Με λαμπρότητα και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια τελέσθηκαν από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμο, την Κυριακή, τα εγκαίνια του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού του Αγίου Στεφάνου στην Αρναία που είχε καταστραφεί από τη μεγάλη πυρκαγιά το 2005. Τα εγκαίνια του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Στεφάνου ήταν το επιστέγασμα των προσπαθειών αναστήλωσης του Ναού που είχε καταστραφεί ολοσχερώς.
Το έργο είχε συνολικό προϋπολογισμό 2 εκατομμυρίων ευρώ που στο μεγαλύτερο μέρος τους δόθηκαν από τους πιστούς. Το υπουργείο Πολιτισμού χρηματοδότησε για την αποκατάσταση του Ναού από την 10η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με 684.000 ευρώ, η Ιερά Σύνοδος προσέφερε 107.000 ευρώ, το υπουργείο Μακεδονίας Θράκης 18.000 ευρώ, η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους 20.000 ευρώ, η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας 30.000 ευρώ και τα υπόλοιπα χρήματα συγκεντρώθηκαν από το χριστεπώνυμο ποίμνιο καθώς η κινητοποίηση των πολιτών, ιδιαίτερα των κατοίκων της Αρναίας, των εκκλησιαστικών αρχών, του Δήμου και πολλών άλλων φορέων υπήρξε μαζική και πρωτόγνωρη.
«Τα σημερινά εγκαίνια ήταν η ανακεφαλαίωση ενός αγώνος που μας έφερε σ’ αυτή τη σημερινή λαμπρή ημέρα κατά την οποία αποδίδεται ο Ιερός Ναός του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου στην κοινή λατρεία. Αξίζει να υπογραμμίσουμε την προσφορά των πιστών, των αρχόντων του τόπου, των επιτροπών και του Μητροπολίτη Ιερισσού Νικοδήμου. Τα εγκαίνια είναι και ένα μήνυμα αισιοδοξίας, διότι όταν βλέπουμε σε άλλους χώρους με πόση στενότητα και στενοκαρδιά αντιμετωπίζονται τέτοια γεγονότα, αυτές εδώ οι κοινωνίες της Ελλάδος, ο λαός μας δηλαδή, μολονότι έχει πολλές δυσκολίες και προβλήματα, δεν παύει να στηρίζει αυτές τις ιερές προσπάθειες» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερόνυμος.
Ο Μητροπολίτης Ιερισσού κ.Νικόδημος ευχαρίστησε τους πιστούς και όλους όσους συνέβαλαν στην αναστήλωση του Μητροπολιτκού Ναού. «Τα δάκρυα και όλη η αγωνία μας σήμερα στεφανώθηκαν με τα ιερά εγκαίνια του Ναού.
Εύχομαι από καρδίας εις όλους τους κοπιάσαντας, τους δωρητάς, τους ευεργέτας του Ναού αυτού να τους δίνει ο Κύριος δύναμη και να έχουν πλούσια την ευλογία του» είπε συγκινημένος ο Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Νικόδημος.
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας βραβεύθηκαν με το παράσημο της Ιεράς Μητρόπολης ο προϊστάμενος της 10ης ΕΒΑ Ιωάννης Ταβλάκης και ο πολιτικός Μηχανικός Θεόδωρος Τσαμπούνης.
Οι εργασίες
Η καινούργια στέγη του ναού κατασκευάστηκε στο πρότυπο της παλιάς με ξυλεία από το γειτονικό δάσος της Βαρβάρας, το παλιό δάπεδο ξηλώθηκε και δημιουργήθηκε νέο, τοποθετήθηκε καινούργιο ξύλινο τέμπλο, στερεώθηκαν οι ξύλινοι κίονες των δύο κιονοστοιχιών, ανακατασκευάστηκε ο γυναικωνίτης, η εσωτερική πλευρά των τοίχων επιχρίστηκε, το κτήριο εξοπλίστηκε με νέα έπιπλα (στασίδια, καθίσματα, προσκυνητάρια, ψαλτήρια), τοποθετήθηκαν καινούργια κουφώματα, αντικαταστάθηκαν οι εικόνες, τα σκεύη και τα λειτουργικά αντικείμενα.
Στις 24 Δεκεμβρίου του 2006 πραγματοποιήθηκαν τα θυρανοίξια του «ανακαινισθέντος εκ της τέφρας» ναού, με τα οποία εγκαινιάστηκε πανηγυρικά η επαναλειτουργία του, δεκαέξι σχεδόν μήνες μετά την ολοσχερή καταστροφή του από τη φωτιά της 5ης Σεπτεμβρίου του 2005 που είχε ως φυσικό επακόλουθο τη διακοπή κάθε είδους θρησκευτικής δραστηριότητας.
Με ζητούμενο να εξακριβωθεί η κατάσταση διατήρησης των θεμελιώσεων του κτηρίου και να διαπιστωθεί ο βαθμός πιθανής αλλοίωσής τους από τις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, η 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων διενήργησε στο εσωτερικό του ναού αμέσως μετά την καταστροφή του μία μικρής κλίμακας ανασκαφική έρευνα.
Από τη δραστηριότητα αυτή προέκυψε ότι στατικά το κτήριο δεν παρουσίαζε κανένα απολύτως πρόβλημα, αναπάντεχα ωστόσο και δίχως κανείς να το περιμένει ήρθαν στο φως κινητά και άλλα ευρήματα, τα οποία αφενός αποτέλεσαν σοβαρές ενδείξεις για την προγενέστερη χρήση του χώρου, αφετέρου επέβαλαν τη συνέχιση των αρχαιολογικών εργασιών.
Έτσι, ακολούθησε η πολύμηνη, εξαντλητική και συστηματική διερεύνηση του συνόλου σχεδόν της έκτασης που καταλαμβάνει ο ναός, η οποία – σημειωτέον – συνεχίστηκε και μετά την επαναλειτουργία του, χωρίς να επηρεαστεί ή να παρεμποδιστεί η τέλεση των Ιερών Ακολουθιών. Πρέπει να επισημανθεί σε αυτό το σημείο ότι στο νέο δάπεδο, το οποίο διαμορφώθηκε το καλοκαίρι του 2006 σε όλη την επιφάνεια του κτηρίου με την κατασκευή πλάκας από οπλισμένο σκυρόδεμα πάχους 0.25-0.30 μ., προβλέφθηκε η ύπαρξη δεκαοκτώ μεγάλων ανοιγμάτων ορθογώνιου σχήματος, έξι σε κάθε κλίτος, τα οποία καλύφθηκαν με ξύλινα σανίδια.
Με αυτή την προσωρινή, αλλά συνάμα αποτελεσματική και «έξυπνη» λύση που επέλεξαν οι αρμόδιοι, και με απαραίτητη φυσικά προϋπόθεση την απομάκρυνση και την επανατοποθέτηση των ξύλινων σανιδιών (διαδικασία ούτε σύνθετη, ούτε χρονοβόρα), επιτεύχθηκε άνετη και ασφαλής πρόσβαση στον υποκείμενο του καινούργιου δαπέδου χώρο, όπου εντοπίστηκαν οι αρχαιότητες. Επιπλέον, εξασφαλίστηκε η παραμονή και η διέλευση του κοινού στο εσωτερικό του ναού χωρίς κανένα κίνδυνο ατυχήματος.
Τα αποτελέσματα των ανασκαφών της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στο εσωτερικό του ναού ήταν πραγματικά εντυπωσιακά και πέρα από κάθε προσδοκία.
Πρώτον, διαπιστώθηκε η ύπαρξη τριών παλαιότερων κτηρίων εντός των ορίων του σημερινού οικοδομήματος: μία μεγάλη τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική που χρονολογείται γύρω στο 400 μ.Χ., ένας μικρός μονόχωρος βυζαντινός ναός του 10ου-11ου αιώνα μ.Χ. και ένα ευμέγεθες ορθογώνιο μεταβυζαντινό οικοδόμημα χωρίς κόγχη (16ος-17ος αιώνας μ.Χ.).
Δεύτερον, ήρθαν στο φως – εκτός από θεμέλια και τμήματα τοίχων προγενέστερων κτισμάτων – πολυάριθμα κινητά και ακίνητα ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιοχριστιανική εποχή έως και την περίοδο της τουρκοκρατίας: αβαφής και εφυαλωμένη κεραμική, πορσελάνινα όστρακα, πήλινες κεραμίδες, θραύσματα μαρμάρου, γυάλινα αντικείμενα, υπολείμματα ξύλου και υφάσματος, μεταλλικά – σιδερένια, χάλκινα, μολύβδινα και ασημένια – αντικείμενα (σκεύη, εργαλεία, κοσμήματα, εξαρτήματα, νομίσματα), κονιάματα και τοιχογραφίες (στη θέση τους, αλλά και σε μορφή σπαραγμάτων), εξάπλευρες πήλινες πλάκες δαπέδου και πήλινοι αγωγοί.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αποκάλυψη δεκαπέντε ταφών (ορισμένες από τις οποίες ανάγονται στην παλαιοχριστιανική εποχή και άλλες στον 16ο αιώνα μ.Χ.), καθώς και ο εντοπισμός μεγάλου αριθμού οστών από ανακομιδές.
Με άλλα λόγια, οι έρευνες της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων φανέρωσαν μία σημαντικότατη πτυχή της ιστορίας της περιοχής, η οποία μέχρι το 2005 ήταν παντελώς άγνωστη τόσο στην επιστημονική κοινότητα όσο και στο ευρύτερο κοινό: την έντονη, πολυσχιδή και μακραίωνη ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στην Αρναία και ειδικότερα στον χώρο, όπου υψώνεται ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Στεφάνου.
Ωστόσο, το έργο της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στο εσωτερικό του ναού δεν περιορίστηκε μόνο στον εντοπισμό και στην αποκάλυψη των παραπάνω αρχαιοτήτων. Μετά το πέρας των ανασκαφικών ερευνών και με χρήματα που εξασφαλίστηκαν από το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, πραγματοποιήθηκε η προστασία και η συντήρηση των ευρημάτων, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση και την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου.
Τα ξύλινα σανίδια, με τα οποία καλύπτονταν προσωρινά τα μεγάλα ανοίγματα που δημιουργήθηκαν στο καινούργιο δάπεδο του ναού, απομακρύνθηκαν οριστικά και αντικαταστάθηκαν από ειδικούς επιδαπέδιους υαλοπίνακες, οι οποίοι στηρίχθηκαν σε συμπαγείς μεταλλικούς σκελετούς.
Στους ανασκαμμένους χώρους εγκαταστάθηκαν ηλεκτρολογικό δίκτυο, φωτιστικά σώματα, συσκευές καταγραφής υγρασίας-θερμοκρασίας και αφυγραντήρες, ενώ στον πυθμένα των πρώτων στρώθηκαν ψηφίδες καφέ χρώματος. Χάρη σε αυτές τις εργασίες οι προσκυνητές και οι επισκέπτες του ναού έχουν σήμερα τη δυνατότητα να σταθούν και να περπατήσουν στα γυάλινα τμήματα του δαπέδου του κτηρίου, βλέποντας ταυτόχρονα φωτισμένα και ειδικά διαμορφωμένα όλα όσα βρέθηκαν ακριβώς από κάτω.
Του Θοδωρή Δούκα
Πρώτον, διαπιστώθηκε η ύπαρξη τριών παλαιότερων κτηρίων εντός των ορίων του σημερινού οικοδομήματος: μία μεγάλη τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική που χρονολογείται γύρω στο 400 μ.Χ., ένας μικρός μονόχωρος βυζαντινός ναός του 10ου-11ου αιώνα μ.Χ. και ένα ευμέγεθες ορθογώνιο μεταβυζαντινό οικοδόμημα χωρίς κόγχη (16ος-17ος αιώνας μ.Χ.).
Δεύτερον, ήρθαν στο φως – εκτός από θεμέλια και τμήματα τοίχων προγενέστερων κτισμάτων – πολυάριθμα κινητά και ακίνητα ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιοχριστιανική εποχή έως και την περίοδο της τουρκοκρατίας: αβαφής και εφυαλωμένη κεραμική, πορσελάνινα όστρακα, πήλινες κεραμίδες, θραύσματα μαρμάρου, γυάλινα αντικείμενα, υπολείμματα ξύλου και υφάσματος, μεταλλικά – σιδερένια, χάλκινα, μολύβδινα και ασημένια – αντικείμενα (σκεύη, εργαλεία, κοσμήματα, εξαρτήματα, νομίσματα), κονιάματα και τοιχογραφίες (στη θέση τους, αλλά και σε μορφή σπαραγμάτων), εξάπλευρες πήλινες πλάκες δαπέδου και πήλινοι αγωγοί.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αποκάλυψη δεκαπέντε ταφών (ορισμένες από τις οποίες ανάγονται στην παλαιοχριστιανική εποχή και άλλες στον 16ο αιώνα μ.Χ.), καθώς και ο εντοπισμός μεγάλου αριθμού οστών από ανακομιδές.
Με άλλα λόγια, οι έρευνες της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων φανέρωσαν μία σημαντικότατη πτυχή της ιστορίας της περιοχής, η οποία μέχρι το 2005 ήταν παντελώς άγνωστη τόσο στην επιστημονική κοινότητα όσο και στο ευρύτερο κοινό: την έντονη, πολυσχιδή και μακραίωνη ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στην Αρναία και ειδικότερα στον χώρο, όπου υψώνεται ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Στεφάνου.
Ωστόσο, το έργο της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στο εσωτερικό του ναού δεν περιορίστηκε μόνο στον εντοπισμό και στην αποκάλυψη των παραπάνω αρχαιοτήτων. Μετά το πέρας των ανασκαφικών ερευνών και με χρήματα που εξασφαλίστηκαν από το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, πραγματοποιήθηκε η προστασία και η συντήρηση των ευρημάτων, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση και την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου.
Τα ξύλινα σανίδια, με τα οποία καλύπτονταν προσωρινά τα μεγάλα ανοίγματα που δημιουργήθηκαν στο καινούργιο δάπεδο του ναού, απομακρύνθηκαν οριστικά και αντικαταστάθηκαν από ειδικούς επιδαπέδιους υαλοπίνακες, οι οποίοι στηρίχθηκαν σε συμπαγείς μεταλλικούς σκελετούς.
Στους ανασκαμμένους χώρους εγκαταστάθηκαν ηλεκτρολογικό δίκτυο, φωτιστικά σώματα, συσκευές καταγραφής υγρασίας-θερμοκρασίας και αφυγραντήρες, ενώ στον πυθμένα των πρώτων στρώθηκαν ψηφίδες καφέ χρώματος. Χάρη σε αυτές τις εργασίες οι προσκυνητές και οι επισκέπτες του ναού έχουν σήμερα τη δυνατότητα να σταθούν και να περπατήσουν στα γυάλινα τμήματα του δαπέδου του κτηρίου, βλέποντας ταυτόχρονα φωτισμένα και ειδικά διαμορφωμένα όλα όσα βρέθηκαν ακριβώς από κάτω.
Του Θοδωρή Δούκα
Πηγή: HalkidikiNews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου