Οι επιστολές του Πάπα Ιννοκέντιου ΙΙΙ (1160-1216) αναδεικνύουν, εκτός των άλλων, το ενδιαφέρον και τη γενικότερη εποπτεία του για όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία[1]. Έτσι, σε επιστολή του έτους 1213[2] που απευθύνεται στον Episcopo et Capitulo Cardicensibus, καταγράφονται με ακρίβεια ακόμη και ονόματα άσημων τοποθεσιών που ενδεχομένως να τα γνώριζαν μόνο ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής των Cardicensibus. Αυτά ήταν Toliasiki, Jajadinami, Toalopocori, Olongos, Icanapiza, Iconzobi, οι Stenes.
Τα ίδια ακριβώς ονόματα αυτούσια χρησιμοποιούνται και σήμερα από τους κατοίκους του χωριού Πελασγία Φθιώτιδας για να ονοματίσουν τοποθεσίες της περιοχής τους. Αποτελεί έτσι αυτή η μαρτυρία του Ιννοκέντιου, όπως και οι υπόλοιπες που θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, ένα σημαντικό στοιχείο που οδηγεί σε ταυτοποίηση του χώρου που βρίσκονταν η έδρα του «σεβαστού αδελφού, επισκόπου των Cardicensis»[3], όπως προσφωνείται στις επιστολές ο Λατίνος επίσκοπος,
με την περιοχή της Πελασγίας (το παλαιό όνομα της οποίας ήταν Γαρδίκι) [4]. Να τονιστεί ότι η περιοχή συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που θα προσέλκυαν την προσοχή των Λατίνων: Περιλαμβάνει τη σχεδόν απόρθητη ακρόπολη, που προέρχονταν από την πόλη των ελληνιστικών χρόνων Λάρισα Κρεμαστή[5], παρέχει δυνατότητες για καλλιέργεια διαφορετικών προϊόντων που ευνοούσαν τη δημιουργία οικισμών, ενώ η εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα (περίπου 5 χλμ από το σημερινό χωριό Πελασγία) βοηθούσε την επικοινωνία με τα υπόλοιπα λατινοκρατούμενα κέντρα, αλλά και με την Δύση.
***.
Η έλευση των Δυτικών στον ελληνικό χώρο, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, είχε ως αποτέλεσμα την αρχή της Φραγκοκρατίας και τη δημιουργία φραγκικών φεουδαρχικών μορφωμάτων στον ελληνικό χώρο,[6]. Οι λατινικές εγκαταστάσεις όμως δε χαρακτηρίζονταν ούτε από την οικονομική τους ακμή ούτε από τη μακροχρόνια εγκατάσταση του –ισχνού άλλωστε- λατινικού πληθυσμού στις ελληνικές περιοχές[7].
Όπως δείχνουν οι επιστολές του Ιννοκέντιου ΙΙΙ το ίδιο συμβαίνει και στην περιοχή της Ετέρας Γαρδικίας , όπως ονομάζονταν η περιοχή του Castrum Cardicensis σε καταλόγους της εποχής του Ισαάκιου Β΄(1189) στους οποίους αποκαλείται Μητρόπολις (:Αρχιεπισκοπή)[8]. Εγκαθίσταται λατινική εκκλησιαστική αρχή με επίσκοπο τον Βαρθολομαίο[9], εκκλησιαστικά υπάγεται στον αρχιεπίσκοπο Λαρίσης[10], ενώ διοικητικά η περιοχή αποτέλεσε ανεξάρτητη βαρονία, τη βαρονία Γαρδικίου[11]. H λατινική ονομασία Castrum Cardicensis (:Κάστρο των Γαρδικιωτών) σίγουρα δόθηκε εξαιτίας της θέσης που βρίσκονταν η κύρια εγκατάσταση των δυτικών στην περιοχή, εντός του φρουρίου στο λόφο «Κάστρο», από την οποία ελέγχονταν ένα από τα πλέον βασικά περάσματα της Κεντρικής Ελλάδας.
Το επεισόδιο που δείχνει να ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον Πάπα της Ρώμης και τον οδηγεί να γράψει έναν σημαντικό αριθμό επιστολών είναι η διαμάχη ανάμεσα σε Ιωαννίτες ιππότες που έχουν εγκατασταθεί στη Phitalea (domus Hierosolymitani hospitalis de Phitalea) και στον επίσκοπο Βαρθολομαίο του Castrum Cardicensis[12] τo 1210. Πρόκειται, όπως δείχνουν τα πράγματα για μία πολύ σοβαρή διένεξη, ουσιαστικά ανάμεσα στον παπικό θρόνο και στους ιππότες[13], η οποία πρέπει να τοποθετηθεί και να ερμηνευτεί μέσα στο ευρύτερο σύστημα των σχέσεων της παραδοσιακής εκκλησιαστικής εξουσίας με δυνάμεις που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια των Σταυροφοριών και διεκδικούσαν αυτονομία και ενδεχομένως ακόμη και χειραφέτηση από την επιρροή της Ρώμης.
Το ιστορικό της υπόθεσης, όπως παρουσιάζεται στις επιστολές του Ιννοκέντιου, επικεντρώνεται στην κατοχή του Castrum Cardicensis από τους Ιωαννίτες ιππότες. Το ζήτημα απασχολεί έντονα τον Βαρθολομαίο που καταγγέλλει τα τεκταινόμενα στον Ποντίφηκα με δάκρυα[14]. Πιο αναλυτικά, o Πάπας σε επιστολή του που στέλνει στους λατίνους Αρχιεπισκόπους Thessalonicensi και Philippensi (Θεσσαλονικέων και Φιλιππησίων) και στον επίσκοπο Sithoniensi (Ζητουνίου;)[15] διεκτραγωδεί την κατάσταση του Βαρθολομαίου που αναγκάστηκε, αφού στερήθηκε τους πόρους που του έδινε η επισκοπή του, να ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, εξόριστος , και να ζητιανεύει. Αυτό συνέβη, γιατί οι Ιωαννίτες, όχι μόνο δεν υπάκουσαν στις εντολές του Ιννοκέντιου να επιστρέψουν το Castrum, αλλά απείλησαν και τον απεσταλμένο του επισκόπου πως θα τον σκοτώσουν[16].
Ο Ιννοκέντιος καλεί αρχικά τους Αρχιεπίσκοπους Αθηνών και Θηβών, καθώς και τον επίσκοπο Θερμοπυλών να διερευνήσουν την υπόθεση. Αυτοί δικαιώνουν το Βαρθολομαίο, οι Ιωαννίτες όμως δεν αναγνωρίζουν την απόφασή τους, και γι’ αυτό τους επιβάλλεται η ποινή του αφορισμού, η οποία όμως δεν έχει αποτέλεσμα[17].
Η σοβαρότητα της κατάστασης φαίνεται και από επιστολή που στέλνει ο Ιννοκέντιος στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, στην οποία του ζητάει να προστατεύσει τον επίσκοπο του Castrum Cardicensis, αφού, όπως τονίζει, οι ιππότες της Phitalea πήραν, εκτός από το «Κάστρο» κατοικίες που ήταν κάτω από αυτό, εκκλησίες και περιουσίες με τη βία[18]. Και πάλι όμως δεν υπάρχουν θετικά αποτελέσματα, όπως φαίνεται σε άλλη επιστολή του Ποντίφηκα στον Αρχιεπίσκοπο Neopatrensi, στον Priori Sancti Demetrii Thessalonicensis και στον Procuratori Episcopatus Dimicensis[19]. Το ενδιαφέρον σε αυτή είναι πως –όπως τονίζεται- ο αφορισμός έγινε μετά από πρόταση του επισκόπου Βαρθολομαίου, και αυτή η εισήγησή του θα ευνοήσει την Αποστολική Αρχή, δηλαδή την Εκκλησία της Ρώμης, και το έργο αυτών που είχαν οριστεί ως κριτές της υπόθεσης, δηλαδή τους Αρχιεπίσκοπους Αθηνών και Θηβών, καθώς και τον επίσκοπο Θερμοπυλών (:episcopus supplicavit ut eamdem excommunicationis sententiam auctoritate dignarentur apostolica roborare ac ratum habere processum judicum praedictorum). Στη συνέχεια πληροφορεί ότι, ναι μεν είχε γίνει συμφωνία ανάμεσα στο Βαρθολομαίο και τους Ιωαννίτες, όπως υποστήριζαν οι τελευταίοι, αλλά εξαιτίας της ο Ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος του Κάστρου είχε πάθει τεράστια ζημιά.
Η κατάσταση διαιωνίζεται και τον Ιούνιο του 1212 ο Ιννοκέντιος πληροφορεί ότι τίποτα και πάλι δεν έχει αλλάξει, παρά τον αφορισμό[20]. Μάλιστα η υπόθεση οδηγείται σε αδιέξοδο, αφού κινδύνευσε η ζωή του Βαρθολομαίου σε ενέδρα που στήθηκε τη γιορτή της Πεντηκοστής (festum Pentecostes). Πάντως ο κριτής Αρχιεπίσκοπος Αθηνών είχε ορίσει να αποδοθούν στον επίσκοπο του Castrum υπάρχοντά του, η εκκλησία που βρίσκονταν μέσα σε αυτό καθώς και δεξαμενές νερού.
Τίποτα όμως από αυτά δε γίνεται, αφού οι Ιωαννίτες δεν υποχωρούν, οι ταραχές συνεχίζονται και ο Βαρθολομαίος απελπισμένος ζητάει να τελειώσει το θέμα. Τέλος, μετά από πολλές παρεμβάσεις του Ιννοκέντιου το ζήτημα κλείνει με συμφωνία που γίνεται στις 11 Δεκεμβρίου του 1212 ανάμεσα στο Βαρθολομαίο και στον επικεφαλής των Ιωαννιτών αδελφό Στέφανο. Καλούνται να την αποδεχτούν ο Ιννοκέντιος, που την κάνει δεκτή στις 27 Σεπτεμβρίου 1213 και ο αυτοκράτορας Ερρίκος, που έλειπε όμως σε εκστρατεία στη Μικρά Ασία[21], ενώ την επικυρώνουν οι βαρόνοι Cono I της Béthune, Milo II της Bréban και ο Geoffrey Villehardouin, που έχουν μεγάλο κύρος και σημαίνοντα ρόλο σε σχέση με άλλους δυτικούς άρχοντες[22]. Οι όροι της καταγράφονται σε μακροσκελή επιστολή του Ποντίφηκα στον επίσκοπο και επικεφαλής των Cardicensibus (Episcopo et Capitulo Cardicensibus) τον «αδελφό μας» («fratrem nostrum») όπως αποκαλεί ο Πάπας το Βαρθολομαίο σε αντιδιαστολή με τους «αδελφούς του Αγίου Ιωάννου» («fratres Hospitalis Sancti Joannis Hierosolymitani») [23] .
Εκτός των άλλων σε αυτή προβλέπονται και τα εξής:
Η εκκλησία των Cardicensis θα κατέχει και θα της ανήκουν επτά τοποθεσίες της περιοχής με τα παρελκόμενά τους. Αυτές είναι το Λιασίκι, η Αγία Δύναμη, το Αλεποχώρι, ο Λόγγος, η Καναπίτσα, η Κουτσουμπή, οι Στενές (Toliasiki, Jajadinami, Toalopocori, Olongos, Icanapiza, Iconzobi, Stenes). Περιέρχονται ακόμη στην κατοχή της δύο μύλοι και τρεις δεξαμενές νερού σε τοποθεσία που κατονομάζεται ως Σουππεττουζού (Suppettusu)[24].
Επτά άνθρωποι της Εκκλησίας των Γαρδικιωτών που τους είχαν αιχμαλώτους οι ιππότες ελευθερώνονται και επιστρέφουν στον επίσκοπό τους. Είναι ο ιερέας Λέων, ο Ιωάννης Φοτ, η Λαβιότισσα και ο γιός της ο Παράσχος, ο Πιφάνος (: Επιφάνιος;), ο Ερίνιος (:Ειρηναίος;), ο Νιλεϊφόρος (:Νικηφόρος;)[25].
Όλες οι abbatia (:κοινοβιακές μονές) και τα μικρά εκκλησάκια (omnes abbatias et papates) αποδίδονται στην επισκοπή των Γαρδικιωτών, εφόσον είναι στα όρια της δικαιοδοσίας της. Της δίνεται επίσης και η abbatia Valestinum που βρίσκεται –όπως τονίζεται στην επιστολή- στην περιοχή του Αλμυρού (Armiro)[26].
Τέλος, το κάστρο, όπως φαίνεται, παραμένει στην κατοχή των ιπποτών.
Οπότε, από τις επιστολές του Ιννοκέντιου ΙΙΙ παρουσιάζονται οι παρακάτω πληροφορίες για το Castrum Cardicensis:
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) και τη δημιουργία των λατινικών κρατιδίων στον ελληνικό χώρο, η περιοχή της Ετέρας Γαρδικίας με το κάστρο της παραχωρείται στον επίσκοπο Βαρθολομαίο. Δημιουργείται, όπως φαίνεται, η βαρονία Γαρδικίου, που κατοικείται κυρίως από ελληνικό πληθυσμό αλλά και λατίνους[27] και έχει εκκλησιαστική χροιά[28]. Πρόκειται για μία ισχυρή στρατηγική θέση και αυτός που την κατέχει ελέγχει ένα σημαντικό πέρασμα της κεντρικής Ελλάδας. Δε φαίνεται όμως ο επίσκοπος να έχει τη δυνατότητα της διαχείρισής της, πιθανόν γιατί δεν έχει στρατιωτική δύναμη και γι΄ αυτό μάλλον παραχωρεί το κάστρο στους Ιωαννίτες με αντάλλαγμα την προστασία που θα του παρέχουν[29]. Η συμβίωση όμως επισκόπου Βαρθολομαίου και Ιωαννιτών δημιουργεί αρκετά προβλήματα, ο επίσκοπος μετανιώνει για τη συμφωνία και καταφεύγει στον Ιννοκέντιο που ορίζει διαιτητές για να επιλύσουν την υπόθεση, ενώ επιβάλλει και το επιτίμιο του αφορισμού, κάτι που δε φαίνεται όμως να πτοεί τους Ιωαννίτες που επιμένουν στην κατοχή του Κάστρου.
Ερωτήματα όμως εξακολουθούν να παραμένουν. Το βασικό αφορά τους λόγους που ώθησαν τον Ιννοκέντιο να δώσει τόση μεγάλη σημασία σε ένα επεισόδιο που φαίνεται να είναι ήσσονος σημασίας με τοπικό χαρακτήρα, ώστε να γράψει ένα μεγάλο αριθμό επιστολών. Άλλα ζητήματα αφορούν τα χαρακτηριστικά των τόπων που αποδόθηκαν στο Βαρθολομαίο, ώστε να θεωρηθούν πως παρέχουν ικανοποιητικούς πόρους για τον ίδιο, αλλά κυρίως να συμβάλλουν στην αποκατάσταση του κύρους του Ποντίφηκα που φαίνεται πως είχε τρωθεί, αφού οι ιππότες δεν έλαβαν υπόψη τους ούτε την ποινή του αφορισμού που τους επιβλήθηκε.
Για το διαφωτισμό ζητημάτων που σχετίζονται με τα παραπάνω θα εξεταστούν στη συνέχεια οι σφραγίδες επισκόπων του Castrum για να τοποθετηθεί ο Βαρθολομαίος μέσα στο ιεραρχικό σύστημα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και θα συζητηθούν θέματα τοπογραφίας της περιοχής. Θα γίνει προσπάθεια να εντοπιστούν τα τοπωνύμια που μνημονεύονται στη συνθήκη, ώστε να καταγραφούν τα χαρακτηριστικά τους, ενώ θα αναζητηθεί και η θέση των λατινικών ναών της περιοχής.
Σώζεται λοιπόν σφραγίδα (sigillum) του επισκόπου Βαρθολομαίου που εξέδωσε ο Gustave Schlumberger to 1898[30]. Όπως πληροφορεί, η χάλκινη μήτρα της ανήκε σε συλλέκτη που κατοικούσε στο Παρίσι. Να τονιστεί εδώ πως και το υλικό κατασκευής της συνηγορεί πως πρόκειται για τον επίσκοπο του Castrum Cardicensis, αφού η περιοχή είχε, σε παλαιότερους χρόνους, μεταλλείο και χώρους επεξεργασίας χαλκού[31].
Τα ίδια ακριβώς ονόματα αυτούσια χρησιμοποιούνται και σήμερα από τους κατοίκους του χωριού Πελασγία Φθιώτιδας για να ονοματίσουν τοποθεσίες της περιοχής τους. Αποτελεί έτσι αυτή η μαρτυρία του Ιννοκέντιου, όπως και οι υπόλοιπες που θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, ένα σημαντικό στοιχείο που οδηγεί σε ταυτοποίηση του χώρου που βρίσκονταν η έδρα του «σεβαστού αδελφού, επισκόπου των Cardicensis»[3], όπως προσφωνείται στις επιστολές ο Λατίνος επίσκοπος,
με την περιοχή της Πελασγίας (το παλαιό όνομα της οποίας ήταν Γαρδίκι) [4]. Να τονιστεί ότι η περιοχή συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που θα προσέλκυαν την προσοχή των Λατίνων: Περιλαμβάνει τη σχεδόν απόρθητη ακρόπολη, που προέρχονταν από την πόλη των ελληνιστικών χρόνων Λάρισα Κρεμαστή[5], παρέχει δυνατότητες για καλλιέργεια διαφορετικών προϊόντων που ευνοούσαν τη δημιουργία οικισμών, ενώ η εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα (περίπου 5 χλμ από το σημερινό χωριό Πελασγία) βοηθούσε την επικοινωνία με τα υπόλοιπα λατινοκρατούμενα κέντρα, αλλά και με την Δύση.
***.
Η έλευση των Δυτικών στον ελληνικό χώρο, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, είχε ως αποτέλεσμα την αρχή της Φραγκοκρατίας και τη δημιουργία φραγκικών φεουδαρχικών μορφωμάτων στον ελληνικό χώρο,[6]. Οι λατινικές εγκαταστάσεις όμως δε χαρακτηρίζονταν ούτε από την οικονομική τους ακμή ούτε από τη μακροχρόνια εγκατάσταση του –ισχνού άλλωστε- λατινικού πληθυσμού στις ελληνικές περιοχές[7].
Όπως δείχνουν οι επιστολές του Ιννοκέντιου ΙΙΙ το ίδιο συμβαίνει και στην περιοχή της Ετέρας Γαρδικίας , όπως ονομάζονταν η περιοχή του Castrum Cardicensis σε καταλόγους της εποχής του Ισαάκιου Β΄(1189) στους οποίους αποκαλείται Μητρόπολις (:Αρχιεπισκοπή)[8]. Εγκαθίσταται λατινική εκκλησιαστική αρχή με επίσκοπο τον Βαρθολομαίο[9], εκκλησιαστικά υπάγεται στον αρχιεπίσκοπο Λαρίσης[10], ενώ διοικητικά η περιοχή αποτέλεσε ανεξάρτητη βαρονία, τη βαρονία Γαρδικίου[11]. H λατινική ονομασία Castrum Cardicensis (:Κάστρο των Γαρδικιωτών) σίγουρα δόθηκε εξαιτίας της θέσης που βρίσκονταν η κύρια εγκατάσταση των δυτικών στην περιοχή, εντός του φρουρίου στο λόφο «Κάστρο», από την οποία ελέγχονταν ένα από τα πλέον βασικά περάσματα της Κεντρικής Ελλάδας.
Το επεισόδιο που δείχνει να ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον Πάπα της Ρώμης και τον οδηγεί να γράψει έναν σημαντικό αριθμό επιστολών είναι η διαμάχη ανάμεσα σε Ιωαννίτες ιππότες που έχουν εγκατασταθεί στη Phitalea (domus Hierosolymitani hospitalis de Phitalea) και στον επίσκοπο Βαρθολομαίο του Castrum Cardicensis[12] τo 1210. Πρόκειται, όπως δείχνουν τα πράγματα για μία πολύ σοβαρή διένεξη, ουσιαστικά ανάμεσα στον παπικό θρόνο και στους ιππότες[13], η οποία πρέπει να τοποθετηθεί και να ερμηνευτεί μέσα στο ευρύτερο σύστημα των σχέσεων της παραδοσιακής εκκλησιαστικής εξουσίας με δυνάμεις που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια των Σταυροφοριών και διεκδικούσαν αυτονομία και ενδεχομένως ακόμη και χειραφέτηση από την επιρροή της Ρώμης.
Το ιστορικό της υπόθεσης, όπως παρουσιάζεται στις επιστολές του Ιννοκέντιου, επικεντρώνεται στην κατοχή του Castrum Cardicensis από τους Ιωαννίτες ιππότες. Το ζήτημα απασχολεί έντονα τον Βαρθολομαίο που καταγγέλλει τα τεκταινόμενα στον Ποντίφηκα με δάκρυα[14]. Πιο αναλυτικά, o Πάπας σε επιστολή του που στέλνει στους λατίνους Αρχιεπισκόπους Thessalonicensi και Philippensi (Θεσσαλονικέων και Φιλιππησίων) και στον επίσκοπο Sithoniensi (Ζητουνίου;)[15] διεκτραγωδεί την κατάσταση του Βαρθολομαίου που αναγκάστηκε, αφού στερήθηκε τους πόρους που του έδινε η επισκοπή του, να ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, εξόριστος , και να ζητιανεύει. Αυτό συνέβη, γιατί οι Ιωαννίτες, όχι μόνο δεν υπάκουσαν στις εντολές του Ιννοκέντιου να επιστρέψουν το Castrum, αλλά απείλησαν και τον απεσταλμένο του επισκόπου πως θα τον σκοτώσουν[16].
Ο Ιννοκέντιος καλεί αρχικά τους Αρχιεπίσκοπους Αθηνών και Θηβών, καθώς και τον επίσκοπο Θερμοπυλών να διερευνήσουν την υπόθεση. Αυτοί δικαιώνουν το Βαρθολομαίο, οι Ιωαννίτες όμως δεν αναγνωρίζουν την απόφασή τους, και γι’ αυτό τους επιβάλλεται η ποινή του αφορισμού, η οποία όμως δεν έχει αποτέλεσμα[17].
Η σοβαρότητα της κατάστασης φαίνεται και από επιστολή που στέλνει ο Ιννοκέντιος στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, στην οποία του ζητάει να προστατεύσει τον επίσκοπο του Castrum Cardicensis, αφού, όπως τονίζει, οι ιππότες της Phitalea πήραν, εκτός από το «Κάστρο» κατοικίες που ήταν κάτω από αυτό, εκκλησίες και περιουσίες με τη βία[18]. Και πάλι όμως δεν υπάρχουν θετικά αποτελέσματα, όπως φαίνεται σε άλλη επιστολή του Ποντίφηκα στον Αρχιεπίσκοπο Neopatrensi, στον Priori Sancti Demetrii Thessalonicensis και στον Procuratori Episcopatus Dimicensis[19]. Το ενδιαφέρον σε αυτή είναι πως –όπως τονίζεται- ο αφορισμός έγινε μετά από πρόταση του επισκόπου Βαρθολομαίου, και αυτή η εισήγησή του θα ευνοήσει την Αποστολική Αρχή, δηλαδή την Εκκλησία της Ρώμης, και το έργο αυτών που είχαν οριστεί ως κριτές της υπόθεσης, δηλαδή τους Αρχιεπίσκοπους Αθηνών και Θηβών, καθώς και τον επίσκοπο Θερμοπυλών (:episcopus supplicavit ut eamdem excommunicationis sententiam auctoritate dignarentur apostolica roborare ac ratum habere processum judicum praedictorum). Στη συνέχεια πληροφορεί ότι, ναι μεν είχε γίνει συμφωνία ανάμεσα στο Βαρθολομαίο και τους Ιωαννίτες, όπως υποστήριζαν οι τελευταίοι, αλλά εξαιτίας της ο Ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος του Κάστρου είχε πάθει τεράστια ζημιά.
Η κατάσταση διαιωνίζεται και τον Ιούνιο του 1212 ο Ιννοκέντιος πληροφορεί ότι τίποτα και πάλι δεν έχει αλλάξει, παρά τον αφορισμό[20]. Μάλιστα η υπόθεση οδηγείται σε αδιέξοδο, αφού κινδύνευσε η ζωή του Βαρθολομαίου σε ενέδρα που στήθηκε τη γιορτή της Πεντηκοστής (festum Pentecostes). Πάντως ο κριτής Αρχιεπίσκοπος Αθηνών είχε ορίσει να αποδοθούν στον επίσκοπο του Castrum υπάρχοντά του, η εκκλησία που βρίσκονταν μέσα σε αυτό καθώς και δεξαμενές νερού.
Τίποτα όμως από αυτά δε γίνεται, αφού οι Ιωαννίτες δεν υποχωρούν, οι ταραχές συνεχίζονται και ο Βαρθολομαίος απελπισμένος ζητάει να τελειώσει το θέμα. Τέλος, μετά από πολλές παρεμβάσεις του Ιννοκέντιου το ζήτημα κλείνει με συμφωνία που γίνεται στις 11 Δεκεμβρίου του 1212 ανάμεσα στο Βαρθολομαίο και στον επικεφαλής των Ιωαννιτών αδελφό Στέφανο. Καλούνται να την αποδεχτούν ο Ιννοκέντιος, που την κάνει δεκτή στις 27 Σεπτεμβρίου 1213 και ο αυτοκράτορας Ερρίκος, που έλειπε όμως σε εκστρατεία στη Μικρά Ασία[21], ενώ την επικυρώνουν οι βαρόνοι Cono I της Béthune, Milo II της Bréban και ο Geoffrey Villehardouin, που έχουν μεγάλο κύρος και σημαίνοντα ρόλο σε σχέση με άλλους δυτικούς άρχοντες[22]. Οι όροι της καταγράφονται σε μακροσκελή επιστολή του Ποντίφηκα στον επίσκοπο και επικεφαλής των Cardicensibus (Episcopo et Capitulo Cardicensibus) τον «αδελφό μας» («fratrem nostrum») όπως αποκαλεί ο Πάπας το Βαρθολομαίο σε αντιδιαστολή με τους «αδελφούς του Αγίου Ιωάννου» («fratres Hospitalis Sancti Joannis Hierosolymitani») [23] .
Εκτός των άλλων σε αυτή προβλέπονται και τα εξής:
Η εκκλησία των Cardicensis θα κατέχει και θα της ανήκουν επτά τοποθεσίες της περιοχής με τα παρελκόμενά τους. Αυτές είναι το Λιασίκι, η Αγία Δύναμη, το Αλεποχώρι, ο Λόγγος, η Καναπίτσα, η Κουτσουμπή, οι Στενές (Toliasiki, Jajadinami, Toalopocori, Olongos, Icanapiza, Iconzobi, Stenes). Περιέρχονται ακόμη στην κατοχή της δύο μύλοι και τρεις δεξαμενές νερού σε τοποθεσία που κατονομάζεται ως Σουππεττουζού (Suppettusu)[24].
Επτά άνθρωποι της Εκκλησίας των Γαρδικιωτών που τους είχαν αιχμαλώτους οι ιππότες ελευθερώνονται και επιστρέφουν στον επίσκοπό τους. Είναι ο ιερέας Λέων, ο Ιωάννης Φοτ, η Λαβιότισσα και ο γιός της ο Παράσχος, ο Πιφάνος (: Επιφάνιος;), ο Ερίνιος (:Ειρηναίος;), ο Νιλεϊφόρος (:Νικηφόρος;)[25].
Όλες οι abbatia (:κοινοβιακές μονές) και τα μικρά εκκλησάκια (omnes abbatias et papates) αποδίδονται στην επισκοπή των Γαρδικιωτών, εφόσον είναι στα όρια της δικαιοδοσίας της. Της δίνεται επίσης και η abbatia Valestinum που βρίσκεται –όπως τονίζεται στην επιστολή- στην περιοχή του Αλμυρού (Armiro)[26].
Τέλος, το κάστρο, όπως φαίνεται, παραμένει στην κατοχή των ιπποτών.
Οπότε, από τις επιστολές του Ιννοκέντιου ΙΙΙ παρουσιάζονται οι παρακάτω πληροφορίες για το Castrum Cardicensis:
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) και τη δημιουργία των λατινικών κρατιδίων στον ελληνικό χώρο, η περιοχή της Ετέρας Γαρδικίας με το κάστρο της παραχωρείται στον επίσκοπο Βαρθολομαίο. Δημιουργείται, όπως φαίνεται, η βαρονία Γαρδικίου, που κατοικείται κυρίως από ελληνικό πληθυσμό αλλά και λατίνους[27] και έχει εκκλησιαστική χροιά[28]. Πρόκειται για μία ισχυρή στρατηγική θέση και αυτός που την κατέχει ελέγχει ένα σημαντικό πέρασμα της κεντρικής Ελλάδας. Δε φαίνεται όμως ο επίσκοπος να έχει τη δυνατότητα της διαχείρισής της, πιθανόν γιατί δεν έχει στρατιωτική δύναμη και γι΄ αυτό μάλλον παραχωρεί το κάστρο στους Ιωαννίτες με αντάλλαγμα την προστασία που θα του παρέχουν[29]. Η συμβίωση όμως επισκόπου Βαρθολομαίου και Ιωαννιτών δημιουργεί αρκετά προβλήματα, ο επίσκοπος μετανιώνει για τη συμφωνία και καταφεύγει στον Ιννοκέντιο που ορίζει διαιτητές για να επιλύσουν την υπόθεση, ενώ επιβάλλει και το επιτίμιο του αφορισμού, κάτι που δε φαίνεται όμως να πτοεί τους Ιωαννίτες που επιμένουν στην κατοχή του Κάστρου.
Ερωτήματα όμως εξακολουθούν να παραμένουν. Το βασικό αφορά τους λόγους που ώθησαν τον Ιννοκέντιο να δώσει τόση μεγάλη σημασία σε ένα επεισόδιο που φαίνεται να είναι ήσσονος σημασίας με τοπικό χαρακτήρα, ώστε να γράψει ένα μεγάλο αριθμό επιστολών. Άλλα ζητήματα αφορούν τα χαρακτηριστικά των τόπων που αποδόθηκαν στο Βαρθολομαίο, ώστε να θεωρηθούν πως παρέχουν ικανοποιητικούς πόρους για τον ίδιο, αλλά κυρίως να συμβάλλουν στην αποκατάσταση του κύρους του Ποντίφηκα που φαίνεται πως είχε τρωθεί, αφού οι ιππότες δεν έλαβαν υπόψη τους ούτε την ποινή του αφορισμού που τους επιβλήθηκε.
Για το διαφωτισμό ζητημάτων που σχετίζονται με τα παραπάνω θα εξεταστούν στη συνέχεια οι σφραγίδες επισκόπων του Castrum για να τοποθετηθεί ο Βαρθολομαίος μέσα στο ιεραρχικό σύστημα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και θα συζητηθούν θέματα τοπογραφίας της περιοχής. Θα γίνει προσπάθεια να εντοπιστούν τα τοπωνύμια που μνημονεύονται στη συνθήκη, ώστε να καταγραφούν τα χαρακτηριστικά τους, ενώ θα αναζητηθεί και η θέση των λατινικών ναών της περιοχής.
Σώζεται λοιπόν σφραγίδα (sigillum) του επισκόπου Βαρθολομαίου που εξέδωσε ο Gustave Schlumberger to 1898[30]. Όπως πληροφορεί, η χάλκινη μήτρα της ανήκε σε συλλέκτη που κατοικούσε στο Παρίσι. Να τονιστεί εδώ πως και το υλικό κατασκευής της συνηγορεί πως πρόκειται για τον επίσκοπο του Castrum Cardicensis, αφού η περιοχή είχε, σε παλαιότερους χρόνους, μεταλλείο και χώρους επεξεργασίας χαλκού[31].
Sigillum Bartholomei |
Το σχήμα της είναι κυκλικό. Στην άκρη της, σε όλο τον κύκλο, με κεφαλαία λατινική γραφή αναγράφεται η παρακάτω πρόταση που οριοθετείται με το σχήμα του σταυρού:
SIGILL BARTHOLOMEI DEI GRA CIRDICENSIS EPI
ενώ στο εσωτερικό μέρος της σφραγίδας, με εμφανώς μικρότερη κεφαλαία λατινική γραφή, που δεν είναι συνεχής αναγράφεται σε δύο ημικύκλια
ΕΤ VALESTINEN
PAX VOBIS
Η πρόταση, ολοκληρωμένη πλέον, θα μπορούσε να μεταγραφεί ως εξής:
SIGILL(um) BARTHOLOMEI DEI GRA(tia) CIRDICENSIS EPI(scopus) ΕΤ VALESTINEN PAX VOBIS[32] που θα μεταφραστεί «ΣΙΓΙΛΛΙΟ (:ΣΦΡΑΓΙΔΑ) ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, ΧΑΡΙΤΙ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΕΣΤΙΝΟΥ, ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ».
Στη σφραγίδα δεσπόζει η απεικόνιση της μορφής ενός άντρα που, κατά πάσα πιθανότητα, είναι ο Βαρθολομαίος. Η ενδυμασία του[33] και η στάση που έχει παραπέμπει σε επίσκοπο με κύρος που, προφανώς είναι αποδεκτό από το Ρωμαίο Ποντίφηκα, ο οποίος άλλωστε και το έχει παραχωρήσει.
Στο πρόσωπό του διακρίνονται σημάδια. Κάθεται σε επισκοπικό θρόνο και κρατάει στο αριστερό του χέρι ποιμαντορική ράβδο, ενώ το δεξιό του είναι σε στάση ευλογίας. Στο κεφάλι του έχει μίτρα που καλύπτει το σταυρό που είναι στην κορυφή της σφραγίδας και περιχειρίδες στα χέρια του. Εκείνο όμως που είναι χαρακτηριστικό της υπόληψης που διαθέτει είναι το Πάλλιο (Pallium), που κρεμιέται από το λαιμό και ήταν πάνω από την επισκοπική αμφίεση. Φανερώνει ιδιαίτερη τιμή, αφού αποστέλλονταν από τον Πάπα σε αρχιερείς που τους εκτιμούσε ιδιαίτερα. Ήταν απόδειξη του πρωτείου του θρόνου της Ρώμης και της υπεροχής που είχε έναντι των υπολοίπων Πατριαρχείων[34].
Ανάμεσα στον επίσκοπο και την ποιμαντορική του ράβδο είναι τοποθετημένο ένα απλό αστέρι με πέντε άκρες. Σίγουρα αποτελεί αίνιγμα η ύπαρξή του. Εντούτοις είναι πιθανό να συνδέεται με τη βιβλική έκφραση «stellam ejus in oriente»[35] σύμφωνα με τη Vulgata («τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ» στο πρωτότυπο), και να αφορά το Βαρθολομαίο που θέλει, με μεγάλη δόση υπερβολής την οποία όμως την εξέθρεψε ο Ιννοκέντιος ΙΙΙ με το ενδιαφέρον του, να παρουσιάζεται ως ο αστέρας στην ανατολή, δηλαδή σημαντικός παράγοντας της λατινικής εκκλησίας στα ελληνικά εδάφη.
Εκτός από την παραπάνω σφραγίδα του Βαρθολομαίου που συνδέεται άμεσα με το θέμα που παρουσιάζεται, o Schlumberger έχει καταχωρίσει και τη σφραγίδα του επισκόπου των Cardicensis Πέτρου [36]. Δε χωράει αμφιβολία πως και αυτός ήταν επίσκοπος του Castrum, όπως δείχνει το χάλκινο υλικό της μήτρας αλλά και η επισκοπή του Πέτρου που αναγράφεται (Cardicensis).
Sigillum fratri Petri
Ένα στοιχείο της σφραγίδας που δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες είναι η κυρίως απεικόνιση της σφραγίδας που παρουσιάζει το Χριστό καθιστό να ευλογεί μία γυναικεία μορφή. Ο Schlumberger πιστεύει ότι πρόκειται για την Παναγία, που κρατάει ένα λουλούδι.
Στη δυτική όμως τέχνη λουλούδι κρατάει και η Αγία Αικατερίνη. Επομένως το πιο πιθανό είναι ο Ιησούς να ευλογεί, στη σφραγίδα, την Αγία Αικατερίνη, που θεωρείται προστάτιδα της περιοχής, αφού σε αυτή πάντα υπήρχε ναός προς τιμήν της[37].
Το ενδιαφέρον για το θέμα μας είναι και δύο λατινικά γράμματα δεξιά και αριστερά της κεφαλής του επισκόπου, τα S και Μ. Ο Schlumberger θεωρεί πως είναι τα αρχικά των λέξεων Sanctus Marcus. Προφανώς τον θεωρεί ως τον προστάτη του επισκόπου
Όμως, σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες γηραιών κατοίκων της Πελασγίας, που σήμερα δε βρίσκονται στη ζωή, ΒΔ της ακρόπολης του Castrum υπήρχε η εκκλησία του «ΑιΤαξάρ» (:Αγίου Ταξιάρχη/Αγίων Ταξιαρχών) από την οποία σήμερα δε σώζεται απολύτως τίποτα[38]. Αυτό το στοιχείο αναδεικνύει, κατά πάσα πιθανότητα, τον Άγιο Ταξιάρχη, τον Αρχάγγελο, ως κατεξοχήν προστάτη του ίδιου του Castrum, οπότε τα αρχικά S και Μ αναφέρονται στον Sanctus Michael[39]. Στο sigillum επομένως του Πέτρου γίνεται ενδεχομένως μνεία στην Αγία Αικατερίνη, που θα ήταν η κατεξοχήν προστάτιδα της περιοχής και στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, που ως πολεμικό ουράνιο ον θα ήταν προστάτης του φρουρίου που δέσποζε σε αυτή.
Όπως έχει τονιστεί στην επιστολή του Ιννοκέντιου που αναφέρεται στη συνθήκη που γίνεται στις 11 Δεκεμβρίου του 1212 ανάμεσα στον επίσκοπο Βαρθολομαίο και τον αδελφό Στέφανο[40] γίνεται λεπτομερής αναφορά και στους τόπους που παραχωρήθηκαν στη λατινική επισκοπή των Cardicensis. Αυτοί, όπως έχει ήδη τονιστεί είναι οι εξής:
1. Toliasiki. Είναι φανερό πως πρόκειται για σύνθετη λέξη που περιλαμβάνει το άρθρο μαζί με το τοπωνύμιο. Σήμερα οι ντόπιοι ονομάζουν Λιασίκι τοποθεσία που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, στο Μαλιακό κόλπο. Ακριβώς απέναντι είναι το βόρειο άκρο της Εύβοιας που εισέρχεται στο Μαλιακό κόλπο.
2. Jajadinami. Είναι η Αγία Δύναμη. Έτσι ονομάζεται η περιοχή που βρίσκεται δίπλα στο σημερινό λιμανάκι της παραλίας Πελασγίας. Στην περιοχή έχει ανασκαφεί παλαιοχριστιανική Βασιλική[41], ενώ υπάρχει και εικονοστάσι αφιερωμένο στην Αγία Δύναμη (:την Παναγία). Εύφορος τόπος ο οποίος περιελάμβανε και την κοντινή ακροθαλασσιά.
3. Icanapiza. Η Καναπίτσα. Έτσι ονομάζεται στην περιοχή το φυτό λυγαριά . Το τοπωνύμιο αναφέρεται σε χαμηλό λόφο που βρίσκεται στην άκρη του σημερινού χωριού Πελασγία, στη βόρεια πλευρά του. Δίπλα του ακριβώς υπάρχει ένα ρυάκι (η «Καλακώνα»), που σε παλαιότερες εποχές «κατέβαζε» μεγάλη ποσότητα νερού από τον ορεινό όγκο του βουνού «Ταράτσα».
4. Iconzobi. Η Κουτσουμπή ή Κουτσομπόραχη, όπως ονομάζεται από τους ντόπιους. Η περιοχή βρίσκεται δυτικά του Castrum και περιλαμβάνει μία απότομη πλαγιά, που προεξέχει, του βουνού «Ταράτσα» που ανήκει στο ευρύτερο ορεινό όγκο της Όθρυος, καθώς και ένα πλάτωμα, ΒΔ της ακρόπολης του φρουρίου, στη βατή πλευρά του. Στην τοποθεσία ευδοκιμούν δέντρα, όπως κερασιές και καρυδιές, ενώ γίνεται και καλλιέργεια δημητριακών. Τέλος, στην περιοχή υπάρχει και σήμερα δεξαμενή νερού, που ονομάζεται «Φραγκόβρυση», ονομασία που σαφώς παραπέμπει στην εποχή της λατινικής κυριαρχίας.
Στον επίσκοπο Βαρθολομαίο παραχωρούνται και άλλες περιοχές, τα τοπωνύμια των οποίων δε χρησιμοποιούνται σήμερα. Είναι Toalopocori, Olongos, Stenes και Suppettusu. Η ονομασία των τριών πρώτων παραπέμπει σε δύσβατες περιοχές, που μάλλον βρίσκονταν στο βόρειο μέρος του λόφου «Κάστρο», ενώ στην Suppettusu η λατινική εκκλησία των Cardicensis βρήκε δύο μύλους και τρεις δεξαμενές νερού. Οπότε πρόκειται για έκταση, στην οποία υπήρχε νερό και τόποι επεξεργασίας των δημητριακών.
Τα δύο αυτά στοιχεία οδηγούν στο γειτονικό με την Πελασγία, χωριό Μύλοι. Και η ονομασία του τόπου, αλλά και οι δεξαμενές νερού που βρίσκονται μέσα σε αυτό ενισχύουν την υπόθεση το τοπωνύμιο Suppettusu να ταυτίζεται με αυτό. Επομένως δεν είναι απίθανο εδώ να βρίσκονταν ένας από τους τόπους που δόθηκε στον επίσκοπο Βαρθολομαίο, ο οποίος εξασφάλιζε το βασικό αγαθό του νερού, και σε αυτόν θα μπορούσε να γίνει επεξεργασία προϊόντων απαραίτητων για επιβίωση.
Όσον αφορά τους ναούς του Castrum Cardicensis, πέρα από αυτά που ειπώθηκαν παραπάνω για ναό αφιερωμένο στον Ταξιάρχη, υπάρχουν μαρτυρίες για ύπαρξη καθολικής εκκλησίας του γνωστού μελετητή της Θεσσαλίας Friedrich Stählin ο οποίος στο σπουδαίο έργο του « Das hellenische Thessalien»[42] δίνει την εξής πληροφορία «Δυτικά της πόλεως υπάρχουν τα θεμέλια ενός τετραγώνου κτιρίου με ασβεστοκονίαμα, ονομαζόμενου Φραγκοκκλησιά. Το όνομα θυμίζει τη λατινική Επισκοπή, η οποία είχε κατά τον 13ο αιώνα την έδρα στο Γαρδίκι»[43]. Ο ίδιος ερευνητής στο γράφημα της αρχαίας Λάρισας Κρεμαστής δίνει και την ακριβή θέση της Φραγκοκκλησιάς, δίπλα ακριβώς στα τείχη, στην εξωτερική πλευρά τους[44]. Σήμερα δε σώζεται κανένα ίχνος της.
Πηγή: Friedrich Stählin, Das hellenische Thessalien, σ. 183
Τίποτα όμως δε σώζεται και από την Φραγκοκκλησιά που ήταν κτισμένη δίπλα ακριβώς στην ακρόπολη του Κάστρου, στη ΒΔ πλευρά του (αφιερωμένη στον Sanctus Michael;). Αυτή καταστράφηκε σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ν. Ι. Γιαννόπουλου γύρω στο 1912 από το δήμαρχο της περιοχής, ο οποίος πήρε τα υλικά για να κατασκευάσει την οικία του[45].
Έμμεση μαρτυρία και για άλλους λατινικούς τόπους λατρείας στην περιοχή δίνει ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ, αναφέροντας σε επιστολή του με θέμα «Scribitur pro episcopo Cardicensi», που στέλνει στους Thessalonicensi et Philippensi Archiepiscopis et episcopo Sithoniensi για τη γιορτή της Πεντηκοστής (festum Pentecostes) και τη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (festum Assumptionis beatae Virginis) [46] στις οποίες εμπλέκονται ο επίσκοπος Βαρθολομαίος και οι Ιωαννίτες ιππότες.
***
Οι μαρτυρίες των σφραγίδων των επισκόπων του Castrum Cardicensis που εξετάστηκαν, και η τοπογραφία της περιοχής οδηγούν στα εξής συμπεράσματα:
Ο επίσκοπος Βαρθολομαίος είναι ένα πρόσωπο με κύρος (auctoritas) στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και σεβαστός παράγοντας στην Ανατολή. Του επιτρέπεται να έχει σφραγίδα στην οποία απεικονίζεται ο ίδιος με λαμπρότητα. Η περιοχή του, όπως δείχνει η σφραγίδα του επισκόπου αδελφού Πέτρου, έχει ως προστάτιδά της την Αγία Αικατερίνη, ενώ πολεμικός προστάτης είναι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ.
Μέλημα του ίδιου, αλλά και του παπικού θρόνου είναι να του εξασφαλιστούν περιοχές που θα παρέχουν τα αναγκαία για την επιβίωσή του, αλλά και θα δίνουν διέξοδο στη θάλασσα, ώστε να μπορεί να επιτυγχάνεται η επικοινωνία του με την υπόλοιπες φραγκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, αλλά και η διαφυγή του αν χρειαστεί. Ταυτόχρονα η abbatia Valestinen που του παρέχεται, προσδίδει και στον ίδιο και στον Ιννοκέντιο τον απαραίτητο σεβασμό, αφού έχει αφήσει την κεντρική τοποθεσία της επισκοπής του, το ίδιο το Castrum, στα χέρια των Ιωαννιτών ιπποτών.
Δεν είναι τυχαίο που ο Ποντίφηκας δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στο Castrum Cardicensis. Προφανώς διαισθάνεται πως η διαμάχη του επισκόπου του με τους Ιωαννίτες αποτελεί σημείο αμφισβήτησης του κύρους και εξουσίας που διέθετε η Καθολική Εκκλησία[47]. Ο δυναμικός Πάπας δεν ήταν δυνατό να επιτρέψει τον παραγκωνισμό του ανθρώπου του, και φροντίζει με τις εντολές που δίνει, αλλά και με τις επιστολές στις οποίες καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα, να αναδείξει την υπεροχή του εκκλησιαστικού οργανισμού έναντι των ιπποτικών ταγμάτων που εμφανίστηκαν με τις Σταυροφορίες και αποτελούσαν έναν καινοφανή πόλο εξουσίας. Η στρατηγική του δείχνει να έχει επιτυχία, αφού κατόρθωσε η επισκοπή των Γαρδικιωτών να ανακτήσει αξιόλογες περιοχές που είχαν περιέλθει στα χέρια των Ιωαννιτών και να θεωρείται πως ο Βαρθολομαίος έχει ανακτήσει έτσι το κύρος του.
Τελειώνοντας να τονιστεί πως σε κάθε περίπτωση η επισκοπή του Castrum Cardicensis, της σημερινής Πελασγίας Φθιώτιδας, θεωρούνταν πολύ σημαντική για τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Απόδειξη γι’ αυτό είναι πως μέχρι το 1883 υπήρχε τιτουλάριος λατίνος επίσκοπός του[48]. Σήμερα όμως το μόνο που μένει από τη λατινική παρουσία στην περιοχή είναι ελάχιστα ονόματα τοποθεσιών, που και αυτά σβήνουν σιγά-σιγά, θυμίζοντας έτσι τους λόγους του Σεφέρη από το ποίημά του « Ο βασιλιάς της Ασίνης»
«…άγνωστος, λησμονημένος απ' όλους»[49].
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΤΟ Ε΄ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΙΑΚΑ
Νικόλαος Αντ. Παύλου
PhD, MA, MTh
[1] Γενικότερα για τον Ιννοκέντιο ΙΙΙ, το έργο του και τη συμβολή του στην ανάπτυξη της ΡΚαθολικής εκκλησίας βλ. Bolton Brenda (ed), Innocent III, London 1995, Powell James M., Innocent III: Vicar of Christ Or Lord of the World?, Washington, DC 1994
[2] PL 216, 910-913
[3] «venerabilis frater noster Cardicensis episcopus» MPL 216, 600 κ.α.
[4] Βλ και Αγορίτσας Δημήτριος Κ.- Γιαρένης Ηλίας Αθ. «Ζητήματα σχετικά με την Επισκοπή Γαρδικίου κατά τη Βυζαντινή περίοδο», Τρικαλινά 23(2003), 197-210, ιδίως σ. 199, όπου τονίζεται « Μετά την άλωση της Κωνσταντινουποπόλεως στα 1204, η πόλη του Γαρδικίου Φθιώτιδος περιήλθε υπό τον έλεγχο των Λατίνων και απέκτησε λατίνο επίσκοπο, τον Βαρθολομαίο»
[5] Βλ. Παύλου Νικόλαος, «“Περιφερειακές” πόλεις της Θεσσαλίας, κατά την ελληνιστική περίοδο και την ύστερη αρχαιότητα. Η περίπτωση της Λάρισας Κρεμαστής», ΘΗΜ 59/2011, σσ 17-30. Βλ και Σταμούδη Αικατερίνη, «Η έκφραση της κλασικής πόλης στη Θεσσαλία. Το παράδειγμα της Πελασγίας», στο Περιφέρεια Θεσσαλίας (ed), 1ο Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας & Πολιτισμού της Θεσσαλίας, Λάρισα 2006, τ. Ι, σσ. 139-151
[6] Βλ. ενδεικτικά Lock Peter, The Franks in the Aegean, 1204-1500, London and New York, 1995
[7] Βλ και David Jacoby, «Changing Economic Patterns in Latin Romania:The Impact of the West» στο
Angeliki E. Laiou and Roy Parviz Mottahedeh (ed), The Crusades from the Perspective of Byzantium and the Muslim World, Harvard 2001 σσ 197-233
[8] Βλ Hild Fr., «Gardikia hetera (Ετέρα Γαρδικία)», Johannes Koder - Hild Fr., ΤΙΒ1, Hellas und Thessalia, Wien 1976, σσ. 161-162
[9]Ecclesia Cardicensis. Για το Βαρθολομαίο ως επίσκοπο του Castrum βλ ενδεικτικά την προσφώνηση του Ιννοκέντιου «venerabilem fratrem Bartholomaeum Cardicensem episcopum” (: σεβαστό αδελφό Βαρθολομαίο, επίσκοπο των Cardicensem) PL 216, 910, επιστολή CXV.
[10] “In archiepiscopatu Larisseno”. Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι οι επισκοπές που υπάγονται στον Αρχιεπίσκοπο Λαρίσης τοποθετούνται με γεωγραφική σειρά (In episcopatu Dimitriense, In episcopatu Almirense, In episcopatu Cardicense, In episcopatu Sidoniese…). Βλ Fabre Paul, Le liber censuum de l’ Eglise Romaine, t. II, Paris 1905, σ. 7
[11] Όπως συμπεραίνεται από τον τίτλο του επισκόπου «Episcopo et Capitulo Cardicensibus» (PL 216, 910-913). Βλ. και Καλαντζή - Σμπυράκη Αικατερίνη, «Η πόλη του Αλμυρού και η Λατινοκρατία στη Θεσσαλία», στο Περιφέρεια Θεσσαλίας (ed), 1ο Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας & Πολιτισμού της Θεσσαλίας, Λάρισα 2006, τ. ΙΙ, σσ. 461-471, ιδίως σ. 464. Πρβλ. όμως και Γιαννόπουλος Ν. Ι. «Η Μεσαιωνική Φθιώτις», Δελτίον Ιστορικής και Αρχαιολογικής Εταιρίας της Ελλάδος, Αθήναι 1922, σελ. 5-93, που θεωρεί ότι η περιοχή ανήκε στη βαρονία Ζητουνίου (το παράθεμα σ. 10).
[12] PL 216, 910-913. Προφανώς η Phitalea είναι ο σημερινός Πτελεός Μαγνησίας.
[13] Βλ. Nicholson Helen J., The Motivations of the Hospitallers and Templars in their involvement in the Fourth Crusade and its aftermath, Malta 2003
[14]« lacrymabilem quaestionem» PL 216, 297
[15] PL 216, 591-594
[16] Βλ και PL 297-298
[17] Ο.π.
[18] PL 216, 304
[19] PL 216, 307-308
[20] PL 216, 591-594
[21] Βλ Van Tricht Filip (2011). The Latin Renovatio of Byzantium. The Empire of Constantinople (1204–1228), trans. Peter Longbottom, Leiden-Boston: Brill, σ. 270, υπ. 108
[22] Ό.π.
[23] PL 216, 910-913
[24] Ο.π. 216, 911
[25] «Hospitalarii habebant septem homines Ecclesia Cardicensis, scilicet papam Leonem, Joannem Fot, Laviotissam el filium ejus, Parasque, Pifanum, Erinium, Nileiforum»
[26] « abbatiam in Armiro quae Valestinum dicitur»
[27] Βλ για τεκμηρίωση της θέσης PL 216, 301 «…. εt quidam alii Cardicensis dioecesis monasteria, abbatias, ecclesias, decimas jam Latinorum quam Graecorum «
[28] Βλ την προσφώνηση του Ιννοκέντιου στο Βαρθολομαίο «Episcopo et Capitulo Cardicensibus», που αναδεικνύει τον ηγετικό του ρόλο (PL 216, 910-913). Βλ. και υπ. 11
[29] Βλ Nicholson Helen J., ο.π.
[30] Schlumberger Gustave, Sceaux des Feudataires et du Clerge de l’ empire Latin de Constantinople, Paris 1898, σ 38.
[31] Βλ Papadimitriou G., Vardavoulias M., Marini R., «Metallurgical Study of Ancient Slags Coming From Copper Production in Pelasghia--Ancient Larisa Kremaste--in Greece», Metalleiologika Metallourgika Chronika , 76/1990-91, σ. 31-46
[32] Ο Schlumberger θεωρεί ότι στη λέξη VALESTINEN θα πρέπει να προστεθεί η κατάληξη sis ώστε να μεταγραφεί ως Valestinensis. Αυτή η ερμηνεία όμως δε συμφωνεί με την επιστολή του Ιννοκέντιου που παραχωρεί την abbatiam Valestinum (ένα μοναστήρι, δηλαδή με τα υποστατικά του, και όχι μία περιοχή) που βρίσκεται στην περιοχή του Armiro.
[33] Για την ενδυμασία του καθολικού κλήρου βλ. Pocknee C.E., Liturgical Vesture. Its Origins and Development, Pitlochry UK, 1960
[34] Βλ λήμμα «pallium» στο Cross F.L.- Livingstone E.A (ed.)., The Oxford Dictionary of the Christian Church, Oxford 1997 , σ. 1211
[35] Μτθ. 2,2
[36] ( Βλ Schlumberger G. ο.π. σ. 39). Λανθασμένα ο S. θεωρεί πως η σφραγίδα ανήκει στον Pierre, èvéque de Karditza . Πάντως η μήτρα της είναι και εδώ χάλκινη. Στο κέντρο της, οι μορφές του Ιησού και της Αγίας Αικατερίνης βρίσκονται κάτω από ένα γοτθικό κουβούκλιο. Ανάμεσά τους υπάρχουν τα γράμματα CAR (:Cardicensis) . Σε ένα δεύτερο επίπεδο στο κάτω μέρος της σφραγίδας γονατιστός με τα χέρια ενωμένα βρίσκεται ο επίσκοπος, όπως συμπεραίνεται από τη μήτρα που φοράει, ο frater Petrus. Την επιγραφή αναγράφεται FRATRIS PETRI EPISCOPI CARDICENSIS.
[37] Βλ για παράδειγμα Sir William Gell, THE ITINERARY OF GREECE; CONTAINING ONE HUNDRED ROUTES IN ATTIC, BOEOTIA, PHOCIS, LOCRIS AND THESSALY, London 1819 στο οποίο ο Sir Gell, που ήταν μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Βερολίνου και της Society of Dilettanti, καταγράφει με γλαφυρό τρόπο τις εντυπώσεις του από την οδοιπορία που έκανε στην Αττική, Βοιωτία, Φωκίδα, Λοκρίδα και Θεσσαλία. Ο Gell περνώντας από τα χωριά, τις κώμες και τις τοποθεσίες της οθωμανοκρατούμενης, εκείνη την εποχή Θεσσαλίας, που θεωρεί σημαντικά, καταφτάνει στη Graditza, όπως ονομάζει το Γαρδίκι, τη σημερινή Πελασγία και εκτός των άλλων καταγραφών του, που σχετίζονται με την τοπογραφία της περιοχής και ταυτοποιούν τη θέση, κάνει λόγο (σ. 252,7) για «μία ωραία πηγή από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης» (A fine source from the church of Agia Katharina), δίνοντας έτσι την πληροφορία για την ύπαρξη ναού προς τιμήν της Αγίας.
[38] Ο ΝΙ Γιαννόπουλος («Η Μεσαιωνική Φθιώτις», ο.π. σ. 15) τονίζει ότι « Τω δε 1901 επισκεψάμενοι το Γαρδίκιον και τα πέριξ εσημειώσαμεν τα ονόματα των παρά την ακρόπολιν της αρχαίας Κρεμαστής Λαρίσης κειμένων εν ερειπίοις παρεκκλησίων του Αγ. Δημητρίου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Παντελεήμονος, των Αγίων Ταξιαρχών υπέρ την ακρόπολιν, προσωτέρω επί των κλιτύων του λόφου του Αγ. Νικολάου, παρ΄ον αναβλύζει πηγή ύδατος σκιαζομένη υπό γηραλέων Πλατάνων».
[39][39] Το όνομα frater Petrus, ως επίσκοπος των Cardicensis, δεν απαντάει σε άλλη πηγή. Βλ και S. Petrides, «Cardica», Catholic Encyclopedia, vol. III, 1908 (στον ιστότοπο www.newadvent.org/cathen/03333a.htm)
[40] PL 216, 910-913
[41] Βλ Συθιακάκη-Κριτσιμάλλη Βασιλική, « Ιστορική τοπογραφία της Φθιώτιδας κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο», Πρακτικά 1ου συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, σσ. 48-67.
[42] Βλ. Friedrich Stählin, Das hellenische Thessalien, Stuttgart 1924. Πρβλ την ελληνική μετάφραση Friedrich Stählin, Η αρχαία Θεσσαλία, μετ. Γιώργος Παπασωτηρίου, Αναστασία Θανοπούλου, Θεσσαλονίκη 2008. Οι παραπομπές είναι από την ελληνική έκδοση.
[43] Ό.π. σ. 317 (στην πρωτότυπη έκδοση σ. 184, του 1924, ο Stählin κάνει λόγο για Φραγκεκκλησία)
[44] Ο Ν.Ι. Γιαννόπουλος (. «Η Μεσαιωνική Φθιώτις», ο.π. σ. 15, υπ. 2) όμως τονίζει ότι « Σώζεται ετέρα Φραγκοκλησιά εντός των τειχών της Κρεμ. Λαρίσης»
[45] Πρόκειται, προφανώς για το ναό που αναφέρει ο Ιννοκέντιος σε επιστολή του (PL 216, 591-594). Για την τύχη της βλ. Γιαννόπουλος Ν. Ι. «Η Μεσαιωνική Φθιώτις», ο.π. σ. 15, που τονίζει: «Επί δε της ΒΔ κλιτύος του λόφου της ακροπόλεως εσώζετο έτι τω 1901 η Φραγκοκλησιά, άστεγος, πλην μεταβάντες εκ δευτέρου τω 1912 προς φωτογράφησιν αυτής εύρομεν αυτήν εξηφανισμένην μέχρις εδάφους, το δε υλικόν παρέλαβεν ο καταστρέψας αυτήν δήμαρχος, όπως κτίση εν Γαρδικίω οικίαν»!
[46] PL 216, 591-594
[47] Από την αρχή της Δ΄ Σταυροφορίας δε λαμβάνονταν πάντα υπόψη οι επιθυμίες του Ιννοκέντιου (βλ και Ράνσιμαν Στήβεν (2008). Δύση και Ανατολή σε σχίσμα, Αθήνα: Εν πλω, σσ. 215-222).
[48] Βλ. S. Petrides, «Cardica», Catholic Encyclopedia, vol. III, 1908 (στον ιστότοπο , www.newadvent.org/cathen/03333a.htm) και το λήμμα στην ίδια εγκυκλοπαίδεια «In Partibus Infidelium», Catholic Encyclopedia vol. I, (www.newadvent.org/cathen/08025a.htm ). Πρβλ και Αγορίτσας Δημήτριος Κ.- Γιαρένης Ηλίας Αθ. «Ζητήματα σχετικά με την Επισκοπή Γαρδικίου κατά τη Βυζαντινή περίοδο», ό.π. σ. 200, υπ. 20
[49] Γ. Σεφέρη «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α'» 1938-1940
Πηγή: Πελασγία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου