2/ Σελίδα από το Ημερολόγιο του Φώτου Τζαβέλα: «εγό ο φότος Τζαβέλας κάνο θήμηση», καθώς και την σφραγίδα του, ΦΩΤΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ ].

Οι Σουλιώτες ήταν Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι που είχαν καταφύγει σ’αυτή την ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή, μη αντέχοντας την καταπίεση των Τούρκων κατακτητών. Είχαν μεγάλη πίστη και αφοσίωση στη θρησκεία τους και αυτό προκύπτει από ορισμένα γεγονότα που θα αναφέρω ενδεικτικά: Ο Γενάρχης των Τζαβελαίων Ζάχος, πριν καταφύγει στο Σούλι, ήταν ιερέας (Παπα-Ζάχος), στο Δραγάνη της Παραμυθιάς. Επάνω στον πύργο «Κούγκι», που ήταν χτισμένος σε απότομο βράχο, υπήρχε μικρό μοναστήρι με την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Εκεί ο ηρωϊκός καλόγηρος Σαμουήλ, ευλογούσε και κοινωνούσε τους Σουλιώτες, όταν συγκεντρώνονταν στον πύργο για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των Τούρκων. (Ψηλά πάνω από το Μοναστήρι ήταν υψωμένη σημαία με πανί κατάμαυρο, μεταξωτό, μεγάλο όσο ένα πάτωμα σπιτιού, με άσπρα κρόσσια ολόγυρα μεταξωτά και ένα δικέφαλο αετό στη μέση. Και από πάνω πάλι άσπρα πελώρια γράμματα στα Ελληνικά ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ). Το 1803, όταν προδόθηκε το Σούλι, από τον Πήλιο Γούση; και πήγαν οι απεσταλμένοι του Αλή, για να παραλάβουν τον πύργο, ο καλόγερος Σαμουήλ με άλλους πέντε Σουλιώτες, έβαλαν φωτιά στην μπαρουταποθήκη και ανατινάχτηκαν όλοι στον αέρα, μαζί με τους άνδρες του Αλή πασά. Αλλά και στο «Ζάλογγο», χαμηλά, υπήρχε το Μοναστήρι του «Αϊ-Δημήτρη» και πάνω στην κορυφή του βράχου το μετόχι του, αφιερωμένο στο όνομα των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ (Ήταν ο κρυψώνας της κλεφτουργιάς, που αναφέρει το Δημοτικό τραγούδι : «...Μες στην κορφή στο Ζάλογγο, ψηλά στον Αϊ-Ταξιάρχη, έχουν οι Κλέφτες σύναξη…»). Το 1803 αρκετοί Σουλιώτες της «δεύτερης ομάδας», οχυρώθηκαν στο μοναστήρι αυτό για να διαφύγουν την καταδίωξη των Τουρκαλβανών του Αλή πασά. Επίσης, το 1803 περισσότεροι από 1000 Σουλιώτες, της «τρίτης ομάδας», κατέφυγαν με τα γυναικόπαιδα τους στη Μονή Σέλτσου, στο δρόμο για τα Άγραφα. Οι διασωθέντες της τρίτης ομάδας, που έφθασαν στις «Παρυφές του Τυμφρηστού», εγκαταστάθηκαν γύρω από τα Μοναστήρια, του Προφήτη Ηλία στο Παλαιοχώρι, του Αγίου Νικολάου στη Στάγια, του Αγίου Ιωάννου στη Σέλλιανη κ.ά. [Στο Σούλι υπήρχαν πολλές εκκλησίες, όπως του Αϊ - Δονάτου, του Αϊ-Γιώργη, της Παναγίας της «Κλεφτρίνας», του Αγίου Δημητρίου, της Αγίας Κυριακής και άλλες, τις οποίες δεν αναφέρω λόγω οικονομίας χώρου].   

Στην περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδος («Στις Παρυφές του Τυμφρηστού»), εγκαταστάθηκαν οι επιζήσαντες Σουλιώτες της «τρίτης ομάδας», που αναχώρησαν από το Σούλι το 1803 και οι επιζήσαντες μετά από τις μάχες που έγιναν στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου (8ην και 9ην Αυγούστου 1823 και μετά δέκα μέρες 28 -8- 1823) στο δρόμο για τον Προυσό. Συγκεκριμένα, εγκαταστάθηκαν σε όλη την ανατολική πλευρά, από τη Ράχη Τυμφρηστού μέχρι την Οξυά και τα Βαρδούσια κατά μήκος του αρχαίου δρόμου, πάνω από τα σημερινά χωριά: Πουγκάκια, Παλαιοχώρι, Γαρδίκι, Στάγια, Σέλλιανη, Αργύρια κ.ά. Στις περιοχές αυτές υπήρχαν ελάχιστοι κάτοικοι κτηνοτρόφοι – Σαρακατσάνοι, οι οποίοι αφού πρώτα προστάτευσαν και βοήθησαν τους Σουλιώτες, δημιούργησαν μαζί τους αργότερα τους νέους οικισμούς που υπάρχουν σήμερα. Είναι γνωστό ότι στο τέλος της Επανάστασης του 1821, οι επιζήσαντες Σουλιώτες δεν επέστρεψαν στο Σούλι. Διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις περιοχές αυτές. Από τα αρχικά χωριά του Σουλίου, σήμερα σώζεται μόνο η «Σαμονίβα», με ελάχιστους κατοίκους που δεν έχουν καμία σχέση με τους παλαιούς Σουλιώτες. Ακόμη, σώζονται ερείπια του «Κουγκίου» και του φρουρίου της «Κιάφας».

Όπως προαναφέρθηκε, όταν οι Σουλιώτες υποχρεώθηκαν την 16 –12– 1803 να εγκαταλείψουν το Σούλι, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και αναχώρησαν. Η «πρώτη ομάδα» με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε αβλαβώς στην Πάργα. Η «δεύτερη ομάδα» εγκλωβίσθηκε στο Ζάλογγο και χτυπήθηκε από τους Τούρκους. Και η «τρίτη ομάδα» αρχικά έφθασε στο Βουλγαρέλι, όπου τους περίμενε ο Μάρκος Μπότσαρης με τον πατέρα του Κίτσο, φοβούμενοι όμως επίθεση από τον Αλή πασά, αναχώρησαν για τα Άγραφα και εγκαταστάθηκαν γύρω από τη «Μονή Σέλτσου». Στις 20 Απριλίου 1804, χτυπήθηκαν από τους Τούρκους και μετά από άνισο αγώνα πολλοί Σουλιώτες σφαγιάσθηκαν και πολλές γυναίκες έπεσαν στον ποταμό μαζί με τα παιδιά τους και πνίγηκαν. Ο Μάρκος Μπότσαρης, με τον πατέρα του Κίτσο και λίγους Σουλιώτες που διασώθηκαν αναχώρησαν για την Πάργα και επειδή οι Παργιανοί δεν τους δέχθηκαν πήγαν στην Κέρκυρα. Οι υπόλοιποι διασωθέντες Σουλιώτες, μέσω της αρχαίας οδού Άγραφα - Ράχες Τυμφρηστού - Οξυά, έφθασαν μέχρι τις «Παρυφές του Τυμφρηστού» όπου εγκαταστάθηκαν γύρω από τα Μοναστήρια της Δυτικής Φθιώτιδος (Προφήτη Ηλία στο Παλαιοχώρι, Αγίου Νικολάου στη Στάγια, Αγίου Ιωάννου στη Σέλλιανη κ.ά). Επίσης το 1823, όταν ο Πασάς της Σκόνδρας Μουσταή με 10.000 Αλβανούς, επιτέθηκε κατά της Δ. Ελλάδος και κατευθύνετο προς την Κεντρική Ελλάδα, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κίτσος Τζαβέλας, με 1250 Σουλιώτες έφυγαν από το Μεσολόγγι, όπου πρόσφεραν υπηρεσίες στην πρώτη πολιορκία και κατευθύνθηκαν στην περιοχή «Ράχη Τυμφρηστού», για να τον αντιμετωπίσουν και να του φράξουν τον δρόμο προς την Κεντρική Ελλάδα. Στη μάχη που έγινε στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου, την 8η προς 9η Αυγούστου 1823, ο Μάρκος Μπότσαρης τραυματίσθηκε από σφαίρα που τον βρήκε στο μάτι και λίγο αργότερα πέθανε. Αλλά και στη δεύτερη μάχη που έγινε μετά δέκα ημέρες στο δρόμο προς τον Προυσό, ο νέος αρχηγός τους Ζυγούρης Τζαβέλας σκοτώθηκε. Μετά τις δύο μάχες αυτές αρκετοί από τους Σουλιώτες αγωνιστές που διασώθηκαν διασκορπίστηκαν «Στις Παρυφές του Τυμφρηστού» και βρήκαν καταφύγιο και αυτοί γύρω από τα Μοναστήρια που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ενδεικτικά αναφέρονται μερικά επώνυμα Σουλιωτών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή: Ζέρβας, Τσικούρας, Αλεξίου, Μπότσης, Παναγιώτου ή Παπαναγιώτου, Παπαγιάννης, Πούγκας Κοντογιάννης, Νίκας, Κουτσονίκας κ. ά.

Για την ονομασία του σημερινού χωριού Πουγκάκια, υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή θέλει το όνομα να προέρχεται, από την λέξη «απάγκιο – απαγκιάζω – απαγκάκια = Πουγκάκια» (Η λέξη απάγκιο προέρχεται από την πρόθεση από και την ομηρική λέξη άγκος = κοίλωμα, καμπή, απάνγκιο ή απάγκειο = απάγκιο - καταφύγιο). Και η δεύτερη εκδοχή, από το επώνυμο ενός κατοίκου που ονομαζόταν «Πούγκας» και εν συνεχεία από τα παιδιά του Πούγκα ονομάσθηκε ολόκληρη η περιοχή «Πουγκάκια». Η δεύτερη εκδοχή είναι η πιθανότερη, διότι όπως προκύπτει από τις αιτήσεις που υπέβαλλαν οι Αγωνιστές για να λάβουν τα αριστεία ανδρείας [Βλ. (Σελίδα: "Σελλάκια ή Σουλλάκια"), Κατάσταση Αγωνιστών = Πούγκας Κοντογιάννης, στρατιώτης, 50αρχη Ιωαν. Μαργαρίτη. Το επώνυμο Μαργαρίτης, προέρχεται από το «Μαργαρίτι Τσαμουριάς», ήταν η περιοχή που βρίσκονταν οι «Παρασουλιώτες»]. Το επώνυμο «Πούγκας» προέρχεται από τη λέξη «πουγκί» = πορτοφόλι, που σημαίνει ότι αυτός που είχε το παρωνύμιο «Πούγκας» πρέπει να ήταν ο ταμίας της Σουλιώτικης ομάδας που αναχώρησε το 1803 από το Σούλι, ή της ομάδας των Σουλιωτών που έλαβαν μέρος στη μάχη (8η προς 9η Αυγούστου 1823), στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου. Το παρωνύμιο «Πούγκας», μετά την εγκατάστασή του στην περιοχή των Πουγκακίων, έγινε επώνυμο και αργότερα προσδιοριστικό όνομα της περιοχής. Ότι δηλαδή, στην περιοχή αυτή κατοικούν «τα παιδιά του Πούγκα» = «τα Πουγκάκια». Και οι δύο εκδοχές είναι σωστές και ενδεχομένως να ισχύουν και οι δύο ταυτοχρόνως. Διότι και απάγκιασαν οι πρώτοι κατατρεγμένοι κάτοικοι στην περιοχή αυτή και κάποιος από αυτούς ονομαζόταν Πούγκας και από τα παιδιά του προέκυψε το προσδιοριστικό όνομα της περιοχής «Τα Πουγκάκια».

Αλλά και για την ονομασία του Παλαιοχωρίου υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή θέλει το όνομα να προέρχεται από τον αρχαίο οικισμό των Αινιάνων  (Σελλών - Ελλών - Γραικών) που υπήρχε στην ίδια θέση = Παλαιό-χωριό. (Σύμφωνα με τους αρχαίους Χάρτες, στην ίδια περιοχή ευρίσκετο πόλη, ή όμιλος μικρών οικισμών, των Αινιάνων με την ονομασία "Ομιλαι" και ειδικότερα ο οικισμός που ευρίσκετο Νοτιοδυτικά του σημερινού χωριού, με τελευταία ονομασία «Σελλάκια» = τα παιδιά των Σελλών). Και η δεύτερη εκδοχή θέλει το όνομα να προέρχεται από το «Παλιοχώρι Σουλίου», που ήταν το παλαιό χωριό των Σουλιωτών (Μποτσαραίων κ.ά) πριν εγκατασταθούν στην περιοχή αυτή. Ενδεχομένως όμως και σ’αυτή την περίπτωση να ισχύουν και τα δύο. Δηλαδή η ονομασία του Παλαιοχωρίου να προήλθε από το παλαιό χωριό των «Σελλών», που υπήρχε στην ίδια περιοχή, αλλά και από το όνομα του παλαιού χωριού των Σουλιωτών που ήταν το Παλιοχώρι Σουλίου. Πάντως η ονομασία της συνοικίας "Σούλι", στο σημερινό χωριό, προέκυψε μετά την εγκατάσταση του Κώστα Παναγιώτου -Παπαναγιώτου-"Κουδούνα" στα κτήματα του διαλυθέντος Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία, που κατά μία εκδοχή είχε Σουλιώτικη καταγωγή. (Αυτό προκύπτει από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Ε. Β/ΓΧΟ/ΑΑ 1821 Σουλιώτες Αγωνιστές, όπου υπάρχει το όνομα του Σουλιώτη Φώτη Παναγιώτου, ο οποίος έλαβε μέρος στον Αγώνα από το 1820 στο σώμα του Μάρκου Μπότσαρη, υπηρέτησε στο σώμα του αδελφού του Κ. Μπότσαρη, έφερε το βαθμό του στρατηγού και σκοτώθηκε στην έξοδο του Μεσολογγίου. Επίσης, από το Γενικά Αρχεία του Κράτους, προκύπτει ότι και ο Κώστας Παναγιώτου ή Παπαναγιώτου "Κουδούνας" έλαβε μέρος στον Αγώνα από το 1822 έως το 1828, σε πολλές μάχες καθώς και στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Εάν συνδυάσουμε το γεγονός ότι ο Κώστας Παναγιώτου ή Παπαναγιώτου είχε κόρη με το όνομα Φωτεινή, καθώς επίσης και τα παιδιά του Γεώργιος (Κακαλιούρας) και Κωνσταντίνος (Κουδούνας Β΄), είχαν κόρες με το όνομα Φωτεινή, τότε προκύπτει σαφώς ότι μεταξύ του Φώτη Παναγιώτου και του Κώστα Παναγιώτου ή Παπαναγιώτου, υπήρχε συγγένεια). Στην ίδια συνοικία "Σούλι", στο Παλαιοχώρι, εγκαταστάθηκε αργότερα και ο Αθανάσιος Τσικούρας (Τσικρογάλλος) και συγκεκριμένα όταν παντρεύτηκε την κόρη του Κώστα Παναγιώτου ή Παπαναγιώτου "Κουδούνα", Λεμονιά. [ Το επώνυμο "Τσικούρας", προέρχεται από το όνομα του Σουλιώτικου χωριού "Τσικούρι". (Όπως και το επώνυμο της φάρας των "Ζερβαίων", προέρχεται από το χωρίο "Ζερβό ή Ζερβάτα" της Θεσπρωτίας, από το οποίο κατάγονταν οι "Ζερβαίοι"). Το Τσικούρι όπως προαναφέρθηκε, ήταν ένα από τα ένδεκα χωριά του Σουλίου και προφανώς αυτός που είχε αυτό το παρωνύμιο, το οποίο αργότερα έγινε επώνυμο, καταγόταν από το χωριό "Τσικούρι" του Σουλίου. Στα Μητρώα αρρένων των Κοινοτήτων Πουγκακίων και Παλαιοχωρίου μέχρι το 1954, όλοι οι απόγονοι του "Τσικούρα" αναγράφονταν με το επώνυμο "Τσικούρας", από το 1954 και έπειτα αναγράφονται με το επώνυμο "Τσεκούρας" (Βλ. Σελίδα 1 & Σελίδα 2).

Σχετικά με το "Τσικούρι" του Σουλίου, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», στο κεφάλαιο «Σούλι και Σουλιώται» (Τ. 6ος, σελ. 558), αναφέρει τα εξής: «...Οι αρχαιότεροι έξ αυτών έκτισαν τέσσερα χωρία* το Σούλι, την Κιάφαν, το Αβαρίκον και την Σαμωνίβαν, άτινα ονομάζοντο τετραχώριον […] Αλλά, καθ’ όσον επολλαπλασιάζοντο οι έποικοι, εκτίσθησαν και άλλα επτά χωρία* το Τσικούρι, το Περιχάτι, η Βίλια, το Αλσοχώρι, οι Κοντάτες, η Γκιονάλα και το Τσεφλίκι (Παλιοχώρι). […] Ήσαν διηρημένοι εις γενεάς ή φάρας, έξ ών είς μέν το Σούλι υπήρχαν 19, εις δε την Κιάφαν 4, εις δε το Αβαρίκον και την Σαμωνίβαν και το Αλσοχώρι και την Γκιονάλαν ανά 3, εις δε το Τσικούρι 5, εις δε το Περιχάτι, την Βίλιαν και το Τσεφλίκι ανά 2 και εις τους Κοντάτας 1. Έν όλοις λοιπόν αί φάραι ήσαν 47...». (Το Παλιοχώρι ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος το αναφέρει Τσεφλίκι).

Επίσης, σχετικά με τα χωριά του Σουλίου, η Εγκ. Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα, αναφέρει τα εξής: «...αρχικά σχημάτισαν τέσσερα χωριά: Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα, Αβαρίκο (Τετραχώρι) […] Αργότερα κτίστηκαν και άλλα επτά χωριά: Τσικούρι, Αλποχώρι, Παλιοχώρι, Γκιονάλα, Περιχάτι, Βίλια, Κοντάτες (Εφταχώρι). Οι κάτοικοι των 11 αυτών χωριών περιληπτικά ήταν γνωστά ως Σούλι...».

                                                      ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ    ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ 
           1 .   ΑΠΟ   ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ   ΛΕΞΕΙΣ   -    2 .  ΑΠΟ  ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΕΣ  ΛΕΞΕΙΣ
                         &   3  .   ΑΠΟ   ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ  ( ΟΜΗΡΙΚΕΣ )  ΛΕΞΕΙΣ
           Νεοελληνικές  λέξεις       Αρβανίτικες  λέξεις       Αρχαιοελληνικές ( Ομηρικές  ) λέξεις
              Μάτι                                          Σή                              Όσσε,  οσσόμενος  ( Ιλιαδ. Α 105 )
             Χέρι                                          Δώρ                            Εκαιδεκά–δωρος = 100 χειρας (δώρον)
             Ποντίκι                                       Μύ                             Μύς
             Τραβώ                                        Χέλλκ                        Έλκω
             Χωράφι                                      Άρ-α                          Άρ-ουρα
             Προσκομίζω                               Κιάβ                          Κίω
             Δουλειά                                      Πούν                          Πόνος
             Άλογο                                         Κάλη                         Κέλης
             Κεφάλι                                       Κρήε                          Κάρη ( Ιλιαδ. Β. 51, Β 324 )
             Γή                                              Δε, Δέα                       Δά,  Δέα,  Γδέα
             Σύννεφο                                      Ρέ-α                           Ρέα ( θεά  των νεφών)
             Λαγός                                         Λιέπουρ                     Λέπωρ ( Λέπορις )
             Σκυλί                                          Κυέν ( κιέν)               Κύων                                   
             Καρότο                                       Δαυκιέ                       Δαύκος
             Ζώ , ακμά-ζω                             Ρώνν                           Ρώνυμι, ρωνύω
             Φεύγω                                        Είκνν                          Είκω
             Τάφος                                         Βάρ                            Βάρ- αθρον
             Άκρη ( τέλος )                            Αν                              Ανύω = τελειώνω
             Κάθομαι                                     Ρεί                              Έ-ρει-σμα, ερείδομαι
             Μου  φαίνεται                            Μ’ Δούκετ                 Μοι- Δοκέει - εί
             Σκοτεινιάζει                               Έρρετ                         Έρεβος  ( σκότος )
             Φωνάζω                                      Θρές                          Θρούς- Θρέω
             Στεγνώνω –ομαι                         Τέρ – Τέρεμ              Τέρσω, Τέρσομαι
             Τινάζω , σείω                             Χέδ                             Χέω
             Μπροστά                                    Πρ’ πάρα                   Προ- πάρειθεν ( πάρος )
             Κατάρα                                       Ν’ μ                           Νέμεσις
             Ευχή                                           Ουράτ                        Ηράτο = ηύχετο ( Ιλιαδ. Α. 35 )
             Έρχομαι                                      Βήνν                          Βαίνω
             Πήγαν                                         Βάν                            Βάν ( Ιλιαδ. Δ.209 )
             Ρούχο                                         Έν                               Ένν-υμι = ντύνομαι
             Δυστυχής                                    Ιζύ                              Οιζύς, οιζυρός  ( Ιλιαδ. Ζ 285 )
             Τρέχει                                         Ρέδ                             Ρέει
             Δρόμος                                       Ούδε                           Οδός
             Πικραίνομαι                               Χολιάσεμ                   Χολόω –ω
             Αδύνατος και κακός                   Λοίγγ                         Λοίγιος,  Λοιγός ( Ιλιαδ. Α 67 )
             Χνούδι                                        Κροκύδε                    Κροκύς –Κροκύδος
             Ξύγκι                                          Δηάμ                          Δημός
             Καθαρίζω                                   Κειρώνν                     Κείρω = Δρέπω, θερίζω  
             Λάσπη                                        Βάλτ                           Βάλτ-ος
             Νήμα , κλωστή                           Μιτάρ                         Μίτος
             Υπερφοτώνω                              Καργάρ                      Γαργαίνω
             Ξεκινώ  για  αναχώρηση            Νίσσεμ                       Νίσσομαι = απέρχομαι
             Γονυμοποιώ                                Κύ                             Κύω ( Έγκυος)
             Φλύαρος                                     Φλυάς                        Φλύαξ
     [ Οι   Ομηρικές  λέξεις  είναι: α /  από  την  Ιλιάδα : Α 35 , 105 , 189 , 115 , 67 ,  570 .   Γ 32,
       Δ 209, 437.  Ζ 285  κ.ά  β /  από  την  Οδύσσεια :  Α  409 ,  Ε 152 , 457 ,  Δ  184 ,  Ζ 129   κ. ά ].      

     'Ερευνα - Επιμέλεια κειμένου: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  Ν.  ΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ













Πηγή: Paleochori.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: