Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Ζεϊμπέκικο μακρύ και ατελείωτο


Του  Προφήτη

Αρσενικά, και όχι άντρες, που όχι μόνο δέχονται να χορεύει γυναίκα «ζεϊμπέκικο» αλλά της χτυπάνε και παλαμάκια, δεν μπορούν να κατανοήσουν τον κόσμο στον οποίο έζησε ο Νίκος Κοεμτζής.

Η περίπτωση του, τοιχογραφία της Ελλάδας του 20ου Αιώνα.

Γι’ αυτό και πολωμένες οι αντιμετωπίσεις του.

Η μια : μαχαιροβγάλτης.


Η άλλη : Γιάννης Αγιάννης.

To 1973 η Ελλάδα απέχει χρονικά μόνο, περίπου, μια 20ετία από τη λήξη της μεγάλης αιματοχυσίας.

Αιματοχυσία σε πτυχές του δημόσιου βίου δεν είναι καθημερινότητα, αλλά υπάρχει.

Μια κοινωνία ακόμα με κώδικες.

Τιμή, Μπέσα, Φιλότιμο.

Στο ιστορικό μεταίχμιο. Πριν τις μεγάλες εθνικές καταστροφές, πρώτα της Κύπρου, κατόπιν του Ανδρεϊσμού.

Κανένας δεν της έχει πει ακόμα επισήμως ότι ανήκει στη Δύση.

Γέρνει ευδιάκριτα προς την Ανατολή.

Κλίση που είχε ενισχύσει η Καταστροφή του 22.

Το «Αααααχ» του Καζαντζίδη είναι η φωνή των λαϊκών στρωμάτων.

Η αστυφιλία σαρώνει, αλλά υπάρχει ακόμα πληθυσμιακή και πολιτισμική ισορροπία μεταξύ αστικών κέντρων και υπαίθρου.

Την ανάπτυξη τροφοδοτεί η μεταπολεμική αποκατάσταση και η εσωτερική μετανάστευση που θεριεύει την αντιπαροχή.

Πλούσιοι επαρχιώτες μηχανόβιοι δεν υπάρχουν.

Πολλοί, ακόμα τότε, φεύγουν gastarbeiters στη Γερμανία.

Στην Αθήνα, οι αγροτικής προέλευσης εσωτερικοί μετανάστες συνωστίζονται οικιστικά στα πέριξ των σταθμών Λαρίσης και Πελοποννήσου.

Από κει εύκολα πετάγονται στα κλαρίνα της Πλατείας Λαυρίου για να γλεντήσουν. Σωματικά βρίσκονται στην Πρωτεύουσα, ψυχικά στο χωριό τους.

Ένας άλλος κόσμος ενυπάρχει στα αστικά κέντρα, ξέχωρος από δαύτους, με διαφορετικό μουσικό ιδίωμα.


Το προλεταριάτο και τα παρακλάδια του, λούμπεν και μη.

Η ενσωμάτωση των προσφύγων του 22 προσέδωσε ζωτικό δυναμικό στο ελληνικό κράτος-έθνος.

Αλλά, κυρίως από τα εξαθλιωμένα τμήματα της προσφυγιάς, ενσωματώθηκαν οριστικά στην πολιτική και λαϊκή κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας και τρία στοιχεία: κομμουνιστικές ιδέες, χασίσι και μπουζούκι.

Το μπουζούκι (το 73), με τον Χιώτη, έχει καμιά 15αριά χρόνια που μπήκε «στα σαλόνια».

Δηλαδή στον τρόπο διασκέδασης των νεόκοπων, μεταπολεμικών τάξεων.

Τής μικροαστικής, που τροφοδοτείται από την κοινωνική κινητικότητα της μετεξέλιξης των αγροτικών στρωμάτων σε κατοίκους πόλεων.

Και μιας μεγαλοαστικής που καρπούται την μεταπολεμική ανοικοδόμηση.

Όμως επικρατεί αυστηρός διαχωρισμός των χώρων λατρείας του.

Υπάρχει η «Νεράιδα» της Παραλίας όπου πάει ο Ωνάσης, οι «κοσμικοί» εκ των χουντικών (η πλειοψηφία τους ακούει δημοτικά) και οι μεγαλοεπιχειρηματίες.

Υπάρχουν τα οικογενειακά κέντρα με ορχήστρα.

Και υπάρχουν τα καθαρά λαϊκά μπουζουξίδικα, στη Συγγρού, στην Αχαρνών, στην Καβάλας και σε πιο ζόρικα μέρη.

[Παρένθεση 1 : Ο αυθεντικός διαχωρισμός επιβίωνε μέχρι πριν κάποια χρόνια σε σκυλάδικα όπως της Εθνικής Οδού, όπου φρόνιμο ήταν να έμπαινες οπλισμένος ή με παρέα αποδεδειγμένης σκληρότητας].

Σε τέτοια κατέφευγαν από γνήσια λαϊκοί μέχρι λούμπεν.

Κόσμος που αποτύπωσε και ο Ηλίας Πετρόπουλος.

Άλλοι για να δοξάσουν το περιθώριο στο οποίο ανήκαν.

Άλλοι για να διώξουν τον καημό τους, συνοδεία ουσιών.

Εδώ κώδικας έκφρασης είναι το ζεϊμπέκικο.

Χορός, μυσταγωγία, πένθος, ασικλίκι.

Ο πλέον προσφυής ορισμός ανήκει στον Διονύση Χαριτόπουλο: μοναχικός θρήνος.

Αυστηρά για άνδρες. Δερβίσικα. Δίχως παλαμάκια, επίδειξη, γυμναστικές ασκήσεις, φανφάρες.

Με μαγκιά. Που δεν σημαίνει ό,τι σήμερα, δηλαδή ψευτομαγκιά, αλλά έναν πονεμένο που εκδηλώνεται με ήσυχη και καθαρή στάση.

[Παρένθεση 2 : Γυναίκα που χορεύει ζεϊμπέκικο δείχνει στην κοινωνία ότι έχει καημό. Μειώνει αυτόν που τη συνοδεύει, γιατί καημό θεωρείται ότι έχει μια γυναίκα ανικανοποίητη. Επιτρέπεται μόνο σε ηλικιωμένες που έχασαν άνθρωπο].

Οι σημερινοί καραγκιόζηδες, που (σε ζεϊμπέκικο) πλημμυρίζουν την πίστα με πούρα στο στόμα, βηματισμό χιμπατζή και κινήσεις Μελισσανίδη, έχουν εξαερώσει τον κώδικα.

Αλλά τότε υπήρχε.

Σ’ ένα τέτοιο μαγαζί μπήκε ο Κοεμτζής με την παρέα του, το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου του 1973.

Κουβαλώντας, όπως ο ίδιος έγραψε, «το ανθρώπινο κτήνος», τον καημό της φυλακής απ’ όπου είχε μόλις βγει, το μένος του αποβλήτου.

Και τη φαλτσέτα.

Το αν οι αστυνομικοί θέλησαν εκ προθέσεως να τον μειώσουν, «πατώντας» τον κώδικα, δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Καθόλου ιστορία δεν είναι η πολιτική εκμετάλλευση του Κοεμτζή.

Μετά την μετατροπή της ποινής και κυρίως μετά το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο» του Σαββόπουλου, τον «αγκάλιασε» μερίδα της πολιτικής κάστας που αδημονούσε για πλιάτσικο με άλλοθι τη δυστυχία της λαϊκής μάζας.

Η ίδια συνομοταξία που αυτό-βαφτίστηκαν «αντιστασιακοί» πίνοντας καφέδες στα παρισινά μπιστρό.

Αυτοί που έκαναν ρεσάλτο στην εξουσία το 1981 με «γαλόνια» ανύπαρκτους αντιδικτατορικούς ηρωισμούς.

Ήταν ή πόζαραν για ταξικοί συγγενείς του Κοεμτζή και «έντυσαν» την πράξη του με δήθεν αντιχουντική χροιά, έγραψαν άρθρα.

Τον επέλεξαν ορισμένοι πασόκοι και αριστεροί για να ενισχύσουν την ευρύτερη αντιδεξιά εκστρατεία που εξυπηρετούσε τους πολιτικούς τους σκοπούς. Με ορατή ομοιότητα με τη σημερινή αποδοχή ληστών ως κοινωνικών αγωνιστών.

Το πιο πιθανό εν αγνοία του.

Γιατί δεν είδε και καμιά προκοπή απ’ αυτούς, δεν μπορούσαν δα και να πατρονάρουν ανοιχτά έναν τρις δολοφόνο.

Ούτε μυστική ενίσχυσή του φαίνεται να υπήρξε, ίσα για να επιβιώνει.

Ο βήχας τα λεφτά και ο έρωτας δεν κρύβονται. Κι ο Κοεμτζής ζούσε στην ανέχεια.

Όποτε τον «τράκαρα» ήταν πάντα αποκαμωμένος, περιμένοντας υπομονετικά μήπως πουλήσει κανένα βιβλίο.

Ενδεικτικό είναι ότι ενώ βγήκε από τη φυλακή όταν οι «υποστηρικτές» του ήταν στην εξουσία (1996-2004), δεν έκαναν και τίποτα πρακτικό για να τον βοηθήσουν.

Άδεια μικροπωλητού, για να πουλάει το βιβλίο του, τού έδωσε η «Επάρατη», δια χειρός Νικ. Κακλαμάνη, το 2009.


Τη βραδιά που παρουσιάστηκε το βιβλίο του.

Βλέποντας ποιοι ήταν εκεί και τι είπαν καταλαβαίνεις.

Γιώργος Λιάνης, Παύλος Τσίμας, Ανδρέας Λοβέρδος, Τώνια Αντωνίου.

«Επανεξέτασαν τον τρόπο που η κοινωνία γεννάει Κοεμτζήδες».

Αλλά δεν εξέτασαν τον τρόπο που οι Λοβέρδοι διαλύουν μια κοινωνία.

Ο δε Λιάνης, θιασώτης του Καζαντζίδη και του λαϊκού πόνου που εκείνος εξέφραζε, θα γίνει θύτης του ελληνικού λαού με την πανάκριβη Ολυμπιάδα του.

Αλλά η τεράστια διαφορά ανάμεσα στον Κοεμτζή και στους «πάτρωνές» του ήταν : ο Κοεμτζής πλήρωσε.

Όπως και οι Απριλιανοί.

Ο εθνικός καταστροφέας Ανδρέας Παπανδρέου έζησε και ετάφη με δόξες και τιμές. Οι δε ακόλουθοί του μακροημερεύουν ξεκοκκαλίζοντας τη λεία της πειρατείας.

Για τον Νίκο Κοεμτζή, προσωπικά, το ζεϊμπέκικο ήταν μακρύ.

Για την ελληνική κοινωνία είναι ατελείωτο.

Από τις συνέπειες των πράξεων αυτών που τον «υιοθέτησαν».

Στο πρόσωπο του Κοεμτζή ενσαρκώνεται μια φιλοσοφική και ιδεολογικοπολιτική διαμάχη αιώνων.

Ποιος φταίει για τη φτώχεια, η κοινωνία, το «σύστημα», ή το ίδιο το άτομο;

Ανάλογα με την απάντηση που καθένας δίνει, επιλέγει -συνειδητά ή ασυνείδητα- και πολιτικό στρατόπεδο.

Κοεμτζής : «Αν θα φύγω πικραμένος ποιος θα είναι τάχα ο φταίχτης; Εγώ που κατρακύλησα μες στης βρωμιάς τον βούρκο; Ποιος φταίει, ποιος;»

Επιγραμματικά, ήταν τραγικό πρόσωπο.

Έγινε τραγούδι, ταινία και βιβλίο. Ανεξάρτητα από τις ενστάσεις που υπάρχουν για τα συγκεκριμένα έργα, δεν αγνοείς όσους δίνουν τροφή στην Τέχνη.

Είναι αυτοί που βρέθηκαν στην κόψη, εκεί που συγκρούονται ηθικοί κανόνες, άγραφτοι και γραφτοί νόμοι, διαφορετικοί κόσμοι.

Για τον κόσμο της μέρας προτεραιότητα είναι η ευταξία.

Για τον κόσμο της νύχτας προτεραιότητα είναι η τήρηση της προσωπικής αξιοπρέπειας.

Και των δυο κόσμων ο νόμος, τότε, για να εξυπηρετήσει τις προτεραιότητές του, επέβαλλε την ίδια ποινή : την θανατική.

Ο Κοεμτζής σκορπώντας θάνατο σφράγισε το διαβατήριο για τον δικό του.

Ίσως γι’ αυτό ήταν άβολη φιγούρα στο σκηνικό μιας κοινωνίας που τελικά τον άφησε να ζήσει.

Ιδού το απόσταγμα μιας ζωής που πήγε στα χαμένα, από τον ίδιο:

«Στη φυλακή που ήμουν, πέρασα όλα τα μονοπάτια της άχαρης ζωής και στάθηκα όρθιος. Για να σταθείς όρθιος πρέπει να ‘χεις σοφία, γενναιότητα και ευφροσύνη και να χάνεις λίγο από το δίκιο σου. Έτσι μονάχα θα μπορείς να επιβιώσεις. Να δείχνεις κατανόηση σε όλους και να χάνεις και το δίκιο σου».

Επιμύθιο, για την ανθρώπινη πλευρά της υπόθεσης;

Το ρεφραίν

Βιβλία :

- Νίκος Κοεμτζής, Το μακρύ ζεϊμπέκικο

- Ηλίας Πετρόπουλος, Το άγιο χασισάκι, Νεφέλη, 1991

- Ηλίας Πετρόπουλος, Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες, Νεφέλη, 2001

- Διονύσης Χαριτόπουλος, Ημών των ιδίων, Ελλ. Γράμματα, 2003

Δεσμοί :

http://www.tovima.gr/society/article/?aid=421384

http://www.tanea.gr/politismos/article/?aid=4495778

Πηγή: Antinews

Δεν υπάρχουν σχόλια: