Κάποτε μία γυναίκα παντρεμένη, από διπλανό χωριό, ετοιμαζόταν να πάει στο Νεοχώρι σε έναν γάμο. Εκεί που ετοιμαζόταν να φύγει, πέθανε ο άντρας της. Αυτή όμως έπρεπε να πάει στο γάμο οπωσδήποτε.
Μια και δυό πάει και αναθέτει σε δύο μοιρολογίστρες να κλάψουν τον άντρα της τάζοντάς τες «μ΄σό μούτλου κ΄κιά» (μισό μούτλο αντιπροσώπευαν ποσότητα που τη μετρούσαν αφού έμπηγαν το λιχνιτήρι ή ένα ξύλο στο σωρό με τα κουκιά και μετρούσαν 5 γροθιές σε ύψος).
Τις πήγε στο σπίτι στον πεθαμένο, και τις λέει :
- Ιδώ είνι, Γιάννη τουν λιέν , κλιαίτι τουν.
Εκεί που πήγε στο γάμο έτυχε να περνάει μία συγχωριανή της και την είδε να χορεύει. Τη φώναξε και της είπε :
- Μαρή ΄συ η άντρας είνι πιθαμένους, κι συ χουρεύ΄ς ;
Και η άλλη ετοιμόλογη :
- Ε, χουρεύου κι ρ΄μάζου, ίσια ίσια που κ΄νιούμι !
Πηγή:
Παλαιοχώρι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου