Ερευνητές ανακάλυψαν ανθρώπους της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής
στη Λέσβο
Της Χριστινας Σανουδου
Ωθούμενοι από την ανάγκη για τροφή και καταφύγιο ή ίσως και από μια πολύ ανθρώπινη περιέργεια, οι νομάδες της Kατώτερης Παλαιολιθικής Εποχής ταξίδευαν αδιάκοπα, διανύοντας τις τεράστιες χερσαίες αποστάσεις που χωρίζουν το σημείο εκκίνησής τους, την Αφρική, από την Ασία και την Ευρώπη. Οταν η στάθμη της θάλασσας έπεφτε κατά περίπου 60 μέτρα, στη διάρκεια των παγετωδών φάσεων της Πλειστόκαινης Εποχής -γνωστής στο ευρύ κοινό ως Εποχή των Παγετώνων-, αρκούσε να διασχίσουν μία γέφυρα ξηράς μήκους περίπου 20 χιλιομέτρων για να βρεθούν από τα σημερινά παράλια της Μικράς Ασίας σε ένα από τα ανατολικότερα άκρα της Ευρώπης, τη Λέσβο.
στη Λέσβο
Της Χριστινας Σανουδου
Ωθούμενοι από την ανάγκη για τροφή και καταφύγιο ή ίσως και από μια πολύ ανθρώπινη περιέργεια, οι νομάδες της Kατώτερης Παλαιολιθικής Εποχής ταξίδευαν αδιάκοπα, διανύοντας τις τεράστιες χερσαίες αποστάσεις που χωρίζουν το σημείο εκκίνησής τους, την Αφρική, από την Ασία και την Ευρώπη. Οταν η στάθμη της θάλασσας έπεφτε κατά περίπου 60 μέτρα, στη διάρκεια των παγετωδών φάσεων της Πλειστόκαινης Εποχής -γνωστής στο ευρύ κοινό ως Εποχή των Παγετώνων-, αρκούσε να διασχίσουν μία γέφυρα ξηράς μήκους περίπου 20 χιλιομέτρων για να βρεθούν από τα σημερινά παράλια της Μικράς Ασίας σε ένα από τα ανατολικότερα άκρα της Ευρώπης, τη Λέσβο.
Μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια αργότερα, η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Κρήτης αποκαλύπτει μεθοδικά ό, τι άφησαν πίσω τους οι πρώτοι κάτοικοι του Αιγαίου, στις παρυφές ενός ποτάμιου και λιμναίου περιβάλλοντος. Τα λίθινα εργαλεία και τα υπόλοιπα αντικείμενα μαρτυρούν πως η θέση Ροδαφνίδια, κοντά στις Θερμοπηγές Λισβορίου της Λέσβου, χρησιμοποιούνταν συστηματικά από τους προγόνους του σύγχρονου ανθρώπου - πιθανότατα στη Μέση Πλειστόκαινο, δηλαδή από το 125000 έως το 780000 πριν το παρόν, ή ακόμα παλαιότερα.
Οι παγετώνες
Στη διάρκεια των παγετωδών εποχών, ο κόλπος της Καλλονής, στο νότιο τμήμα της Λέσβου, μετατρεπόταν σε λίμνη και οι ακτές της σε ιδανική τοποθεσία για την εγκατάσταση, την αναζήτηση τροφής, την κατασκευή εργαλείων - όλες, δηλαδή, τις καθημερινές δραστηριότητες των ανθρωπίδων. Το αν επρόκειτο για Homo erectus, Homo heidelbergensis ή κάποιο άλλο προγονικό είδος παραμένει προς διερεύνηση. Εξάλλου, ο ακριβής υπολογισμός της ηλικίας της θέσης θα είναι δυνατός μόνο μετά τη χρονολόγηση των γεωλογικών δειγμάτων, που έχουν σταλεί σε επιστημονικά εργαστήρια. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως η ανακάλυψη του φετινού καλοκαιριού φωτίζει άγνωστες ώς τώρα πτυχές της προϊστορίας του ελλαδικού χώρου και όχι μόνο, δεδομένου ότι ευρήματα αυτής της περιόδου δεν έχουν βρεθεί ποτέ σε τόσο μεγάλη αφθονία και ανάλογη συνάφεια στη νοτιοανατολική πύλη της Ευρώπης. Παρόμοια ευρήματα συναντώνται σε ομόλογες θέσεις της Πρώιμης Παλαιολιθικής στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική.
Μολονότι η στερεοτυπική αφήγηση μιλάει για «ανθρώπους των σπηλαίων», στην πραγματικότητα οι υπαίθριες εγκαταστάσεις φαίνεται ότι ήταν εξίσου συνηθισμένες, αν όχι πιο πολυπληθέστερες, αναφέρει η αναπληρώτρια καθηγήτρια προϊστορικής αρχαιολογίας και επικεφαλής της έρευνας, Νένα Γαλανίδου. Η θέση στα Ροδαφνίδια «καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην πρώιμη ιστορία της ΝΑ Ευρώπης και εντάσσει δυναμικά την Ελλάδα στον χάρτη της παγκόσμιας συζήτησης για την καταγωγή, την εξέλιξη και τις μετακινήσεις του ανθρώπου», ενώ ταυτόχρονα «ανοίγει ένα παράθυρο στην πανάρχαιη ιστορία της κλιματικής αλλαγής», συνεχίζει. Η μοναδικότητά της οφείλεται τόσο στην έκτασή της όσο και στην πυκνότητα και το είδος των ευρημάτων. Για παράδειγμα, «παλαιολιθικές έρευνες στην Ελλάδα για μισό και πλέον αιώνα είχαν φέρει στο φως συνολικά λιγότερους από 10 χειροπελέκεις - τα χαρακτηριστικά αμυγδαλόσχημα εργαλεία της αχελαίας πολιτισμικής φάσης. Τώρα τους τριπλασιάσαμε».
Εργαλεία
Ωστόσο, τα σημαντικότερα ευρήματα της ανασκαφής είναι οι λοξότμητοι κοπείς, «εργαλεία σε φολίδες με ευθύγραμμη ή λοξότμητη κοφτερή απόληξη», που μαρτυρούν πως οι πρώτοι κατοίκοι του Λισβορίου έφεραν μαζί τους μια τεχνογνωσία «με έντονα αφρικανικά στοιχεία» και κατά συνέπεια αποτελούσαν «μέρος μιας κοινής πολιτισμικής παράδοσης που απλώνεται από την Ισπανία έως την Ινδία, αλλά εντοπίζεται κυρίως στην Αφρική». Κάτι πολύ περισσότερο από απλά κατάλοιπα μιας εποχής, οι χειροπελέκεις και οι κοπείς αποτελούν «τα πολυεργαλεία του τότε και εμπεριέχουν το σύνολο της τεχνολογικής γνώσης», ακριβώς όπως «τα κινητά τηλέφωνα συμπυκνώνουν όλη την τεχνολογική γνώση του σήμερα», υπογραμμίζει η καθηγήτρια.
Ομοιότητες μεταξύ Ελλάδος - Ισραήλ
Πριν από την έναρξη της έρευνας στη Λέσβο και προκειμένου να εξοικειωθεί με τις ανασκαφές σε υπαίθριες εγκαταστάσεις της Κατώτερης Παλαιολιθικής -η μέχρι τώρα εμπειρία της ήταν κυρίως σε σπήλαια-, η κ. Γαλανίδου ταξίδεψε στο Ισραήλ, όπου μελέτησε τα τοπία, τις ανασκαφικές μεθόδους και τα ευρήματα του Gesher Benot Ya’aqov και παρατήρησε κάποιες ομοιότητες μεταξύ των δύο θέσεων. Μεταξύ των πολυάριθμων ευρημάτων της θέσης στο Ισραήλ, η οποία ερευνάται συστηματικά εδώ και δεκαετίες, είναι πολλά οργανικά κατάλοιπα, καθώς τα παλαιότερα σωζόμενα ίχνη ελεγχόμενης χρήσης φωτιάς.
Χάρη στην απόφαση του Πανεπιστημίου Κρήτης να επενδύσει στον -παραμελημένο, τουλάχιστον στην Ελλάδα- τομέα της παλαιολιθικής αρχαιολογίας, τα Ροδαφνίδια είναι σήμερα η πρώτη θέση της Κατώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στον ελλαδικό χώρο που ανασκάπτεται συστηματικά και στο πλαίσιο των ερευνών εκπαιδεύονται φοιτητές αρχαιολογίας. Οπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, η εύρεση της θέσης οφείλεται σε μία σύμπτωση: Οι γιατροί Μάκης Αξιώτης και Χαράλαμπος Χαρίσης την εντόπισαν τυχαία καθώς αποτύπωναν ένα νερόμυλο του 19ου αιώνα. Οταν, το 2009, υπέδειξαν το σημείο στην κ. Γαλανίδου, που κατέφτασε στη Λέσβο οδηγημένη από την προκαταρκτική τους δημοσίευση και το ένστικτο της αρχαιολόγου, εκείνη «κρατούσε την ανάσα της», διασθανόμενη τη σημασία της ανακάλυψης.
Στην πρώτη ανασκαφική περίοδο του πενταετούς προγράμματος συμμετείχαν ερευνητές αρχαιολογίας και γεωεπιστημών από τα Πανεπιστήμια Πάτρας, Αιγαίου, Αθηνών, Οξφόρδης, Λονδίνου και Σαουθάμπτον, καθώς και από το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας. Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, τη Γ. Γ. Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου