Κορυφαίος πρωταγωνιστής και θιασάρχης της ελληνικής σκηνής, γεννήθηκε το 1909 στο Καστέλι Κισσάμου Κρήτης.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1928 με το θίασο «Οι νέοι» στο έργο «Για την αγάπη της». Με τον ίδιο θίασο εμφανίστηκε και σε άλλα έργα, μέχρι την επόμενη χρονιά, οπότε εντάχθηκε στο θίασο της «Ελευθέρας Σκηνής» των Μ. Κοτοπούλη Σ. Μελά Μ. Μυράτ. Με την «Ελευθέρα Σκηνή» έπαιξε, μεταξύ άλλων στα έργα «Στέλλα Βιολάντη», «Η λύρα του γερο-Νικόλα», «Οι άθλιοι». Συνεργάστηκε για ένα χρόνο, το 1930, με το «Λαϊκό Θέατρο» του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον «Αγαμέμνονα» και τον Κρητικό στη «Βαβυλωνία». Το 1934 θα συνεργαστεί με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο, όπου παρέμεινε ως το 1943.
Από τότε και έως το 1972 θα πρωταγωνιστήσει στο ιδιωτικό θέατρο με εξαίρεση τρεις ρόλους στο Εθνικό στο διάστημα 1946-1947. Μετά την κατοχή διώχτηκε και εξορίστηκε (1948-1952) για να επανέλθει στη Σκηνή το 1952 , με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον «Θυμελικό Θίασο» του Λίνου Καρζή («Προμηθεύς Δεσμώτης») Στη συνέχεια, και μέχρι το 1955 εμφανίζεται με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκροτεί θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου («Ευγενία Γκραντέ», Βαθιές είναι οι ρίζες Το κορίτσι με το κορδελάκι, κ.α).
Το 1955 ίδρυσε το "Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο" και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Σ' αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967 υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο («Ο μονοσάνδαλος», «Το κορίτσι με το κορδελάκι», «Η Αντιγόνη της Κατοχής», «Ο Πατούχας» και διασκευές από έργα του Καζαντζάκ η όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Ο Καπετάν Μιχάλης»). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο («Ιούλιος Καίσαρ», «Φουέντε Οβεχούνα»). Τους χειμώνες το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.
Καθώς του γίνεται έξωση από το Πεδίο του Άρεως (1968), ο Κατράκης συνεχίζει την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασο του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 ο Μάνος Κατράκης επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον "Οθέλλο" και τον "Δον Κιχώτη", και στην Επίδαυρο στον "Οιδίποδα τύραννο" (1973) και στον "Προμηθέα Δεσμώτη" (1974).
Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζωφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι" , Μπρεχτ (Συνγτροφιά με τον Μπρεχτ, Με την Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα) Μασάρι (Ταμπού) και την «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Ν. Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου «Προμήθεια».
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π.Κατσέλη, Τ.Μουζενίδη, Μ.Βολανάκη, Σπ.Ευαγγελάτο, Μ.Θεοδωράκη, Σπ.Βασιλείου, Α.Κατσέλη, Τ.Καρούσο, Ελ.Χατζηαργύρη, Αν.Βαλάκου) και συμμετέσχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο από το "Το λάβαρο το '21", του Κώστα Λελούδα (1928) ως το "Το Ταξίδι στα Κύθηρα" του Θ. Αγγελόπουλου (1984). Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο "Μαρίνο Κοντάρα" του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη "Συνοικία το όνειρο" του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην "Ηλέκτρα" του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο "Ένας Ντελικανής" του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην «Αντιγόνη» του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο «Συνοικία το όνειρο».
Άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.
Απόψεις για τον Μάνο Κατράκη
Η ωχρή μορφή του Μάνου Κατράκη χαραγμένη με επιμονή και με κόπο πάνω στο μέταλλο της νεοελληνικής πραγματικότητας εξακολουθεί να αντιστέκεται στις αλλοιώσεις του χρόνου και να ακτινοβολεί όλο ήθος. Η καθαρότητα του μετάλλου του είναι η καθαρότητα της φωνής του. Δεν έχω ακούσει ποτέ πιο ωραία ελληνικά. Οι λέξεις βγαίνουν από τα χείλη του λαμπερές και στρογγυλές μ’ ένα περίγραμμα φωτεινό όπως τα βότσαλα κάποιου παρθένου γυαλού. Σαν ποιητής θέλω για τη μεγάλη προσφορά που έκανε ο έξοχος αυτός καλλιτέχνης σ’ όλο το μάκρος της ζωής του προς το ζωντανό νεοελληνικό λόγο, να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Ο Μάνος Κατράκης ανήκει στις σπάνιες εκείνες ρίζες που βεβαιώνουν την υψηλή ταυτότητα του Έθνους μας...
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Ο Κατράκης επιβλήθηκε, θαυμάστηκε, αγαπήθηκε επειδή ό,τι και αν παίζει, όσο διαφορετικός κι αν είναι από ρόλο σε ρόλο, διατηρεί πάντα στο βάθος τη ρωμέικια ανθρώπινη ουσία του...
ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ
Μίλησαν πολλοί για το ταλέντο του Κατράκη και άφησαν μια υπόνοια μεταφυσικής σ’αυτή την εκτίμηση. Επειδή δεν πιστεύω στη μαγεία, νομίζω πως το υποκριτικό φαινόμενο του Κατράκη είναι προϊόν μιας αντιφατικής, δηλαδή πολύ ανθρώπινης ζωής, προϊόν μιας πλούσιας εμπειρίας. Οι αγώνες του, τα βάσανά του, οι έρωτές του, τα πάθη του, ο αξεδίψαστος βίος του, ήταν η μοναδική του προίκα. Μικρός ήθελε να γίνει ναυτικός. Η μάνα του τον εμπόδισε. Κι όμως ταξίδεψε πολύ με ούριο άνεμο μέσα στο καράβι της τέχνης και της ζωής και εκόμισε μέγα πλούτο και μας τον χάρισε αφειδώλευτο.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
Από το Alice cafe όπου θα βρείτε κι αναλυτική παρουσίαση της διαδρομής του Μάνου Κατράκη στο Εθνικό Θέατρο
" Συμμετείχε στο μέτωπο και πολέμησε γενναία αλλά δραματικά γεγονότα στιγμάτισαν την τότε ζωή του: ένας δεύτερος γάμος που κι αυτός δεν ορθοπόδησε, ο χαμός κατά τη γέννα των μοναδικών δίδυμων παιδιών του, η ένταξή του στο ΕΑΜ και στην αριστερά, που τον έβαλαν αργότερα στο στόχαστρο των συντηρητικών παρατάξεων.
Το 1943, όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946 όταν επαναπροσλήφθηκε στο Εθνικό Θέατρο για ένα έτος.
Τότε, αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αη Στράτη, μέχρι το 1952. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές. Ταυτόχρονα είχε τη δύναμη να εμψυχώνει όποιον συναντούσε στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη.
Όταν πια στις αρχές της δεκαετίας του '50 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα είναι βαρύ. Λίγες πόρτες ανοιχτές, λίγες δουλειές. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά (στο ραδιόφωνο στην αρχή) αλλά σιγά-σιγά κατορθώνει να πάρει μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Από την wikipedia
Πηγή: Μαγνήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου