Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Ο δάσκαλος και Φιλικός Γεώργιος Λασσάνης (1793 – 1870)


Ο δάσκαλος και Φιλικός Γεώργιος Λασσάνης (1793 – 1870)

Ο Γεώργιος Λασσάνης (1793 – 1870) ήταν λόγιος και πολιτικός από την Κοζάνη. Ο Γ. Λασσάνης ανέπτυξε δραστηριότητα ως συγγραφέας, δραματουργός, δάσκαλος ενώ παράλληλα συμμετείχε στην επανάσταση του 1821.

Δημοσιεύουμε, σε νεοελληνική απόδοση, αποσπάσματα από το βιβλίο του φιλολόγου Παναγιώτη Λιούφη Ιστορία της Κοζάνης, έκδοση 1924.

Κείμενο: Παναγιώτης Λιούφης

απόδοση στα νέα ελληνικά: Δημήτρης Τζήκας*


Γεώργιος Λασσάνης

Ιερολοχίτης και πολιτικός άνδρας της νεότερης Ελλάδας. Γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1793· πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Λάσκος (Σαπουντζή) και μητέρα του η Αικατερίνη, θυγατέρα του Ιωάννη Χατζηκλήμου, ο οποίος ήταν και δικός μας προππάπος [σ.σ. του Λιούφη]. Μικρός στην ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος φονεύτηκε καθώς επέστρεφε στην πατρίδα απ΄ τη Βιέννη, όπου ασκούσε εμπόριο. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρα, διακρινόμενος μεταξύ των συμμαθητών του για την ευφυΐα και τις επιδόσεις του. Κατά την παιδική του ηλικία, κρύφτηκε στην οικία Καρατζά, μαζί με τη μητέρα του Αικατερίνη, η οποία ήταν ονομαστή για το κάλλος της και την καταζητούσε ο Αλή πασάς. Σε ηλικία 20 ετών, μνηστεύτηκε την Αναστασία, θυγατέρα του Νικολάου, εξέχουσα στην ομορφιά και την αρετή.  Εξαιτίας όμως νέας καταδίωξης του τυράννου των Ιωαννίνων, απομακρύνθηκε απ’ την Κοζάνη και κατέφυγε στον πεθερό του Τακιατζή στην Πέστη, όπου κι εργάστηκε για λίγον καιρό σ’ εμπορικά καταστήματα. Απ’ εκεί μετέβη στη Λειψία και συνέχισε τις σπουδές του. Φύση ζωηρή και πλήρης πατριωτικού ενθουσιασμού, έχοντας νωπά τα ίχνη της τυραννίας, δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος μπροστά στα γεγονότα της εποχής εκείνης. Εγκαίρως (από το 1817) μυημένος στη Φιλική Εταιρία εγκατέλειψε τη Γερμανία και αφίχθη στην Οδησσό το 1818, κι εκεί, με το πρόσχημα της διδασκαλίας, εργαζόταν για την ενίσχυση του μεγάλου σκοπού. Στην Ελληνική Σχολή της Οδησσού, δίδασκε μαζί με τον Βαρδάλαχο και τον Γεννάδιο, εισήγαγε δε την αλληλοδιδακτική μέθοδο του Κλεόβολου. Στην Οδησσό έγραψε και τα εξής ποιήματα, κάποια με το ψευδώνυμο Γοργίδας Λυσανίας: 1) «Ελλάς», εν Μόσχα, 1820, 2) Αριστομένης και Γόργος, ποίημα Αυγούστου Λαφονταίνου εκ του Γερμανικού, μεταφρασθέν αύτοθι, 1820, 3) Αρμόδιος και Αριστογείτων, τραγωδία διδαχθείσα εν Οδησσώ, αλλά μη τυπωθείσα, 4) Προπαιδευτική εγκυκλοπαίδεια εξάτομος, τη συνεργασία του Γενναδίου. Πλην τούτων, έγραψε κάποιες διατριβές στον Λόγιο Ερμή. Κατά τον Αύγουστο δε του 1820, αφού παραιτήθηκε απ’ τη διδασκαλία και ήρθε σε διάσταση με τον πεθερό του, λόγω της οποίας διέλυσε την μνηστεία με τη θυγατέρα του Τακιατζή, ακολούθησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος είχε αναγνωριστεί αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας εν Κισνοβίω της Βεσσαραβίας· ο Λασσάνης έγινε γραμματέας του και υπασπιστής κατά την έκρηξη της Επανάστασης, ορίστηκε δε χιλίαρχος του Ιερού Λόχου. Μετά την καταστροφή στο Δραγατσάνι, ακολούθησε την τύχη του Αλέξανδρου Υψηλάντη.


Το αναπαλαιωμένο αρχοντικό Γεωργίου Λασσάνη στην ομώνυμη πλατεία της Κοζάνης

Παραθέτουμε εδώ αποσπάσματα από τον επιτάφιο λόγο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αιών» στο φύλλο της 9ης Ιουνίου, γραμμένος από τον Τιμολ. Φιλήμονα:

«…Εκπαιδευθείς τα γράμματα εν Γερμανία και πλήρης της αρχαίας παραδόσεως του Ελληνισμού, και του ευαγγελισθέντος πνεύματος, υπήρξεν εις των εκλεκτών εργατών, εις ων την δραστηριότητα, τα φώτα, τον άκρον πατριωτισμόν και την έμπνευσιν οφείλεται πρωτίστως η Παρασκευή του Γένους προς έναρξη του μεγάλου αγώνος. Διδάσκων στην Οδησσό ανέπτυσσεν εις των νέων τας ψυχάς το καθήκον και τον έρωτα του μαρτυρίου, εν ω συγχρόνως  διά παρορμήσεων παντοίων εστρατολόγει τους ικανούς προς έναρξιν του έργου. Η ιστορία διέσωσε την σειράν πολλών γραμμάτων αυτού προς τους ισχυρούς του ημέτερου γένους, δι’ ων υπέθαλπεν αυτών τον προς τον αγώνα έρωτα. Ουχί δ’ ολίγον συνετέλεσαν αι εύγλωτται παρορμήσεις του, όπως εξωθήσωσιν εις ταχυτέραν έκρηξιν του αγώνος τον υπέρτατον Έλληνα, προς ον τότε εστρέφοντο τα βλέμματα σύμπαντος του Έθνους και ως σωτήρα εκάλουν τον Αλέξανδρον Υψηλάντη.


Ο Γεώργιος Λασσάνης στην επίσημη σφραγίδα του Δήμου Κοζάνης

Η μεγάλη εκείνη και μυθική ψυχή κατενόησεν, οίον όργανον πολύτιμον εύρισκεν η πατρίς εις  του Λασσάνου τον ενθουσιασμόν και την ικανότητα. Τούτον εξελέξατο απόστολον προς συννενόησιν πάρά τον ηγεμόνα της Μολδαυίας, τον αείμνηστον και ένδοξον Μιχαήλ Σούτσον, τούτον έσχε παρ’ εαυτώ επιστήθιον συνεργάτην και ταμίαν των εθνικών φρονημάτων του. Από τα ημέρας, καθ’ ην εξελέξατο τον Λασσάνην γραμματέα και συνεργάτη μέχρι της ημέρα, καθ’ ην επί ξένης παρέδωκε το πνεύμα εις τον Ύψιστον, μετά τα μαρτύρια επταετούς καθείρξεως, ο Υψηλάντης δεν είδε απομακρυνόμενον τον πιστόν αυτού φίλον, συμμέτοχον γενόμενον εν ευφροσύνη και των ευτυχημάτων και των δυστυχιών. Και ότε διέβαινε τον Προύθον περιβεβλημένος πάσαν την δόξαν του ανατέλλοντος ηλίου της Ελληνικής Ελευθερίας, και ότε εκάλει τους Έλληνας εις τα όπλα, πλήρης προσδοκιών ευτυχούς μέλλοντος, και όταν έβλεπε εν Δραγατσανίω κατακοπτόμενον τον Ιερόν Λόχον, ου ήρχε αυτός και ότε εις παγίδας απιστίας πίπτων ήγετο παρά χριστιανών αρχόντων εις το Αυστριακόν φρούριον του Μογκατσίου, όπως κορεσθή η λύσσα της αλλοφύλου τυραννίας, ο Υψηλάντης παράπλευρον έσχε παντού τον Λασσάνην. Τας βασάνους τις εν τω φρουρίω εκείνω επταετούς φυλακίσεως υπέστη αγογγύστως μετά του προμάχου της Ελληνικής ιδέας παρήγορος γενόμενος, του Λασσάνου δε την δεξιάν εκράτει ο μέγας εκείνος Έλλην, ότε εν Βιέννη εξέπενεε, παραγγελίαν δίδων όπως η καρδία αυτού, ήτις μόνον διά την Ελλάδαν έπαλλε, μίαν ημέραν κατατεθή εις την ελευθέραν γην αυτής…»

H Σημαία του Ιερού Λόχου

Αφού εκπλήρωσε την αποστολή του δίπλα στον Υψηλάντη και τον ενταφίασε, μελετούσε να κατέβει στην Ελλάδα το 1828. Εμποδίστηκε όμως απ’ την αυστριακή κυβέρνηση να κατέλθει μέσω Τεργέστης. Οπότε, αφού διάβηκε την Γερμανία και την Γαλλία, ήλθε στην Τουλών κι από ‘κει με γαλλική φρεγάτα απέπλευσε στην Ελλάδα, κατά τον Ιούλιο του 1828. Ο πρώην διδάσκαλος και άνθρωπος των γραμμάτων ήταν ήδη στρατιώτης, προ επταετίας· ο έρως προς το έθνος, όπως και άλλους, έτσι κι εκείνον τον μετέτρεψε σε μαχητή. Μόλις αποβιβάστηκε στην Ελλάδα έτρεξε στον πόλεμο· ο μεγαλόκαρδος στρατάρχης Δημήτριος Υψηλάντης, τιμώντας τη μνήμη του αδελφού του κι αποδίδοντας δίκαια αμοιβή για προηγούμενες επιφανείς υπηρεσίες προς την πατρίδα, πρότεινε τον άνδρα στον Κυβερνήτη, κι αυτός διόρισε τον Λασσάνη στρατοπεδάρχη στον στρατό της Ανατολικής Ελλάδας. Επίσης καρτερικώς και επιζήλως εκπλήρωσε ο Λασσάνης τα νέα του καθήκοντα. Παραβρέθηκε σε όλες τις μάχες που έγιναν έκτοτε και μέχρι το τέλος του Αγώνα· συμμετείχε στη μάχη του Στεβένικου, της Λιβαδειάς, των Θηβών και στην τελευταία μάχη των Ελλήνων με τους Τούρκους, στην οποία ήταν στρατηγός ο Υψηλάντης, χιλίαρχοι δε ο Κριεζιώτης, ο Χατζηπέτρος, ο Στράτος, ο Δυοβουνιώτης και άλλοι· η μάχη έληξε με λαμπρό τρόπαιο κατά των Τούρκων.


 Μετά την κατάπαυση του πολέμου, κι αφού η ειρήνη αποκαταστάθηκε, ο Λασσάνης νυμφεύτηκε την Ευθυμία Λιανοσταφίδα απ’ την Πάτρα κι εξακολούθησε να παρέχει στην υπηρεσία της πατρίδας τα έξοχα προσόντα της ικανότητας, του πατριωτισμού και της τιμιότητας του. Διετέλεσε Επιθεωρητής του Στρατού, Γενικός Έφορος, Διοικητής, Νομάρχης (μέχρι το 1857, επί δύο περιόδους) Γενικός Γραμματέας, διευθύνων ως υπουργός το υπουργείο επί των οικονομικών Υπουργείο, και Γενικός γραμματέας του Υπουργείου των Στρατιωτικών. Όπου διοίκησε, άφησε αναμνήσεις βαθιάς, αμερόληπτης και σοβαρής διοίκησης, πατρικής μέριμνας και υποδείγματα νοήμονος διαχείρισης της εξουσίας. Αφού ορίστηκε Συνταγματάρχης απ’ την Επιτροπή που όρισε τους βαθμούς που πρέπει ν’ αποδοθούν στους αγωνιστές, αναλόγως με τις υπηρεσίες τους και τον βαθμό που έφεραν κατά τον αγώνα, ο Λασσάνης προβιβάστηκε το έτος 1868 στο βαθμό του Υποστράτηγου. Πλήρης υγείας και δύναμης, όπως πάντες οι στρατιώτες της μεγάλης γενιάς τους αγώνα, λες κι επίτηδες πλάστηκαν τέτοιοι απ’ τη Θεία πρόνοια, για να εκτελέσουν το γιγαντιαίο έργο που κληρώθηκε σ’ αυτούς, ο Γεώργιος είχε μεν στρατιωτικό το ήθος και σοβαρό, αλλά ήταν προσηνής στους τρόπους κι ευχάριστος· στο καθαρό κι ανοιχτό πρόσωπό του έφερε την εικόνα της ευγένειας των αισθημάτων και του υψηλού φρονήματος, η οποία έθελγε κι ενέπνεε εμπιστοσύνη, χωρίς ν’ απωθεί με την περηφάνια της. Είχε τον λόγο πλούσιο, διότι τον κοσμούσε ποικίλη παιδεία, και ούτε μια στιγμή δεν έπαυε να διαβάζει και να μελετά, στην ομιλία του δε ήταν αξιαγάπητος και γεμάτος παρηγοριά. Σύζυγος προσφιλής, κύριος οίκου φιλόξενος, φίλος πρόθυμος και αμετάπτωτος, υπήρξε απ’ τα πιο δραστήρια πρόσωπα που παρασκεύασαν και υπηρέτησαν αποτελεσματικά το μέγα έργο της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Απ’ τη νεότητα μέχρι τις έσχατες μέρες του, το αίσθημα υπέρ της πατρίδας υπήρξε ο γνώμονας του βίου και το σύμβολο της ύπαρξής του, όπως ίσως σε λίγους,  πρόσφερε δε θετικές υπηρεσίες υπέρ της εθνικής ιδέας. Πέθανε την 7η Ιουλίου 1870 στην Αθήνα, σε ηλικία 77 ετών και κηδεύτηκε με στρατιωτική παράταξη, όπως ταίριαζε στην τιμή και τον βαθμό του. Ο αείμνηστος άνδρας, με την διαθήκη του, ίδρυσε και τον δραματικό Λασσάνειο Διαγωνισμό, μέσω του οποίου βραβεύονταν τα καλύτερα δραματικά έργα, από επιτροπεία, στην οποία συμμετείχαν καθηγητές του Εθνικού Πανεπιστημίου· ο διαγωνισμός άρχισε να λειτουργεί από το 1884. Αλλά και στη γενέτειρά του αποδείχθηκε χρήσιμος, προστατεύοντας πλείστους συμπολίτες και δωρίζοντας 6.000 δραχμές στα Σχολεία· ο ίδιος σπούδασε και τους εγγονούς του, τον Νικόλαο Καμάτση και τον Ιωάννη Λιούφη.

Το παλιό αρχοντικό του Λασσάνη έχει χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο οίκημα και μνημείο. Διέθετε 2 ορόφους, κελάρι (στο οποίο βρισκόταν το λουτρό και το πλυσταριό) και μια αποθήκη. Επίσης το περιτριγυρίζει μια πέτρινη μάντρα.

*Ο Δημήτρης Τζήκας είναι δάσκαλος και ιστορικός.Εργάζεται στη δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Πηγές

http://el.wikipedia.org/wiki/

http://el.wikipedia.org/wiki/

Πηγή: eranistis.net

Δεν υπάρχουν σχόλια: