Θα ήθελα πρώτα να εκφράσω τις θερμότερες ευχαριστίες μου προς τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, για το έντονο ενδιαφέρον τους ως προς την κρίσιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο μετά το πραξικόπημα, που οργάνωσε το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας και που υλοποίησαν οι Έλληνες αξιωματικοί, που υπηρετούν και διοικούν την κυπριακή εθνοφρουρά.
Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στο Συμβούλιο Ασφαλείας για τη συμφωνία του να αναβάλει τη συνεδρίαση αυτή μέχρι την άφιξή μου, δίνοντάς μου έτσι την ευκαιρία να παρουσιασθώ ενώπιόν του και να αναφερθώ στα πρόσφατα δραματικά γεγονότα της Κύπρου. Τα όσα συμβαίνουν στην Κύπρο, από την περασμένη Δευτέρα το πρωί, είναι μία πραγματική τραγωδία. Το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας παραβίασε κατάφωρα την ανεξαρτησία της Κύπρου. Χωρίς ίχνος σεβασμού για τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού, χωρίς ίχνος σεβασμού για την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Δημοκρατίας της Κύπρου, η ελληνική χούντα επεξέτεινε τη δικτατορία στο κυπριακό έδαφος. Είναι γεγονός, ότι εδώ και λίγο καιρό η πρόθεσή τους είχε γίνει φανερή.
Ο κυπριακός λαός είχε την αίσθηση, εδώ και πολύ καιρό, ότι ετοιμαζόταν πραξικόπημα από την ελληνική χούντα, και η αίσθηση αυτή έγινε ακόμα εντονότερη τις τελευταίες εβδομάδες, όταν η τρομοκρατική οργάνωση "ΕΟΚΑ Β", υποκινούμενη από την Αθήνα, πολλαπλασίασε τις βιαιότητές της. Ανέκαθεν γνώριζα, ότι η παράνομη αυτή οργάνωση είχε τις ρίζες και τις πηγές ανεφοδιασμού της στην Αθήνα. Εδώ και καιρό αντιλήφθηκα, ότι οι Έλληνες, που υπηρετούσαν και διοικούσαν την εθνοφρουρά, στρατολογούσαν μέλη της οργάνωσης αυτής και την υποστήριζαν με διάφορους τρόπους, μέχρι που τη βοηθούσαν να έχει πρόσβαση στις αποθήκες πυρομαχικών της εθνοφρουράς.
Στα στρατόπεδα της εθνοφρουράς, οι Έλληνες αξιωματικοί έκαναν ανοικτή προπαγάνδα υπέρ της παράνομης αυτής οργάνωσης, και μετέτρεψαν την εθνοφρουρά, από κρατικό όργανο, σε όργανο ανατροπής της εξουσίας. Κάθε φορά που, κατά καιρούς, παραπονέθηκα στην Αθήνα για την ανάρμοστη συμπεριφορά των Ελλήνων αξιωματικών της εθνοφρουράς, η απάντηση ήταν ότι, εάν παρουσίαζα ισχυρές αποδείξεις, οι ένοχοι θα ανακαλούντο στην Ελλάδα. Από την όλη στάση της μού δημουργήθηκε η ορθή εντύπωση, ότι η μόνιμη απάντησή της αποτελούσε προσποίηση αθωότητας. Εδώ και λίγες ημέρες έφθασαν έγγραφα στα χέρια της αστυνομίας, που αποδεικνύουν σαφέστατα, ότι η "ΕΟΚΑ Β" δεν ήταν παρά παράρτημα του καθεστώτος των Αθηνών.
Η κυβέρνηση των Αθηνών χορηγούσε οικονομική βοήθεια για τη συντήρηση της οργάνωσης, και τής έδινε λεπτομερείς οδηγίες για τις δραστηριότητές της. Θεώρησα αναγκαίο να στείλω μία επιστολή στον πρόεδρο της Ελλάδας, στρατηγό Γκιζίκη, ζητώντας του να δώσει εντολή για την κατάπαυση της βίας και της αιματοχυσίας και για τη διάλυση της "ΕΟΚΑ Β". Επίσης, τού ζήτησα να ανακληθούν οι Έλληνες της κυπριακής εθνοφρουράς, προσθέτοντας ότι σκοπεύω να μειώσω την αριθμητική δύναμη του σώματος αυτού και να το μεταφέρω σε κρατικό όργανο. Είχα την εντύπωση, ότι το καθεστώς των Αθηνών δεν επιθυμούσε τη μείωση των μελών της εθνοφρουράς, ούτε, βέβαια, την απομάκρυνση των Ελλήνων αξιωματικών.
Ακολούθως, με επισκέφθηκε ο Έλληνας πρεσβευτής στην Κύπρο, κατόπιν εντολής της κυβερνήσεώς του, για να μού εξηγήσει, ότι η αριθμητική μείωση των μελών της εθνοφρουράς ή ηαποχώρηση των Ελλήνων αξιωματικών θα οδηγούσαν στην εξασθένιση της κυπριακής άμυνας, σε περίπτωση τουρκικού κινδύνου. Αυτό το επιχείρημα, παρόλο που φαινόταν λογικό, δεν ήταν καθόλου πειστικό, διότι γνώριζα, ότι πίσω από αυτό εκρύβοντο άλλα συμφέροντα. Απάντησα ότι, όπως έδειχναν να εξελίσσονται τα πράγματα, θεωρούσα τον τουρκικό κίνδυνο πιο ασήμαντο από τον ελληνικό. Και, όπως αποδείχθηκε, οι φόβοι μου ήσαν δικαιολογημένοι.
Το Σάββατο, 13 Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα συνάντηση υπό την προεδρία του στρατηγού Γκιζίκη, η οποία διήρκεσε πολλές ώρες. Παρόντες ήσαν ο Έλληνας διοικητής των ενόπλων δυνάμεων, ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κύπρο, ο διοικητής της Εθνοφρουράς και άλλοι αξιωματούχοι. Σκοπός της συνάντησης αυτής ήταν να συζητηθεί το περιεχόμενο της επιστολής μου. Το σχετικό ανακοινωθέν, που εξεδόθη στο τέλος της συνάντησης, ανέφερε ότι η συνάντηση θα επαναληφθεί στις 15 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα. Αυτή η αναφορά ήταν παραπλανητική. Διότι, ενώ τη Δευτέρα περίμενα την απάντηση στην επιστολή μου, η απάντηση που ήρθε ήταν το πραξικόπημα.
Την ημέρα εκείνη επέστρεψα από την εξοχική μου κατοικία στο βουνό Τρόοδος, όπου βρισκόμουν το Σαββατοκύριακο, και στις 8:00 π.μ. έφθασα στο γραφείο μου, στο προεδρικό μέγαρο. Μισή ώρα αργότερα υποδέχθηκα στην αίθουσα δεξιώσεων μία ομάδα αγοριών και κοριτσιών, μελών της Ελληνικής Ορθόδοξης Νεολαίας Καίρου, που είχαν έρθει στην Κύπρο ως προσκεκλημένοι μου, για λίγες ημέρες. Καλά-καλά δεν πρόλαβα να τους καλωσορίσω, όταν ακούσθηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα οι πυροβολισμοί πολλαπλασιάσθηκαν, και ένα μέλος της προεδρικής φρουράς με πληροφόρησε ότι τεθωρακισμένα άρματα και οχήματα είχαν περάσει την έξω πύλη και βρίσκοντο ήδη στο προαύλιο του προεδρικού μεγάρου, που εσείετο από τους βομβαρδισμούς.
Σύντομα η κατάσταση έγινε κρίσιμη. Προσπάθησα να συνδεθώ τηλεφωνικά με το κτίριο της Κυπριακής Ραδιοφωνίας, για να στείλω ειδική ανακοίνωση ότι γινόταν επίθεση στο προεδρικό μέγαρο, αλλά αντιλήφθηκα ότι οι τηλεφωνικές γραμμές είχαν διακοπεί. Οι πυροβολισμοί αυξάνοντο συνεχώς. Νομίζω, ότι σώθηκα ως εκ θαύματος της θείας πρόνοιας. Όταν πλέον βρέθηκα στην περιοχή της Πάφου, απέστειλα ραδιοφωνικό μήνυμα στο λαό από έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, πληροφορώντας τον ότι είμαι ζωντανός και ότι θα αγωνισθώ μαζί του ενάντια στη δικτατορία, που προσπαθεί να επιβάλει το ελληνικό καθεστώς.
Δεν σκοπεύω να απασχολήσω περισσότερο τα αξιότιμα μέλη του Συμβουλίου με την προσωπική μου περιπέτεια. Απλώς θα ήθελα να προσθέσω, ότι τη δεύτερη ημέρα της ένοπλης επίθεσης τα τεθωρακισμένα κατευθύνθηκαν προς την Πάφο, ενώ ταυτόχρονα ένα μικρό πολεμικό πλοίο της εθνοφρουράς άρχισε να βομβαρδίζει τη μητρόπολη της Πάφου, όπου έμενα. Υπ'αυτές τις συνθήκες, θεώρησα φρονιμότερο να εγκαταλείψω την Κύπρο, παρά να πέσω στα χέρια της ελληνικής χούντας.
Είμαι ευγνώμων στη βρεττανική κυβέρνηση, που μού χορήγησε ελικόπτερο, το οποίο με μετέφερε από την Πάφο στις βρεττανικές βάσεις, και αεροπλάνο από τις βάσεις στο Λονδίνο, μέσω Μάλτας. Είμαι επίσης ευγνώμων στον ειδικό αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα και στο διοικητή των ειδικών ειρηνευτικών δυνάμεων του Ο.Η.Ε. στην Κύπρο, για το ενδιαφέρον που έδειξαν για την ασφάλειά μου. Η παρουσία μου στην αίθουσα αυτή κατέστη δυνατή χάρις στη βοήθεια της βρεττανικής κυβέρνησης και των εκπροσώπων του Γενικού Γραμματέα, δρος Βαλντχάιμ. Το ενδιαφέρον τους για το άτομό μου, και για την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Κύπρος, με συγκινεί ως τα μύχια της ψυχής μου.
Δεν γνωρίζω ακόμα όλες τις λεπτομέρειες της κρίσης, που δημιούργησε η ελληνική στρατιωτική κυβέρνηση στην Κύπρο. Φοβούμαι, ότι ο αριθμός των νεκρών είναι μεγάλος και οι υλικές φθορές ανυπολόγιστες. Ωστόσο, πρωταρχικό μας μέλημα, τη στιγμή αυτή, είναι να δοθεί ένα τέλος στην τραγωδία.
Όταν έφθασα στο Λονδίνο, πληροφορήθηκα το περιεχόμενο της ομιλίας του εκπροσώπου της ελληνικής χούντας στα Ηνωμένα Έθνη. Εξεπλάγην, με τον τρόπο που προσπαθούν να εξαπατήσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη. Χωρίς καν να κοκκινίζει από ντροπή, η ελληνική χούντα προσπαθεί να απλοποιήσει την κατάσταση, ισχυριζόμενη ότι δεν έχει ανάμειξη στην ένοπλη επίθεση και ότι οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών αποτελούν ενδοκοινοτική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι, που πιστεύουν τους ισχυρισμούς αυτούς.
Το πραξικόπημα δεν έγινε υπό συνθήκες τέτοιες, που να το καθιστούν εσωτερικό ελληνοκυπριακό ζήτημα. Πρόκειται σαφώς για εισβολή εκ των έξω, μαζί με κατάφωρη παραβίαση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Δημοκρατίας της Κύπρου. Το λεγόμενο πραξικόπημα είναι δημιούργημα των Ελλήνων αξιωματικών, που αποτελούν και διοικούν την εθνοφρουρά. Πρέπει, επίσης, να τονίσω το ότι η ελληνική δύναμη, που αποτελείται από 950 αξιωματικούς και στρατιώτες, οι οποίοι βρίσκονται στην Κύπρο δυνάμει της Συνθήκης Συμμαχίας, διεδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στην επιθετική αυτή υπόθεση κατά της Κύπρου.
Η κατάληψη του αεροδρομίου έγινε από αξιωματικούς και στρατιώτες της ελληνικής δύναμης, που έχει το στρατόπεδό της κοντά στο αεροδρόμιο. Αρκεί να πούμε στο σημείο αυτό, πως ορισμένες φωτογραφίες, που δημοσίευσε ο παγκόσμιος τύπος, έδειχναν τεθωρακισμένα που ανήκουν στην ελληνική δύναμη. Από την άλλη πλευρά, Έλληνες αξιωματικοί, που υπηρετούσαν στην εθνοφρουρά, διηύθυναν τις επιχειρήσεις. Στις επιχειρήσεις αυτές στρατολογούσαν μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης "ΕΟΚΑ Β", τα οποία εξόπλιζαν με όπλα της εθνοφρουράς.
Εάν δεχθούμε πως δεν είχαν ανάμειξη οι Έλληνες αξιωματικοί της εθνοφρουράς, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι μεταξύ των νεκρών υπήρχαν και Έλληνες αξιωματικοί, που η σορός τους μεταφέρθηκε και κηδεύθηκε στην Ελλάδα; Εάν δεχθούμε πως το πραξικόπημα δεν έγινε από Έλληνες αξιωματικούς, πώς εξηγούνται οι νυκτερινές πτήσεις των ελληνικών αεροσκαφών, που μετέφεραν στην Κύπρο προσωπικό με πολιτικά και επέστρεφαν με νεκρούς και πληγωμένους; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι το πραξικόπημα οργανώθηκε από την ελληνική χούντα και εκτελέστηκε από αξιωματικούς και στρατιώτες της ελληνικής δύναμης στην Κύπρο. Άλλωστε, όλος ο παγκόσμιος τύπος περιέγραψε το πραξικόπημα ακριβώς έτσι.
Το πραξικόπημα προκάλεσε μεγάλη αιματοχυσία και αφαίρεσε τη ζωή πολλών ανθρώπων. Αντιμετωπίσθηκε με την αποφασιστική αντίσταση των νομίμων δυνάμεων ασφαλείας και του ελληνοκυπριακού λαού. Μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι η αντίσταση και η αντίδραση του ελληνοκυπριακού λαού ενάντια στους συνωμότες θα συνεχισθεί, μέχρι να αποκατασταθούν η ελευθερία και τα δημοκρατικά δικαιώματα. Ο κυπριακός λαός ποτέ δεν θα υποκύψει στη δικτατορία, ακόμα κι αν, προς το παρόν, υπερισχύει η βάρβαρη βία των τεθωρακισμένων.
Μετά το πραξικόπημα, οι πράκτορες του ελληνικού καθεστώτος στην Κύπρο διόρισαν πρόεδρο έναν πασίγνωστο κακοποιό, το Νίκο Σαμψών, ο οποίος, με τη σειρά του, διόρισε υπουργούς γνωστά κακοποιά στοιχεία και οπαδούς της τρομοκρατικής οργάνωσης "ΕΟΚΑ Β".
Μπορεί να ισχυρίζονται μερικοί ότι όσα συνέβησαν στην Κύπρο αποτελούν επανάσταση, και ότι η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε με βάση τον επαναστατικό νόμο. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Δεν υπήρξε επανάσταση στην Κύπρο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί εσωτερική υπόθεση. Υπήρξε εισβολή, που παραβίασε την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και η εισβολή συνεχίζεται, και θα συνεχίζεται όσο θα υπάρχουν Έληνες αξιωματικοί στην Κύπρο. Οι συνέπειες της εισβολής αυτής θα είναι καταλυτικές για την Κύπρο, εάν δεν επανέλθουμε στη συνταγματική ομαλότητα και εάν δεν αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες.
Με σκοπό τον αποπροσανατολισμό της παγκόσμιας κοινής γνώμης, το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας ανακοίνωσε χθες τη βαθμιαία αντικατάσταση των Ελλήνων αξιωματικών της εθνοφρουράς. Το θέμα, όμως, δεν είναι η αντικατάστασή τους, αλλά η αποχώρησή τους. Η κίνηση αντικατάστασής τους σημαίνει παραδοχή, ότι οι Έλληνες αξιωματικοί, που υπηρετούν τώρα στην εθνοφρουρά, είναι οι ίδιοι με 'κείνους που έκαναν το πραξικόπημα.
Όμως οι αξιωματικοί αυτοί δεν ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία, αλλά κατόπιν εντολής των Αθηνών, και η αντικατάστασή τους θα γίνει πάλι με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης. Κατ'αυτόν τον τρόπο, η εθνοφρουρά θα παραμείνει για πάντα όργανο του ελληνικού στρατιωτικού καθεστώτος. Είμαι βέβαιος, ότι τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας αντιλαμβάνονται το τέχνασμα αυτό.
Μπορεί να λεχθεί, πως η κυπριακή κυβέρνηση ήταν αυτή που ζήτησε από τους Έλληνες αξιωματικούς να επανδρώσουν την εθνοφρουρά. Μετά λύπης μου ομολογώ, ότι ήταν λάθος μου να τους εμπιστευθώ τόσο πολύ, διότι έκαναν κατάχρηση της εμπιστοσύνης μου αυτής και, αντί να βοηθήσουν στην προάσπιση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, έγιναν οι ίδιοι εισβολείς.
Επί μακρό χρονικό διάστημα διεξήχθησαν συνομιλίες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με σκοπό την εξεύρεση ειρηνικής λύσης για το Κυπριακό, πράγμα που επανειλημμένως έχει απασχολήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας και την ολομέλεια των Ηνωμένων Εθνών. Ο αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα και δύο συνταγματολόγοι από την Ελλάδα και την Τουρκία παρακολούθησαν τις συνομιλίες αυτές.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας δύο φορές το χρόνο ανανέωσε τη θητεία της ειρηνευτικής δύναμης του Ο.Η.Ε. στην Κύπρο, εκφράζοντας κάθε φορά την ελπίδα του για τη σύντομη εξεύρεση λύσεως του προβλήματος. Δεν μπορούμε να πούμε, ότι μέχρι σήμερα σημειώθηκε ικανοποιητική πρόοδος στις συνομιλίες. Πώς μπορούσε, όμως, να υπάρξει πρόοδος, όταν η πολιτική της Αθήνας για την Κύπρο ήταν διπρόσωπη; Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν συμφωνήσει, πως οι συνομιλίες διεξήγοντο με βάση την ανεξαρτησία. Το καθεστώς των Αθηνών συμφώνησε σ'αυτό, και επανειλημμένα ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών δήλωσε, ότι η θέση της Ελλάδας στο ζήτημα είναι σαφής.
Αν αυτό ήταν αλήθεια, γιατί τότε το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας δημιούργησε και υποστήριξε την τρομοκρατική οργάνωση "ΕΟΚΑ Β", που είχε στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και της οποίας τα μέλη αυτοαποκαλούντο "ενωτικοί"; Στα στρατόπεδα της εθνοφρουράς, οι Έλληνες αξιωματικοί με κατηγορούσαν συνεχώς πως, ενώ η Ένωση ήταν δυνατή, εγώ υπονόμευα την πραγματοποίησή της. Έταν κάποιος τούς υπενθύμιζε πως η Ελλάδα είχε ξεκαθαρίσει τη θέση της πάνω σ'αυτό το θέμα, και ότι υποστήριζε την ανεξαρτησία, η απάντησή τους ήταν ότι δεν πρέπει να δίνει κανείς σημασία στα λόγια των διπλωματικών. Υπό τοιαύτας συνθήκας, πώς μπορούσαν οι συνομιλίες να φθάσουν σε θετικό αποτέλεσμα; Η διπρόσωπη πολιτική του ελληνικού καθεστώτος ήταν ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην πρόοδο των συνομιλιών.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, που επικρατούν στην Κύπρο, δεν δύναμαι να προβλέψω το μέλλον των συνομιλιών. Θα έλεγα, μάλλον, πως δεν υπάρχει μέλλον. Οποιαδήποτε συμφωνία που θα μπορούσε να επιτευχθεί δεν θα ήταν έγκυρη, διότι δεν υπάρχει εκλεγμένη ηγεσία για να χειρισθεί το θέμα. Το πραξικόπημα του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδας αποτελεί ανάσχεση της πορείας των συνομιλιών προς μία λύση. Επίσης, θα δημιουργήσει μία μόνιμη πηγή ανωμαλίας στην Κύπρο, οι συνέπειες της οποίας θα είναι βαθύτατες και μακρόχρονες, εάν επιτραπεί η κατάσταση αυτή να συνεχισθεί έστω και για βραχύχρονικό διάστημα.
Καλώ τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να τεθεί ένα τέλος στην αφύσικη αυτή κατάσταση, που δημιουργήθηκε με το πραξικόπημα των Αθηνών. Καλώ το Συμβούλιο Ασφαλείας να κάνει χρήση όλων των τρόπων και μέσων που διαθέτει, ώστε να αποκατασταθούν χωρίς καθυστέρηση η συνταγματική τάξη και τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου.
Όπως ανέφερα ήδη, τα γεγονότα της Κύπρου δεν αποτελούν εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Αφορούν και επηρεάζουν και τους Τουρκοκυπρίους. Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας αποτελεί εισβολή, και οι συνέπειές του πλήττουν ολόκληρο τον κυπριακό λαό, Έλληνες και Τούρκους.
Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν εγκαταστήσει μία ειρηνευτική δύναμη στην Κύπρο. Η παρουσία της δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική υπό συνθήκες πραξικοπήματος. Το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς να αποσύρει τους Έλληνες αξιωματικούς, που υπηρετούν στην κυπριακή εθνοφρουρά, και να θέσει τέλος στην εισβολή τους στην Κύπρο.
Πιστεύω, με όσα στοιχεία παρέθεσα ενώπιόν σας, να σάς έδωσα μία ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης. Δεν έχω ουδεμία αμφιβολία, πως μία αρμόζουσα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας θα θέσει τέλος στην εισβολή, και θα αποκαταστήσει την παραβιασμένη ανεξαρτησία της Κύπρου και τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού.
Κλικ εδώ για να ακούσετε την ομιλία του Μακάριου στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Το κείμενο εκφωνήθηκε στην Αγγλίκή γλώσσα. Μπορείτε να διαβάσετε την απομαγνητοφώνηση της ομιλίας του Μακαρίου Μούσκου:
I would like at the outset to express my warmest thanks to the members of the Security Council for the keen interest they have shown in the critical situation created in Cyprus after the coup, which was organised by the military regime of Greece and was put into effect by the Greek officers serving in and commanding the Cyprus National Guard. I am particularly grateful that the Security Council has agreed to postpone its meeting until my arrival here to give me the opportunity of addressing it on the recent dramatic events in Cyprus.
What has been happening in Cyprus since last Monday morning is a real tragedy. The military regime of Greece has callously violated the independence of Cyprus. Without trace of respect for the democratic rights of the Cypriot people, without trace of respect for the independence and sovereignty of the Republic of Cyprus, the Greek junta has extended its dictatorship to Cyprus. It is indeed a fact that for some time now their intention was becoming obvious. The people of Cyprus had for a long time feeling that a coup by the Greek junta was brewing, and this feeling became more intense during the recent weeks when the terrorist organisation 'EOKA B', directed from Athens, had renewed its wave of violence.
I knew all along that the illegal organisation had its roots and supply resources in Athens. I became aware that the Greek officers staffing and commanding the National Guard were recruiting members for that organisation, and they supported it in various ways to the point of access to the munition supply stores of the National Guard. In the camps of the National Guard, the Greek officers were conducting open propaganda in favour of that illegal organisation and turned the National Guard from an organ of the state into an instrument of subversion. Whenever, from time to time, I complained to Athens about unbecoming conduct by Greek officers of the National Guard, the reply was that if I had concrete evidence in proof thereof those found guilty would be recalled. From the whole tenor of their attitude, I received the unmistakable impression that their standard response was a pretence of innocence. A few days ago documents came into the hands of the Cyprus police clearly proving that 'EOKA B' was an appendage of the Athens regime.
Funds were being remitted from Athens for the upkeep of this organisation and detailed directives regarding its actions were also given to it. I then found it necessary myself to address a letter to the President of the Greek regime, General Gizikis, asking him to give orders for the cessation of the violence and bloodshed by 'EOKA B' and for its dissolution. I also requested him to recall the Greek officers serving with the National Guard, adding that my intention was to reduce the numerical strength of this force and to turn it into an organ of the Cyprus State. I was waiting for a reply. My impression was that the Athens regime did not favour the reduction of the force, much less the withdrawal of the Greek officers.
The Greek Ambassador in Cyprus called on me, on instructions from his Government, in order to explain to me that the decrease in the numerical strength of the National Guard or the withdrawal of the Greek officers would weaken the defence of Cyprus in case of danger from Turkey. This was an argument which, even though it appeared logical, was not convincing because I knew that behind this argument other interests were hidden. I replied that as things developed I consider the danger from Turkey of a lesser degree than the danger from them. And it was proved that my fears were justified.
On Saturday, 13 July, a conference under the presidency of General Gizikis was held in Athens, which lasted for many hours. It was attended by the Greek Chief of Staff of the armed forces, the Ambassador of Greece to Cyprus, the commander of the National Guard with the purpose of discussing the content of my letter. As was stated in a relevant communiqué' issued at the end of this conference, it was to be reconvened on Monday, 15 July. The reference in the communiqué' to a second conference was deceiving. For a while on Monday I was waiting for a reply to my letter, the reply came, and it was the coup.
On that day, I returned from my summerhouse on the Troodos Mountains, where I had spent the weekend, and by 8 a.m. I was at my office at the Presidential Palace. Half an hour later I was welcoming in the reception room a group of boys and girls, members of the Greek Orthodox Youth from Cairo who came to Cyprus as my guests for a five days. Hardly had I greeted them when the first shots were heard. Within seconds the shots became more frequent and a member of the Presidential Guard informed me that armoured cars and tanks had passed the fence and were already in the yard of the Presidential Palace, which was shaking from mortar shells. The situation soon became critical I tried to call the Cyprus radio station for the purpose of issuing a special broadcast announcing that the Presidential Palace was under attack, but I realised that the lines were cut off. Heavy shelling was ever increasing. How my life was saved seemed like a providential miracle. When I eventually found myself in the area of Paphos, I addressed the people of Cyprus from a local radio station informing them that I am alive and that will struggle with them against the dictatorship, which the Greek regime is trying to impose.
I do not intend to occupy the time of the members of the Security Council with my personal adventure. I simply wish to add that during the second day of the armed attack the armoured cars and tanks were moving towards Paphos, while at the same time a small warship of the National Guard began shelling the Bishophric of Paphos where I was staying. Under the circumstances, I found it advisable to leave Cyprus rather than fall into the hands of the Greek junta.
I am grateful to the British Government, which made available a helicopter to pick me up from Paphos, transfer me to the British bases, and from there by plane to Malta and London. I am also grateful to the Special Representative of the Secretary-General and to the Commander of the Peace-Keeping Force in Cyprus for the interest, which they had shown for my safety. My presence in this room of the Security Council was made possible thanks to the help given to me by the British Government and the representatives of the Secretary-General, Dr. Waldheim, whose keen concern for me and for the critical situation which developed in Cyprus moves every fibre of my heart.
I do not know as yet all the details of the Cyprus crisis caused by the Greek military regime. I am afraid that the number of casualties is large and that the material destruction is heavy. What is, however, our primary concern at present is the ending of the tragedy.
When I reached London, I was informed of the content of the speech of the representative of the Greek junta to the United Nations. I was surprised at the way they are trying to deceive world public opinion. Without a blush, the Greek junta is making efforts to simplify the situation, claiming that it is not involved in the armed attack and that the developments of the last few days are an internal matter of the Greek Cypriots.
I do not believe that there are people who accept the allegations of the Greek military regime. The coup did not come about under such circumstances as to he considered an internal matter of the Greek Cypriots. It is clearly an invasion from outside, in flagrant violation of the independence and sovereignty of the Republic of Cyprus. The so-called coup was the work of the Greek officers staffing and commanding the National Guard. I must also underline the fact that the Greek contingent, composed of 950 officers and men stationed in Cyprus by virtue of the Treaty of Alliance, played a predominant role in this aggressive affair against Cyprus. The capture of the airport outside the capital was carried out by officers and men of the Greek contingent campaign near the airport.
It is enough to state on this point that certain photographs appearing in the world press show armoured vehicles and tanks belonging to the Greek contingent in Cyprus. On the other hand, the Greek officers serving with the National Guard were directing the operations. In these operations, they recruited many members of the terrorist organisation 'EOKA B', whom they armed with weapons of the National Guard.
If the Greek officers serving in the National Guard were not involved, how does one explain the fact that among the casualties in battle were Greek officers whose remains were transported to Greece and buried there? If Greek officers did not carry out the coup, how does one explain the fact of night flights of Greek aircraft transporting to Cyprus personnel in civilian clothes and taking back to Greece dead and wounded men? There is no doubt that the coup was organised by the Greek junta and was carried out by the Greek officers commanding the National Guard and by the officers and men of the Greek contingent stationed in Cyprus - and it was reported as such by the press around the globe.
The coup caused much bloodshed and took a great toll of human lives. It was faced with the determined resistance of the legal security forces and the resistance of the Greek people of Cyprus. I can say with certainty that the resistance and the reaction of the Greek Cypriot people against the conspirators will not end until there is a restoration of their freedom and democratic rights. The Cypriot people will never bow to dictatorship, even though for the moment the brutal force of the armoured cars and tanks may have prevailed.
After the coup, the agents of the Greek regime in Cyprus appointed a well-known gun-man, Nicos Samson as President, who in turn appointed as ministers known elements and supporters of the terrorist organisation 'EOKA B'.
It may be alleged that what took place in Cyprus is a revolution and that a Government was established based on revolutionary law. This is not the case. No revolution took place in Cyprus, which could be considered as an internal matter. It was an invasion, which violated the independence and the sovereignty of the Republic. And the invasion is continuing so long as there are Greek officers in Cyprus. The results of this invasion will be catalytic for Cyprus if there is no return to constitutional normality and if democratic freedoms are not restored.
For the purpose of misleading world public opinion, the military regime of Greece announced yesterday the gradual replacement of the Greek officers of the National Guard. But the issue is not their replacement; the issue is their withdrawal. The gesture of replacement has the meaning of admission that the Greek officers now serving in the National Guard were those who carried out the coup. Those officers, however, did not act on their own initiative but upon instructions from Athens, and their replacements will also follow instructions from the Athens regime. Thus the National Guard will always remain an instrument of the Greek military regime, and I am certain that the members of the Security Council understand this ploy.
It may be said that it was the Cyprus Government, which invited the Greek officers to staff the National Guard. I regret to say that it was a mistake on my part to bestow upon them so much trust and confidence. They abused that trust and confidence and, instead of helping in the defence of the Island's independence, sovereignty and territorial integrity, they themselves became the aggressors.
I am obliged to say that the policy of the military regime in Greece towards Cyprus, and particularly towards the Greek Cypriots, has been insincere. I wish to stress that it was a policy of duplicity.
For some time talks were going on between the Greek and Turkish Cypriots in search of a peaceful solution to the Cyprus problem, which on many occasions has occupied the time of the Security Council and the General Assembly of the United Nations. The representative of the Secretary General and two constitutional experts from Greece and Turkey have been attending the talks. The Security Council has repeatedly renewed, twice yearly, the mandate of the peace-keeping force in Cyprus, expressing every time hope for a speedy solution of the problem.
It cannot be said that up to now the progress of the talks has been satisfactory. But how could there be any progress in the talks while the policy on Cyprus of the regime in Athens has been double-faced? It was agreed by all the parties concerned that the talks were taking place on the basis of independence. The regime of Athens also agreed to that, and time and again the Greek Ministry of Foreign Affairs declared that the position of Greece on this issue was clear. If that were the case, why had the military regime of Greece created and supported the terrorist organisation 'EOKA B', whose purpose was stated to be the union of Cyprus with Greece and whose members called themselves 'unionists'?
Inside the camps of the National Guard, the Greek officers continually charged that while Enosis was feasible its realisation was undermined by me. When reminded that Greece had made its position clear on this and that it supported independence, their reply was that no attention should be given to the words of diplomats. Under such circumstances how was it possible for the talks to arrive at a positive result? The double-faced policy of the Greek regime was one of the main obstacles to the progress of the talks.
In the circumstances that have now been created in Cyprus, I cannot foresee the prospects of the talks. I would rather say that there are no prospects at all. An agreement that may be reached by the talks would be devoid of any value because there is no elected leadership to deal with the matter. The coup d'etat of the military regime of Greece constitutes an arrest of the progress of the talks towards a solution.
Moreover, it will be a continuous source of anomaly in Cyprus, the repercussions of which will be very grave and far reaching, if this situation is permitted to continue even for a short time.
I appeal to the members of the Security Council to do their utmost to put an end to this anomalous situation, which was created by the coup of Athens. I call upon the Security Council to use all ways and means at its disposal so that the constitutional order in Cyprus and the democratic rights of the people of Cyprus can be reinstated without delay.
As I have already stated, the events in Cyprus do not constitute an internal matter of the Greeks of Cyprus. The Turks of Cyprus are also affected. The coup of the Greek junta is an invasion, and from its consequences the whole people of Cyprus suffers, both Greeks and Turks. The United Nations has a peace-keeping force stationed in Cyprus. It is not possible for the role of that peace-keeping force to be effective under conditions of a military coup. The Security Council should call upon the military regime of Greece to withdraw from Cyprus the Greek officers serving in the National Guard, and to put an end to its invasion of Cyprus.
I think that, with what I have placed before you, I have given a picture of the situation. I have no doubt that an appropriate decision of the Security Council will put an end to the invasion and restore the violated independence of Cyprus and the democratic rights of the Cypriot people
Τρίτη 21 Ιουλίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου