Γράφει η Σοφία Βούλτεψη |
Προφανώς απουσίαζαν από την Ελλάδα, ίσως και από τον πλανήτη και οφείλουμε να τους καλωσορίσουμε πίσω στη Γη.
Ο λόγος για τους βουλευτές που καταψήφισαν την τροπολογία – 56 τον αριθμό – για τη χρηματοδότηση των κομμάτων εν όψει εκλογών, που προβλέπει την αποδέσμευση της τελευταίας δόσης του 2011 και των δύο δόσεων του 2012 της τακτικής κρατικής επιχορήγησης των κομμάτων, ορίζοντας πως οι δόσεις αυτές είναι ανεκχώρητες και ακατάσχετες, καθώς και ότι οι επόμενες δόσεις θα διέπονται από τους περιορισμούς και τις δεσμεύσεις που έχουν συνομολογήσει τα πολιτικά κόμματα με τις τράπεζες με τις οποίες έχουν συνάψει δάνεια.
Όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει με τις χρηματοδοτήσεις των κομμάτων και τα δάνεια που έχουν λάβει, με εγγύηση προσεχείς κρατικές επιχορηγήσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, υπάρχει το στοιχείο της εξόφθαλμης υποκρισίας, η οποία πάντως έχει διαβαθμίσεις.
Η υποκρισία χωρίζεται σε κατηγορίες:
Υπάρχουν οι βουλευτές που εξελέγησαν για πρώτη φορά σ’ αυτή τη Βουλή, αλλά πάντως με τη σημαία κομμάτων που ακολουθούσαν αυτήν την πρακτική – και επομένως γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τι συμβαίνει.
Υπάρχουν οι βουλευτές που αν και εκλέγονται μέσα από τις τάξεις των ελληνικών κομμάτων για αρκετές θητείες, θυμήθηκαν τώρα να κάνουν την… επανάστασή τους, ενόψει της μάχης του σταυρού και για να φανούν αρεστοί στους (αμφίρροπους) ψηφοφόρους τους, κερδίζοντας τη δημοσιότητα «της τελευταίας στιγμής».
Υπάρχουν εκείνοι που προβάλλουν την καινοφανή άποψη πως η κρατική χρηματοδότηση θεσμοθετήθηκε για να μην είναι η πολιτική δέσμια των συμφερόντων, αλλά επειδή τελικά αυτό δεν συνέβη… ας κοπεί η φανερή επιχορήγηση, ώστε να μπορούν να χρηματίζονται από τα συμφέροντα με την άνεσή τους.
Υπάρχουν εκείνοι που εγκατέλειψαν τα κόμματά τους – χωρίς ποτέ στα χρόνια της επικίνδυνης αμεριμνησίας να επιβάλουν τις απόψεις και τις προτάσεις τους – και τώρα παριστάνουν ότι κάνουν μια καινούργια, «καθαρή» αρχή, αν και για δεκαετίες αποτελούσαν μέρος του συστήματος, επωφελούμενοι από αυτό. Αυτοί μάλιστα, συμμάχησαν μεταξύ τους, αν και ηγούνται διαφορετικών κομμάτων.
Υπάρχουν και τα κόμματα που δημιουργήθηκαν από διασπάσεις και τα οποία έχουν ξιφουλκήσει.
Φυσικά, έχουν κι’ αυτά έξοδα – περιοδείες, γραφεία σε όλη την Ελλάδα, έντυπο υλικό και τα λοιπά.
Δεν λαμβάνουν κρατική επιχορήγηση και πολύ θα θέλαμε να γνωρίζουμε πού βρίσκουν τα χρήματα, ποιοι είναι αυτοί που τους τα δίνουν και σε τι αποβλέπουν.
Υπάρχουν και οι υπουργοί – ο Γιάννης Ραγκούσης για την ακρίβεια – που αν και βρέθηκε στο κατ’ εξοχήν αρμόδιο υπουργείο, ουδέποτε εφάρμοσε ούτε τις ίδιες του τις προτάσεις, που πάντως δεν ήσαν και τόσο ριζοσπαστικές.
Τον Μάρτιο του 2011, ο κ. Ραγκούσης μας ανακοίνωσε ότι η κρατική χρηματοδότηση προς τα κόμματα απλώς θα περικοπεί κατά 20%, λόγω της οικονομικής κρίσης.
Ουδέποτε μας είπε πως αν γίνονταν πρόωρες εκλογές δεν θα δίνονταν αυτά τα χρήματα.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο σημερινός υπουργός Εσωτερικών Τάσος Γιαννίτσης υπέβαλε στη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή τις προτάσεις του για την χρηματοδότηση των κομμάτων.
Όπως είπε, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (2000-2011), τα κόμματα στην Ελλάδα έλαβαν αθροιστικά ενισχύσεις ύψους 655 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ κάθε ψηφοφόρος δίνει 10 ευρώ για την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων, όταν ο Γερμανός ψηφοφόρος δίνει μόλις 0,7 έως 0,8 ευρώ και ακόμη πως «τα κόμματα ακριβώς όπως το κράτος και πολλοί ιδιώτες, ξεκίνησαν με την κρατική χρηματοδότηση, προχώρησαν στην τραπεζική χρηματοδότηση, υπερδανείστηκαν και βρίσκονται σήμερα στην ίδια προβληματική κατάσταση με το Δημόσιο».
Τον Φεβρουάριο, ο κ. Γιαννίτσης επανέφερε την πρόταση για περικοπή της χρηματοδότησης κατά 20%, που υποτίθεται ότι θα είχε εφαρμόσει ήδη ο κ. Ραγκούσης – ο οποίος θα είχε επίσης φέρει και την αλλαγή του εκλογικού νόμου και άλλα πολλά που δεν έγιναν ποτέ, αν και κάθε φορά εξαγγέλλονταν με τον πιο πομπώδη τρόπο.
Ένα μήνα αργότερα, ο κ. Γιαννίτσης πρότεινε (στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας) η περικοπή να είναι της τάξης του 25%, συνοδεύοντας την πρότασή του αυτή από άλλες 14.
Η ιστορία είναι παλιά και πικρή. Τον Μάρτιο του 1994, ο Μανώλης Κεφαλογιάννης κατέθεσε σχέδιο νόμου για τη διαφάνεια στα οικονομικά των κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών, που έπεσε στο κενό.
Τον Οκτώβριο του 1996 ξανακατέθεσε το σχέδιο νόμου με υπογραφή Κ. Καραμανλή, που επίσης απορρίφθηκε. Τον επόμενο μήνα, η τότε κυβέρνηση κατέθεσε δικό της σχέδιο νόμου που ακόμη και πρωτοκλασάτα στελέχη της αποκάλεσαν «παρωδία».
Τον Δεκέμβριο του 1999, η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας (Πρόεδρος Γ. Καψής, εισηγητής Μ. Κεφαλογιάννης) αποφασίζει ομόφωνα υπέρ της ψήφισης συγκεκριμένων διατάξεων για τη διαφάνεια, αλλά στις εκλογές του 2000, οργίασε το παράνομο πολιτικό χρήμα και στήθηκαν τα πολυτελέστερα εκλογικά γραφεία.
Μετά τις εκλογές του 2000 συστήθηκε διακομματική επιτροπή για να επεξεργαστεί σχέδιο νόμου, που τελικά ψηφίσθηκε τον Μάιο του 2002.
Η συζήτηση ξανάρχισε τον Ιούνιο του 2008. Όλοι είχαν και από μία γνώμη - ονομαστικές εισφορές στα κόμματα, θέσπιση μόνιμου εκλογικού συστήματος, χρηματοδότηση μόνο από τον προϋπολογισμό, μέτρα για τον περιορισμό των εξόδων, πλήρης κατάργηση της κρατικής επιδότησης, αύξηση του δωρεάν διαφημιστικού χρόνου και άλλα ευχολόγια.
Οι άλλοι έλυσαν το θέμα
Σε όλες τις χώρες του κόσμου, αυτά τα θέματα έχουν λυθεί προ καιρού.
Στη Γερμανία, ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε το 1994 και προβλέπει συνδυασμό δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης, χωρίς πλαφόν, αλλά οι άνω των 10.000 ευρώ χορηγίες πρέπει να δηλώνονται δημόσια, με αναφορά και στο ποσό και στο όνομα του δωρητή. Επιπλέον για να λάβει κρατική επιχορήγηση ένα κόμμα πρέπει να έχει ίσου ύψους ιδιωτικές δωρεές.
Στη Βρετανία, ο νόμος του 2000 δεν προβλέπει πλαφόν στις δωρεές εταιριών ή ιδιωτών, αλλά δωρεές άνω των 5.000 λιρών πρέπει υποχρεωτικά να αναγράφονται στους ετήσιους καταλόγους που καταρτίζουν τα κόμματα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης λαμβάνουν κρατική επιχορήγηση για τα πάγια έξοδά τους, σε αντιστάθμισμα των πλεονεκτημάτων του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, καθώς χρησιμοποιεί δημοσίους υπαλλήλους.
Στην Ιταλία, οι κρατικές επιχορηγήσεις είναι η κύρια πηγή εισοδήματος των κομμάτων. Με τον νόμο του 2002 η επιδότηση συνδέεται με τις ψήφους (5 ευρώ για κάθε ψήφο στις βουλευτικές εκλογές και ένα ευρώ στις περιφερειακές) με την προϋπόθεση ότι το κόμμα σε εθνικό επίπεδο θα έχει ξεπεράσει το 1%. Επιπλέον, δεν υπάρχει πλαφόν για τις ιδιωτικές ή εταιρικές εισφορές, αλλά αυτές επιτρέπονται σε κόμματα που έχουν τουλάχιστον έναν βουλευτή ή γερουσιαστή. Δωρεές άνω των 50.000 ευρώ πρέπει να συνοδεύονται από κοινή δήλωση του δωρητή και του κόμματος και να κατατίθενται εντός τριμήνου στο προεδρείο του Κοινοβουλίου.
Στη Γαλλία, ο Νόμος του 1988, αναθεωρήθηκε το 1990, το 1995 και το 2003 και προβλέπεται συνδυασμός δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης. Κρατική επιχορήγηση δίνεται μόνο για τις εκλογές και όχι για τα τρέχοντα έξοδα των κομμάτων. Στις προεδρικές εκλογές επιχορηγούνται οι υποψήφιοι που ξεπέρασαν το 5%, στις βουλευτικές όσα κόμματα ξεπέρασαν το 1% σε 50 εκλογικές περιφέρειες, ενώ το ύψος της ενίσχυσης καθορίζεται από τον αριθμό των βουλευτών που εξελέγησαν. Οι σχετικοί ισολογισμοί αφού ελεγχθούν από ορκωτό λογιστή κατατίθενται σε ειδική επιτροπή ελέγχου.
Στις ΗΠΑ, η χρηματοδότηση αφορά κυρίως τις εκλογές και όχι τα κόμματα. Η δωρεά ιδιώτη δεν μπορεί να ξεπερνά τα 2.300 δολάρια για την προεδρική εκλογή, τα 28.500 για κόμμα και τα 10.000 για τις εκλογές σε επίπεδο πολιτείας. Για κάθε δωρεά άνω των 200 δολαρίων καταγράφεται υποχρεωτικά το όνομα, η διεύθυνση και ο εργοδότης του δωρητή.
Επιπλέον, οι υποψήφιοι πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της κρατικής ή της ιδιωτικής χρηματοδότησης – γι’ αυτό άλλωστε συνήθως επιλέγουν το ιδιωτικό χρήμα που είναι και περισσότερο.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως σε όλον τον κόσμο το θέμα έχει ρυθμιστεί με κάποιον τρόπο.
Επιπλέον, σε όλον τον κόσμο, τα κόμματα αναφέρουν κάθε χρόνο τα ποσά που συγκέντρωσαν από τις συνδρομές των μελών τους – στην Ελλάδα έχουμε χρόνια να δούμε τέτοιες καμπάνιες.
Όσοι, λοιπόν, επιθυμούν την διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης, οφείλουν να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι θα αναφέρουν καταλεπτώς τους χρηματοδότες τους.
Για να πληροφορηθούμε επιτέλους πού βρίσκουν τα χρήματα. Διότι μέχρι στιγμής δεν μας έχουν αποκαλύψει ποιοι τους χρηματοδοτούν – ώστε να κατανοήσουμε και τους λόγους…
Επειδή λεφτά από τον… τοίχο αποκλείεται να κόβουν!
Και επειδή αποκλείεται να ξοδεύουν από τα δικά τους – διαφορετικά από χρόνο σε χρόνο οι προσωπικοί τους λογαριασμοί αντί να αυξάνονται θα μειώνονταν, κάτι που ουδόλως συμβαίνει…
Πηγή: Ελεύθερη Ζώνη
Ο λόγος για τους βουλευτές που καταψήφισαν την τροπολογία – 56 τον αριθμό – για τη χρηματοδότηση των κομμάτων εν όψει εκλογών, που προβλέπει την αποδέσμευση της τελευταίας δόσης του 2011 και των δύο δόσεων του 2012 της τακτικής κρατικής επιχορήγησης των κομμάτων, ορίζοντας πως οι δόσεις αυτές είναι ανεκχώρητες και ακατάσχετες, καθώς και ότι οι επόμενες δόσεις θα διέπονται από τους περιορισμούς και τις δεσμεύσεις που έχουν συνομολογήσει τα πολιτικά κόμματα με τις τράπεζες με τις οποίες έχουν συνάψει δάνεια.
Όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει με τις χρηματοδοτήσεις των κομμάτων και τα δάνεια που έχουν λάβει, με εγγύηση προσεχείς κρατικές επιχορηγήσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, υπάρχει το στοιχείο της εξόφθαλμης υποκρισίας, η οποία πάντως έχει διαβαθμίσεις.
Η υποκρισία χωρίζεται σε κατηγορίες:
Υπάρχουν οι βουλευτές που εξελέγησαν για πρώτη φορά σ’ αυτή τη Βουλή, αλλά πάντως με τη σημαία κομμάτων που ακολουθούσαν αυτήν την πρακτική – και επομένως γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τι συμβαίνει.
Υπάρχουν οι βουλευτές που αν και εκλέγονται μέσα από τις τάξεις των ελληνικών κομμάτων για αρκετές θητείες, θυμήθηκαν τώρα να κάνουν την… επανάστασή τους, ενόψει της μάχης του σταυρού και για να φανούν αρεστοί στους (αμφίρροπους) ψηφοφόρους τους, κερδίζοντας τη δημοσιότητα «της τελευταίας στιγμής».
Υπάρχουν εκείνοι που προβάλλουν την καινοφανή άποψη πως η κρατική χρηματοδότηση θεσμοθετήθηκε για να μην είναι η πολιτική δέσμια των συμφερόντων, αλλά επειδή τελικά αυτό δεν συνέβη… ας κοπεί η φανερή επιχορήγηση, ώστε να μπορούν να χρηματίζονται από τα συμφέροντα με την άνεσή τους.
Υπάρχουν εκείνοι που εγκατέλειψαν τα κόμματά τους – χωρίς ποτέ στα χρόνια της επικίνδυνης αμεριμνησίας να επιβάλουν τις απόψεις και τις προτάσεις τους – και τώρα παριστάνουν ότι κάνουν μια καινούργια, «καθαρή» αρχή, αν και για δεκαετίες αποτελούσαν μέρος του συστήματος, επωφελούμενοι από αυτό. Αυτοί μάλιστα, συμμάχησαν μεταξύ τους, αν και ηγούνται διαφορετικών κομμάτων.
Υπάρχουν και τα κόμματα που δημιουργήθηκαν από διασπάσεις και τα οποία έχουν ξιφουλκήσει.
Φυσικά, έχουν κι’ αυτά έξοδα – περιοδείες, γραφεία σε όλη την Ελλάδα, έντυπο υλικό και τα λοιπά.
Δεν λαμβάνουν κρατική επιχορήγηση και πολύ θα θέλαμε να γνωρίζουμε πού βρίσκουν τα χρήματα, ποιοι είναι αυτοί που τους τα δίνουν και σε τι αποβλέπουν.
Υπάρχουν και οι υπουργοί – ο Γιάννης Ραγκούσης για την ακρίβεια – που αν και βρέθηκε στο κατ’ εξοχήν αρμόδιο υπουργείο, ουδέποτε εφάρμοσε ούτε τις ίδιες του τις προτάσεις, που πάντως δεν ήσαν και τόσο ριζοσπαστικές.
Τον Μάρτιο του 2011, ο κ. Ραγκούσης μας ανακοίνωσε ότι η κρατική χρηματοδότηση προς τα κόμματα απλώς θα περικοπεί κατά 20%, λόγω της οικονομικής κρίσης.
Ουδέποτε μας είπε πως αν γίνονταν πρόωρες εκλογές δεν θα δίνονταν αυτά τα χρήματα.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο σημερινός υπουργός Εσωτερικών Τάσος Γιαννίτσης υπέβαλε στη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή τις προτάσεις του για την χρηματοδότηση των κομμάτων.
Όπως είπε, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (2000-2011), τα κόμματα στην Ελλάδα έλαβαν αθροιστικά ενισχύσεις ύψους 655 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ κάθε ψηφοφόρος δίνει 10 ευρώ για την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων, όταν ο Γερμανός ψηφοφόρος δίνει μόλις 0,7 έως 0,8 ευρώ και ακόμη πως «τα κόμματα ακριβώς όπως το κράτος και πολλοί ιδιώτες, ξεκίνησαν με την κρατική χρηματοδότηση, προχώρησαν στην τραπεζική χρηματοδότηση, υπερδανείστηκαν και βρίσκονται σήμερα στην ίδια προβληματική κατάσταση με το Δημόσιο».
Τον Φεβρουάριο, ο κ. Γιαννίτσης επανέφερε την πρόταση για περικοπή της χρηματοδότησης κατά 20%, που υποτίθεται ότι θα είχε εφαρμόσει ήδη ο κ. Ραγκούσης – ο οποίος θα είχε επίσης φέρει και την αλλαγή του εκλογικού νόμου και άλλα πολλά που δεν έγιναν ποτέ, αν και κάθε φορά εξαγγέλλονταν με τον πιο πομπώδη τρόπο.
Ένα μήνα αργότερα, ο κ. Γιαννίτσης πρότεινε (στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας) η περικοπή να είναι της τάξης του 25%, συνοδεύοντας την πρότασή του αυτή από άλλες 14.
Η ιστορία είναι παλιά και πικρή. Τον Μάρτιο του 1994, ο Μανώλης Κεφαλογιάννης κατέθεσε σχέδιο νόμου για τη διαφάνεια στα οικονομικά των κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών, που έπεσε στο κενό.
Τον Οκτώβριο του 1996 ξανακατέθεσε το σχέδιο νόμου με υπογραφή Κ. Καραμανλή, που επίσης απορρίφθηκε. Τον επόμενο μήνα, η τότε κυβέρνηση κατέθεσε δικό της σχέδιο νόμου που ακόμη και πρωτοκλασάτα στελέχη της αποκάλεσαν «παρωδία».
Τον Δεκέμβριο του 1999, η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας (Πρόεδρος Γ. Καψής, εισηγητής Μ. Κεφαλογιάννης) αποφασίζει ομόφωνα υπέρ της ψήφισης συγκεκριμένων διατάξεων για τη διαφάνεια, αλλά στις εκλογές του 2000, οργίασε το παράνομο πολιτικό χρήμα και στήθηκαν τα πολυτελέστερα εκλογικά γραφεία.
Μετά τις εκλογές του 2000 συστήθηκε διακομματική επιτροπή για να επεξεργαστεί σχέδιο νόμου, που τελικά ψηφίσθηκε τον Μάιο του 2002.
Η συζήτηση ξανάρχισε τον Ιούνιο του 2008. Όλοι είχαν και από μία γνώμη - ονομαστικές εισφορές στα κόμματα, θέσπιση μόνιμου εκλογικού συστήματος, χρηματοδότηση μόνο από τον προϋπολογισμό, μέτρα για τον περιορισμό των εξόδων, πλήρης κατάργηση της κρατικής επιδότησης, αύξηση του δωρεάν διαφημιστικού χρόνου και άλλα ευχολόγια.
Οι άλλοι έλυσαν το θέμα
Σε όλες τις χώρες του κόσμου, αυτά τα θέματα έχουν λυθεί προ καιρού.
Στη Γερμανία, ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε το 1994 και προβλέπει συνδυασμό δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης, χωρίς πλαφόν, αλλά οι άνω των 10.000 ευρώ χορηγίες πρέπει να δηλώνονται δημόσια, με αναφορά και στο ποσό και στο όνομα του δωρητή. Επιπλέον για να λάβει κρατική επιχορήγηση ένα κόμμα πρέπει να έχει ίσου ύψους ιδιωτικές δωρεές.
Στη Βρετανία, ο νόμος του 2000 δεν προβλέπει πλαφόν στις δωρεές εταιριών ή ιδιωτών, αλλά δωρεές άνω των 5.000 λιρών πρέπει υποχρεωτικά να αναγράφονται στους ετήσιους καταλόγους που καταρτίζουν τα κόμματα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης λαμβάνουν κρατική επιχορήγηση για τα πάγια έξοδά τους, σε αντιστάθμισμα των πλεονεκτημάτων του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, καθώς χρησιμοποιεί δημοσίους υπαλλήλους.
Στην Ιταλία, οι κρατικές επιχορηγήσεις είναι η κύρια πηγή εισοδήματος των κομμάτων. Με τον νόμο του 2002 η επιδότηση συνδέεται με τις ψήφους (5 ευρώ για κάθε ψήφο στις βουλευτικές εκλογές και ένα ευρώ στις περιφερειακές) με την προϋπόθεση ότι το κόμμα σε εθνικό επίπεδο θα έχει ξεπεράσει το 1%. Επιπλέον, δεν υπάρχει πλαφόν για τις ιδιωτικές ή εταιρικές εισφορές, αλλά αυτές επιτρέπονται σε κόμματα που έχουν τουλάχιστον έναν βουλευτή ή γερουσιαστή. Δωρεές άνω των 50.000 ευρώ πρέπει να συνοδεύονται από κοινή δήλωση του δωρητή και του κόμματος και να κατατίθενται εντός τριμήνου στο προεδρείο του Κοινοβουλίου.
Στη Γαλλία, ο Νόμος του 1988, αναθεωρήθηκε το 1990, το 1995 και το 2003 και προβλέπεται συνδυασμός δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης. Κρατική επιχορήγηση δίνεται μόνο για τις εκλογές και όχι για τα τρέχοντα έξοδα των κομμάτων. Στις προεδρικές εκλογές επιχορηγούνται οι υποψήφιοι που ξεπέρασαν το 5%, στις βουλευτικές όσα κόμματα ξεπέρασαν το 1% σε 50 εκλογικές περιφέρειες, ενώ το ύψος της ενίσχυσης καθορίζεται από τον αριθμό των βουλευτών που εξελέγησαν. Οι σχετικοί ισολογισμοί αφού ελεγχθούν από ορκωτό λογιστή κατατίθενται σε ειδική επιτροπή ελέγχου.
Στις ΗΠΑ, η χρηματοδότηση αφορά κυρίως τις εκλογές και όχι τα κόμματα. Η δωρεά ιδιώτη δεν μπορεί να ξεπερνά τα 2.300 δολάρια για την προεδρική εκλογή, τα 28.500 για κόμμα και τα 10.000 για τις εκλογές σε επίπεδο πολιτείας. Για κάθε δωρεά άνω των 200 δολαρίων καταγράφεται υποχρεωτικά το όνομα, η διεύθυνση και ο εργοδότης του δωρητή.
Επιπλέον, οι υποψήφιοι πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της κρατικής ή της ιδιωτικής χρηματοδότησης – γι’ αυτό άλλωστε συνήθως επιλέγουν το ιδιωτικό χρήμα που είναι και περισσότερο.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως σε όλον τον κόσμο το θέμα έχει ρυθμιστεί με κάποιον τρόπο.
Επιπλέον, σε όλον τον κόσμο, τα κόμματα αναφέρουν κάθε χρόνο τα ποσά που συγκέντρωσαν από τις συνδρομές των μελών τους – στην Ελλάδα έχουμε χρόνια να δούμε τέτοιες καμπάνιες.
Όσοι, λοιπόν, επιθυμούν την διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης, οφείλουν να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι θα αναφέρουν καταλεπτώς τους χρηματοδότες τους.
Για να πληροφορηθούμε επιτέλους πού βρίσκουν τα χρήματα. Διότι μέχρι στιγμής δεν μας έχουν αποκαλύψει ποιοι τους χρηματοδοτούν – ώστε να κατανοήσουμε και τους λόγους…
Επειδή λεφτά από τον… τοίχο αποκλείεται να κόβουν!
Και επειδή αποκλείεται να ξοδεύουν από τα δικά τους – διαφορετικά από χρόνο σε χρόνο οι προσωπικοί τους λογαριασμοί αντί να αυξάνονται θα μειώνονταν, κάτι που ουδόλως συμβαίνει…
Πηγή: Ελεύθερη Ζώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου