Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ανήκει στην χορεία των Μεγάλων Ιεραρχών μας, που ενσάρκωσαν την παράδοση και τις αρετές των Ηγετών του Γένους και την πιστότητα σ’αυτό μέχρις αυτοθυσίας.
Οι έμφυτες ικανότητές του και η πλούσια σε περιεχόμενο και έκταση παιδεία του, μαζί με το ακραιφνώς ελληνορθόδοξο φρόνημά του και την αδιάπτωτη συνείδηση του χρέους προς το Γένος/Έθνος και την ιστορία του, ήταν οι προϋποθέσεις της ποιμαντικής του παρουσίας.
Διαβάστε άλλο τι γράφει για αυτόν ο Πρωτοπρ. π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Ομότίμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών:
Ο Χρύσανθος (Φιλιππίδης) υπήρξε πολυσύνθετη μεν και πολύπλευρη προσωπικότητα, αλλ’ εξ ίσου ενιαία και αδιάτμητη. Πάντα ζούσε και ενεργούσε ως ενας αδιαίρετος άνθρωπος. Και η εθνική δραστηριότητά του, λοιπόν, είναι συνάμα εκκλησιαστική, και η εκκλησιαστική του πράξη βαθύτατα εθνική, στα όρια της εθναρχικής ταυτότητας των Ιεραρχών του Γένους μας, που δεν γνωρίζει, χωρισμό εθνικής/πολιτικής και εκκλησιασικής πραγματικότητας, διότι στην ιστορία μας πρόκειται για όψεις της ίδιας ιστορικής μας παρουσίας.
Εκεί όπου η ευρωπαϊκή μεταλλαγή μας φθάνει σε σημεία αναιρετικά της ταυτότητάς μας, γίνεται δυνατή η διάκριση των δυο αυτών όψεων του εθνικού μας βίου, σε σημείο μάλιστα που να ζητείται από τους ευρωπαϊστές μας έμμονα ο χωρισμός τους. «Χωρισμός», άλλωστε, «Εκκλησίας–Πολιτείας», όπως λέγεται, δεν είναι στην κατανόηση των εισηγητών του τίποτε άλλο από την αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από όλες τις δομές του εθνικού μας βίου. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι παρά αναιρετικό της ιστορικής ταυτότητάς μας και γι’αυτό ούτε στην εποχή δράσεως και μαρτυρίας του Χρυσάνθου ήταν κάτι όχι μόνο δυνατό, αλλ’ ούτε καν νοητό.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ανήκει στην χορεία των Μεγάλων Ιεραρχών μας, που ενσάρκωσαν την παράδοση και τις αρετές των Ηγετών του Γένους και την πιστότητα σ’αυτό μέχρις αυτοθυσίας. Οι έμφυτες ικανότητές του και η πλούσια σε περιεχόμενο και έκταση παιδεία του, μαζί με το ακραιφνώς ελληνορθόδοξο φρόνημά του και την αδιάπτωτη συνείδηση του χρέους προς το Γένος/Έθνος και την ιστορία του, ήταν οι προϋποθέσεις της ποιμαντικής του παρουσίας.
Η φοίτησή του μάλιστα στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1897-1903), το ανώτατο πνευματικό Φυτώριο του Οικουμενικού Θρόνου από το 1844 –και πριν ακόμη προχωρήσει ανησυχητικά η πρόσδεση στο άρμα του Οικουμενισμού– διεμόρφωσε το εκκλησιαστικό φρόνημά του με μόνιμη αναφορά στο Εθναρχικό μας Κέντρο μέχρι το 1922, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η δε θήτευσή του σε επιτελικές θέσεις της Εθναρχίας (αρχειοφύλαξ, διευθυντής και αρχισυντάκτης της εφημερίδος «Εκκλησιαστική Αλήθεια») όπλισαν το πνευματικό οπλοστάσιό του, για να διεξάγει αργότερα τους «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» αγώνες του.
Η υπερεπάρκεια των εκκλησιασικών και επιστημονικών προσόντων του Χρυσάνθου απεκαλύφθη κατά την μαρτυρική διακονία του στον Αρχιερατικό Θρόνο της Τραπεζούντος, που συνέπεσε με την τελευταία ως τότε φάση της ενδόξου τρισχιλιετούς μεγαλουργίας του Ποντιακού Ελληνισμού, που έκλεισε τραγικά με την βίαιη εκρίζωσή του από την προγονική εστία του. Η ιστορική συγκυρία συνέτεινε στην ανάδειξη του Χρυσάνθου σε μεγάλο Ηγέτη. Δίκαιος και αμερόληπτος προς όλους ο άξιος Ιεράρχης, συγκέντρωνε τον σεβασμό και την εκτίμηση όλων των συμβιούντων στον Πόντο Λαών (Ελλήνων, Τούρκων, Αρμενίων), διότι ως «Καλός ποιμήν» (Ιω. 10,11) περιέβαλλε όλους με το πατρικό ενδιαφέρον του.
Ακόμη και οι επίσημες Τουρκικές Αρχές του εξέφραζαν ειλικρινή «αισθήματα ευγνωμοσύνης, διότι προστάτευσε το 1916 τον τουρκικό πληθυσμό από ενδεχόμενα αντίποινα των Αρμενίων, που είχαν ενταχθεί στον ρωσικό στρατό και ζητούσαν εκδίκηση για τις σφαγές του 1915. Εξ ίσου δε εγγυήθηκε την νομιμοφροσύνη των Ελλήνων έναντι του πανίσχυρου Βαλή Τζεμάλ–Αζμή Βέη, για να εξασφαλισθεί η τάξη και ηρεμία.
Ο ικανότατος Ιεράρχης διακρίθηκε εξ άλλου στην οργάνωση της τοπικής Εκκλησίας. Κήρυττε, εμψυχώνοντας και νουθετώντας τον Λαό, εμπνέοντάς τον με τα ιδανικά του Γένους, της Ρωμηοσύνης, και διακρατώντας τον μέσα στο πνεύμα των Πατέρων και Προγόνων του, για να διασφαλίζεται η πνευματική συνέχεια και συνοχή του. Οργάνωσε, επίσης, την παιδεία, προεδρεύοντας στο περίφημο «Φροντιστήριον» (από το 1682), το «καύχημα των Τραπεζουντίων».
Αρθρογραφούσε, στην ίδια κατεύθυνση, στο περιοδικό «ΚΟΜΝΗΝΟΙ», που αυτός ίδρυσε, μη παύοντας να τροφοδοτεί εκκλησιαστικά και εθνικά το ποίμνιό του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επέδειξε για την Νεολαία. Ίδρυσε την «Εθνική Ένωση των Νέων εν Τραπεζούντι και εν Ριζαίω», αναπτύσσοντας παράλληλα θαυμαστή κοινωνική μέριμνα για τους αναξιοπαθούντες λόγω των δυσμενών πολιτικών εξελίξεων, προστατεύοντας τον Λαό από τα άτακτα στίφη των Τσετών. τον πανικό και την αναστάτωση, αλλά και από τις επιβουλές των Πανσλαβιστών, που σχεδίαζαν την υπαγωγή της Εκκλησίας Τραπεζούντος στο Ρωσικό Πατριαρχείο.
Οι ποικιλότροπες εκφράσεις της ευγνωμοσύνης του Λαού προς τον Πανάξιο Ιεράρχη ήταν η μεγαλύτερη καταξίωση των αγώνων του. Ήταν καθολική η αναγνώριση της γενναιότητας και ευψυχίας του, ώστε να του απονεμηθεί ο τίτλος «Πρίγκηψ της Εκκλησίας», χαρακτηρισμός, που συμπύκνωνε την λατρεία του Ποιμνίου στο πρόσωπό του. Η ανάλωσή του στην διακονία του Ποιμνίου του δεν θα σταματήσει και μετά την αναγκαστική αποχώρησή του για την κυρίως Ελλάδα, διότι θα συνεχίσει να ζει και να αγωνίζεται μαζί του, ως Πρόσφυγας μέσα σε Πρόσφυγες, με αδιατάρακτη την στροφή της μνήμης στον Πόντο, την Παναγία Σουμελά, την Τραπεζούντα.
Η αναγνώριση του αυθεντικού εκκλησιαστικού φρονήματός του και της θυσιαστικής αγάπης του για την Εκκλησία τεκμηριώνεται με τις λεπτές και υπεύθυνες αποστολές, που του ανέθεσε κατά καιρούς η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, ως Εθναρχικό Κέντρο, εμπιστευόμενη την σοφία και ικανότητά του. Ήταν ο ανύστακτος πρεσβευτής του Πατριαρχείου, της Ρωμιοσύνης του Πόντου και της Μητροπόλεώς του….
Η Ιστοριογραφία δεν βρίσκει λόγους να επαινέσει τον αγωνιστή Ιεράρχη για το πολυσχιδές έργο του, χαρακτηρίζοντάς τον ως άξιο της Εκκλησίας και του Έθνους.
Χρύσανθος, ο ιεράρχης που αρνήθηκε να υποδεχθεί τους Γερμανούς το 1941
Γράφει ο Τάσος Κοντογιαννίδης για τον Χρύσανθο....
"Ο Χρύσανθος ηταν άνθρωπος και ιεράρχης αλύγιστος. Δεν ήξερε τι θα πεί ελαστικότης χαρακτήρος, τι θα πει ανάγκη ηθικής προσαρμογής προς τις περιστάσεις, της οποίας ελατήριο θα ήταν το ατομικό συμφέρον. Ευλόγησε τα όπλα στο ΟΧΙ του 1940, στάθηκε δίπλα στους τραυματίες του πολέμου και δεν δέχθηκε συμβιβασμό με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με το Στρατό κατοχής…
Στις 27-4-1941, οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Ο έλλην φρούραρχος Καβράκος, του ζητούσε να πάνε μαζί να τους υποδεχτούν στους Αμπελοκήπους και να τους παραδώσουν την πόλη. Αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας! « ΄Εργον του Αρχιεπισκόπου είναι να ελευθερώνη και όχι να υποδουλώνη». Δυο μέρες μετά, ο επίτροπος του ναού της Μεταμορφώσεως Πλάκας Πλάτων Χατζημιχάλης, του αναγγέλλει τον σχηματισμό της κυβερνήσεως Τσολάκογλου της οποίας ήταν μέλος, και ζητεί απο τον Χρύσανθο να τους ορκίσει!!
Του απαντά: «Η εθνική κυβέρνησις την οποία ώρκισα, εξακολουθεί να υφίσταται και να συνεχίζη τον πόλεμον. Αλλην κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω!…», προσθέτοντας ότι «σε ύποπτες και αντεθνικές ενέργειες, που θα είναι εθνικώς ολέθριες, δεν μπορεί η εκκλησία να δώσει τον όρκο και την ευλογία της…»
Και λίγες ώρες μετά, καθώς έβγαινε από την Αρχιεπισκοπή για να κηδέψει τον φίλο του Κων. Σπανούδη, δημοσιογράφο στην Πόλη και πρόεδρο της ΑΕΚ, συναντά τον υπασπιστή του Τσολάκογλου ( ταγματάρχη Δ. Γαργαρόπουλο) που τον καλεί εκ μέρους του στρατηγού να πάει στην ορκωμοσία. «Εγώ δεν έρχομαι να ορκίσω κυβέρνησιν προβληθείσα υπο του εχθρού, τας Κυβερνήσεις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Η κυβέρνηση που όρκισα εξακολουθεί να υπάρχη και να δίδη τον υπέρ της ελευθερίας και του Έθνους αγώνα στην Κρήτη». Θαρραλέα στάση τήρησε όταν τον επισκέφθηκε την επομένη ο γερμανός στρατηγός Στούμ, λέγοντας του: «Προσέξατε στρατηγέ μου, να μήν τραυματίσητε την υπερηφάνειαν του Ελληνικού Λαού…» Λίγες μέρες μετά, ο μέγας αυτός ιεράρχης θα παυθεί και τη θέση του θα πάρει ο από Κορινθίας Δαμασκηνός, με τις ευλογίες του Τσολάκογλου.
Ο Χρύσανθος ( κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης) γεννήθηκε στη Γρατινή Ροδόπης το 1881.Φοίτησε στο Γυμνάσιο Ξάνθης, σπούδασε στη θεολογική σχολή Χάλκης, χειροτονήθηκε διάκονος το 1903 κι εστάλη στην Τραπεζούντα ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο εκεί Φροντιστήριο. Σπούδασε στην Λειψία και την Λωζάνη, ορκίσθηκε Μητροπολίτης Τραπεζούντος το 1913 και αγαπήθηκε από τον Ποντιακό Ελληνισμό. Όταν λίγο αργότερα οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα κι έφυγε η τουρκική διοίκηση, πήρε υπο την προστασία του τον μουσουλμανικό πληθυσμό.
Κατά την ταραχώδη περίοδο 1915-1923, μεταβάλλεται σε εθνικό ηγέτη για τον ελληνισμό της “καθ΄ημάς Ανατολής” και αγωνίζεται στο Παρίσι για τα δίκαια της φυλής μας στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του 1919, με συναντήσεις και συνομιλίες που είχε, με τον αμερικανό πρόεδρο Ουίλσων και το Γάλλο πρωθυπουργό Κλεμανσό. Εκεί έθεσε ενώπιον τους την ανεξαρτησία του Πόντου, κέρδισε τον θαυμασμό τους και βοήθησε σημαντικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο χειρισμό των θεμάτων της Ανατολής.
Το 1921, ο πρωθυπουργός Γούναρης καλεί τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο, αλλά στην Τουρκία το «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» το πληροφορείται, και τον καταδικάζει ερήμην εις θάνατον! Το 1938 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Αθηνών σε επανεκλογή, με αντίπαλο τον από Κορινθίας Δαμασκηνό.
Η διαθήκη του Χρυσάνθου
Ο Χρύσανθος, με την από 10-7-1943 διαθήκη, ζητούσε συγγνώμη από όσους ελύπησε και συγχωρούσε όσους τον ελύπησαν. Περιουσία δεν είχε και τα λίγα προσωπικά του είδη ( σταυρό, αρχιερατικούς ράβδους, άμφια και στυλογράφο) τα άφησε σε συνεργάτες του αρχιμανδρίτες και διάκους. « Οι συγγενείς μου κατά σάρκα – έγραφε – θα σεβαστούν τη μνήμη μου και δεν θα ζητήσουν συντάξεις και επιδόματα από το Κράτος. Αν κανείς αθετήσει την τελευταίαν μου ταύτην θέλησιν, τον τοιούτον αποκηρύσσω από συγγενήν μου και παρακαλώ Εκκλησίαν και Πολιτείαν να απορρίψωσι τοιαύτην ασεβήν αίτησιν».
Πηγή: Αγιορείτικο Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου