Tης Μαίρης Αδαμοπούλου
Είναι ο τόπος απ' όπου ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Αδη για να πάρει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία για να επιστρέψει στην Ιθάκη, ο Ηρακλής για να φέρει στον εξάδελφό του Ευρυσθέα τον άγριο φύλακα του Κάτω Κόσμου, τον τρικέφαλο σκύλο Κέρβερο, και ο ερωτευμένος Ορφέας για να φέρει πίσω την αγαπημένη του Ευρυδίκη.
Το πιο φημισμένο Νεκρομαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, εκείνο του Αχέροντα, κοντά στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης (που σήμερα έχει αποξηρανθεί), βρίσκεται στην Ηπειρο, νοτιότερα της Εφύρας, της πόλης με τις τρεις σειρές κυκλώπειων τειχών και τους μυκηναϊκούς περιβόλους (14-12ος αι. π.Χ.) που συνδέεται με τη λατρεία της θεότητας του θανάτου και θεωρείται ως σημαντικότερος χώρος της Υστερης Εποχής του Χαλκού στην Ηπειρο.
Περισσότεροι από 15.000 επισκέπτες φτάνουν κάθε χρόνο στο σημείο όπου ενώνονται τα ποτάμια του Αδη, ο Αχέροντας με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, εκεί όπου οι πιστοί για 12 ολόκληρους αιώνες (14ος αι. π.Χ. - 167 π.Χ.) έσπευδαν για να συναντήσουν τις ψυχές των νεκρών που είχαν την ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον, όπως μαρτυρούν άλλωστε τα ειδώλια της Περσεφόνης και τα όστρακα αγγείων με απεικονίσεις της ίδιας θεάς.
Καταλυτικός για τη μαντεία ήταν ο ρόλος των ιερέων. Αρχικά «ψάρευαν» τους επισκέπτες ώστε να διαπιστώσουν τι τους απασχολεί. Στη συνέχεια οι πιστοί έπρεπε να περάσουν από σκοτεινούς διαδρόμους και από πολύπλοκες διαδρομές με υπόγεια τόξα. Παράλληλα έπρεπε να ακολουθήσουν και ειδική διατροφή με κουκιά από τα οποία πάθαναν μια ελαφρά δηλητηρίαση και ζαλίζονταν. Για να πάρουν τελικά τις απαντήσεις που ζητούσαν έπρεπε να κάνουν προσφορές με αίμα ώστε να βγουν οι ψυχές από τη λήθη. Αν τολμούσαν δε να μαρτυρήσουν τον χρησμό που είχαν λάβει ήταν μεγάλη βλασφημία.
Στην όψη το Νεκρομαντείο θυμίζει τα μεγαλοπρεπή μαυσωλεία των ηγεμόνων της Ανατολής, όπως εκείνο της Αλικαρνασσού, καθώς έχει σιδηρόφρακτες πύλες, χωρίζεται με διαδρόμους και η διαρρύθμισή του εξυπηρετεί τη λατρεία και τις τελετουργίες των υποχθόνιων θεών.
Κρύβει δε και ηχητικά μυστικά. Η υπόγεια αίθουσα έκανε «εξομοίωση ανοικτού χώρου», δηλαδή δημιουργούσε την αίσθηση στους επισκέπτες πως βρίσκονται στο απέραντο κενό, την ώρα που βρίσκονταν σε υπόγειο χώρο. Αισθάνονταν σαν να βρίσκονταν σε υπαίθριο χώρο όπου οι φωνές δεν επιστρέφουν καθώς δεν ανακλώνται σε κάποια επιφάνεια.
Πάνω στον λόφο που βρίσκεται το Νεκρομαντείο υπάρχουν ίχνη ότι χρησιμοποιήθηκε ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια ενώ λίγο αργότερα λειτούργησε ιερό αφιερωμένο στη θεότητα της Γης. Η εικόνα που αντικρύζουμε σήμερα αντιστοιχεί στα μνημεία της ελληνιστικής εποχής (4ος - 3ος αι. π.Χ.), ενώ οριστικά σταμάτησε να λειτουργεί το 167 π.Χ. όταν πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους.
Πηγή: Τα Νέα
Είναι ο τόπος απ' όπου ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Αδη για να πάρει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία για να επιστρέψει στην Ιθάκη, ο Ηρακλής για να φέρει στον εξάδελφό του Ευρυσθέα τον άγριο φύλακα του Κάτω Κόσμου, τον τρικέφαλο σκύλο Κέρβερο, και ο ερωτευμένος Ορφέας για να φέρει πίσω την αγαπημένη του Ευρυδίκη.
Το πιο φημισμένο Νεκρομαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, εκείνο του Αχέροντα, κοντά στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης (που σήμερα έχει αποξηρανθεί), βρίσκεται στην Ηπειρο, νοτιότερα της Εφύρας, της πόλης με τις τρεις σειρές κυκλώπειων τειχών και τους μυκηναϊκούς περιβόλους (14-12ος αι. π.Χ.) που συνδέεται με τη λατρεία της θεότητας του θανάτου και θεωρείται ως σημαντικότερος χώρος της Υστερης Εποχής του Χαλκού στην Ηπειρο.
Περισσότεροι από 15.000 επισκέπτες φτάνουν κάθε χρόνο στο σημείο όπου ενώνονται τα ποτάμια του Αδη, ο Αχέροντας με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, εκεί όπου οι πιστοί για 12 ολόκληρους αιώνες (14ος αι. π.Χ. - 167 π.Χ.) έσπευδαν για να συναντήσουν τις ψυχές των νεκρών που είχαν την ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον, όπως μαρτυρούν άλλωστε τα ειδώλια της Περσεφόνης και τα όστρακα αγγείων με απεικονίσεις της ίδιας θεάς.
Καταλυτικός για τη μαντεία ήταν ο ρόλος των ιερέων. Αρχικά «ψάρευαν» τους επισκέπτες ώστε να διαπιστώσουν τι τους απασχολεί. Στη συνέχεια οι πιστοί έπρεπε να περάσουν από σκοτεινούς διαδρόμους και από πολύπλοκες διαδρομές με υπόγεια τόξα. Παράλληλα έπρεπε να ακολουθήσουν και ειδική διατροφή με κουκιά από τα οποία πάθαναν μια ελαφρά δηλητηρίαση και ζαλίζονταν. Για να πάρουν τελικά τις απαντήσεις που ζητούσαν έπρεπε να κάνουν προσφορές με αίμα ώστε να βγουν οι ψυχές από τη λήθη. Αν τολμούσαν δε να μαρτυρήσουν τον χρησμό που είχαν λάβει ήταν μεγάλη βλασφημία.
Στην όψη το Νεκρομαντείο θυμίζει τα μεγαλοπρεπή μαυσωλεία των ηγεμόνων της Ανατολής, όπως εκείνο της Αλικαρνασσού, καθώς έχει σιδηρόφρακτες πύλες, χωρίζεται με διαδρόμους και η διαρρύθμισή του εξυπηρετεί τη λατρεία και τις τελετουργίες των υποχθόνιων θεών.
Κρύβει δε και ηχητικά μυστικά. Η υπόγεια αίθουσα έκανε «εξομοίωση ανοικτού χώρου», δηλαδή δημιουργούσε την αίσθηση στους επισκέπτες πως βρίσκονται στο απέραντο κενό, την ώρα που βρίσκονταν σε υπόγειο χώρο. Αισθάνονταν σαν να βρίσκονταν σε υπαίθριο χώρο όπου οι φωνές δεν επιστρέφουν καθώς δεν ανακλώνται σε κάποια επιφάνεια.
Πάνω στον λόφο που βρίσκεται το Νεκρομαντείο υπάρχουν ίχνη ότι χρησιμοποιήθηκε ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια ενώ λίγο αργότερα λειτούργησε ιερό αφιερωμένο στη θεότητα της Γης. Η εικόνα που αντικρύζουμε σήμερα αντιστοιχεί στα μνημεία της ελληνιστικής εποχής (4ος - 3ος αι. π.Χ.), ενώ οριστικά σταμάτησε να λειτουργεί το 167 π.Χ. όταν πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους.
Πηγή: Τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου