Ο Άγγελος Σικελιανός |
Κουζέλη Λαμπρινή
Θεωρείται ένας από τους εθνικούς μας ποιητές και μια από τις θρυλικές υποψηφιότητες για το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Συμπληρώνονται σήμερα 62 χρόνια από τον θάνατο του Λευκαδίτη Άγγελου Σικελιανού (1884-1951), του ποιητή του «Αλαφροΐσκιωτου», του «Διθυράμβου του ρόδου», της «Ιεράς οδού», του τραγωδού της «Σίβυλλας» και του «Δαίδαλου στην Κρήτη». Πέθανε στις 19 Ιουνίου του 1951, μια χρονιά αρκετών λογοτεχνικών «αναχωρήσεων», με πρώτο τον Γεώργιο Δροσίνη, τον οποίο ακολούθησε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Οι νεότερες γενιές τον θυμούνται περισσότερο ως τον οραματιστή και διοργανωτή των Δελφικών Γιορτών (1927, 1930) μαζί με τη σύζυγό του Εύα Πάλμερ-Σικιελιανού, τον συνοδοιπόρο του Νίκου Καζαντζάκη στο Άγιον Όρος και τον συνυποψήφιό του για το Νομπέλ, τον ποιητή που συνέθεσε το ποίημα «Παλαμάς» και το απήγγειλε με την παροιμιώδη στεντόρεια φωνή του στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το 1943, μεσούσης της Κατοχής: «Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές…», τον συγγραφέα του μετακατοχικού «Πνευματικού εμβατηρίου».
Το συμβολικό ποιητικό του όραμα, ο μεγαλόστομος λυρισμός του, ο πληθωρικός λόγος του είναι ίσως οι λόγοι για τους οποίους οι ποίησή του δεν βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στις κατοπινές γενιές. Στα κατά καιρούς ρεπορτάζ, η εκδοτική κίνηση των έργων του Σικελιανού παρουσιάζεται σταθερή μεν, μικρή δε.
Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες με συνεντεύξεις και συνομιλίες του Σικελιανού (Άγγελος Σικελιανός. Συνεντεύξεις και συνομιλίες, φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, 2013), αποκαλύπτει τη διεισδυτικότητα του στοχασμού του που κάποιες φορές θολώνει πίσω από την ποιητική ρητορική.
Ο Εμφύλιος είχε μόλις τελειώσει. Εναν χρόνο πριν από τον θάνατο του Σικελιανού, το 1950 και ενώ ο Μακάρθι είχε αρχίσει στις ΗΠΑ το κυνήγι των κομμουνιστών, λίγες μέρες μετά τις εθνικές εκλογές της 5ης Μαρτίου, ο Βασίλης Φράγκος, δημοσιεύει στην εφημερίδα Μάχη, στις 19 Μαρτίου του 1950, συνέντευξη του Σικελιανού.
«Στον τόπο μας που ακριβά με αίμα πληρώνει την κρίση, οι πνευματικοί μας άνθρωποι έχουν υψωθεί στην απαίτηση της ιστορικής ώρας;» τον ρωτά, μεταξύ άλλων.
Και ο εθνικός ποιητής απαντά: «Υπάρχει ένα υποσυνείδητο υγιέστατο στον τόπο μας κι απ' το υποσυνείδητο αυτό προσμένω με άπειρη βεβαιότητα το ανέβασμα στα επίπεδα της ιστορικής λύτρωσης. Ο λαός μας με την τελευταία του ετυμηγορία έδωσε μια απάντηση άξιά του και που επιβάλλει συντριπτικές ευθύνες σε κείνους οπού τίμησε. Πλάι σ' αυτό το υποσυνείδητο υπάρχει μια σειρά ψυχών νέων που τα τελευταία χρόνια εδοκιμάστηκε κι αυτοελέγχτηκε σε τέτοιο βαθμό, που αποτελεί για με ένα κεφάλαιο ακοίμητου κρυφού μου θαυμασμού και σεβασμού, για το οποίο θα γίνει άσφαλτα "ο Μύθος Λόγος" κι "ο Χρησμός Θεσμός", μόλις αυτό, και πολύ σύντομα, εκδηλωθεί. Στην εγγύηση αυτή, που ξεκινώντας από τον καθαρό ελληνικό σπόρο, περιλαβαίνει μια απέραντη ιστορική πραγματικότητα, υπάρχουν κ' οι πνευματικές προοπτικές μου για το μέλλον, που ανοίγονται σε ορίζοντες τόσο πλατιούς όσο πλατειά είν' η έκταση του δράματος που μας περιστοιχίζει. Τόσο του παγκόσμιου, όσο και του τοπικού. Γιατί κ' εδώ υπάρχει ένας κεφαλαιώδης ανταγωνισμός που διεξάγεται ανάμεσα σ' ένα λαό που το ποιοτικό και ψυχικό του επίπεδο τον βάνει πρωτοπόρο σ' όλο τον πλανήτη κι απ' τ' άλλο μέρος από ένα συντηρητισμό αρτηριοσκληρωμένο που αξιοί να παρουσιάζεται σαν η Παράδοση, ενώ πραγματικά δεν είναι τίποτε άλλο από μια διανοητική οκνηρία κι ανικανότητα, που βοηθεί τη διαιώνιση της μετριοκρατίας _ στις οποιεσδήποτε δημιουργικές, κοινωνικές, επιστημονικές και ηθικές περιοχές».
Πηγή: Το Βήμα
Θεωρείται ένας από τους εθνικούς μας ποιητές και μια από τις θρυλικές υποψηφιότητες για το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Συμπληρώνονται σήμερα 62 χρόνια από τον θάνατο του Λευκαδίτη Άγγελου Σικελιανού (1884-1951), του ποιητή του «Αλαφροΐσκιωτου», του «Διθυράμβου του ρόδου», της «Ιεράς οδού», του τραγωδού της «Σίβυλλας» και του «Δαίδαλου στην Κρήτη». Πέθανε στις 19 Ιουνίου του 1951, μια χρονιά αρκετών λογοτεχνικών «αναχωρήσεων», με πρώτο τον Γεώργιο Δροσίνη, τον οποίο ακολούθησε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Οι νεότερες γενιές τον θυμούνται περισσότερο ως τον οραματιστή και διοργανωτή των Δελφικών Γιορτών (1927, 1930) μαζί με τη σύζυγό του Εύα Πάλμερ-Σικιελιανού, τον συνοδοιπόρο του Νίκου Καζαντζάκη στο Άγιον Όρος και τον συνυποψήφιό του για το Νομπέλ, τον ποιητή που συνέθεσε το ποίημα «Παλαμάς» και το απήγγειλε με την παροιμιώδη στεντόρεια φωνή του στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το 1943, μεσούσης της Κατοχής: «Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές…», τον συγγραφέα του μετακατοχικού «Πνευματικού εμβατηρίου».
Το συμβολικό ποιητικό του όραμα, ο μεγαλόστομος λυρισμός του, ο πληθωρικός λόγος του είναι ίσως οι λόγοι για τους οποίους οι ποίησή του δεν βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στις κατοπινές γενιές. Στα κατά καιρούς ρεπορτάζ, η εκδοτική κίνηση των έργων του Σικελιανού παρουσιάζεται σταθερή μεν, μικρή δε.
Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες με συνεντεύξεις και συνομιλίες του Σικελιανού (Άγγελος Σικελιανός. Συνεντεύξεις και συνομιλίες, φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, 2013), αποκαλύπτει τη διεισδυτικότητα του στοχασμού του που κάποιες φορές θολώνει πίσω από την ποιητική ρητορική.
Ο Εμφύλιος είχε μόλις τελειώσει. Εναν χρόνο πριν από τον θάνατο του Σικελιανού, το 1950 και ενώ ο Μακάρθι είχε αρχίσει στις ΗΠΑ το κυνήγι των κομμουνιστών, λίγες μέρες μετά τις εθνικές εκλογές της 5ης Μαρτίου, ο Βασίλης Φράγκος, δημοσιεύει στην εφημερίδα Μάχη, στις 19 Μαρτίου του 1950, συνέντευξη του Σικελιανού.
«Στον τόπο μας που ακριβά με αίμα πληρώνει την κρίση, οι πνευματικοί μας άνθρωποι έχουν υψωθεί στην απαίτηση της ιστορικής ώρας;» τον ρωτά, μεταξύ άλλων.
Και ο εθνικός ποιητής απαντά: «Υπάρχει ένα υποσυνείδητο υγιέστατο στον τόπο μας κι απ' το υποσυνείδητο αυτό προσμένω με άπειρη βεβαιότητα το ανέβασμα στα επίπεδα της ιστορικής λύτρωσης. Ο λαός μας με την τελευταία του ετυμηγορία έδωσε μια απάντηση άξιά του και που επιβάλλει συντριπτικές ευθύνες σε κείνους οπού τίμησε. Πλάι σ' αυτό το υποσυνείδητο υπάρχει μια σειρά ψυχών νέων που τα τελευταία χρόνια εδοκιμάστηκε κι αυτοελέγχτηκε σε τέτοιο βαθμό, που αποτελεί για με ένα κεφάλαιο ακοίμητου κρυφού μου θαυμασμού και σεβασμού, για το οποίο θα γίνει άσφαλτα "ο Μύθος Λόγος" κι "ο Χρησμός Θεσμός", μόλις αυτό, και πολύ σύντομα, εκδηλωθεί. Στην εγγύηση αυτή, που ξεκινώντας από τον καθαρό ελληνικό σπόρο, περιλαβαίνει μια απέραντη ιστορική πραγματικότητα, υπάρχουν κ' οι πνευματικές προοπτικές μου για το μέλλον, που ανοίγονται σε ορίζοντες τόσο πλατιούς όσο πλατειά είν' η έκταση του δράματος που μας περιστοιχίζει. Τόσο του παγκόσμιου, όσο και του τοπικού. Γιατί κ' εδώ υπάρχει ένας κεφαλαιώδης ανταγωνισμός που διεξάγεται ανάμεσα σ' ένα λαό που το ποιοτικό και ψυχικό του επίπεδο τον βάνει πρωτοπόρο σ' όλο τον πλανήτη κι απ' τ' άλλο μέρος από ένα συντηρητισμό αρτηριοσκληρωμένο που αξιοί να παρουσιάζεται σαν η Παράδοση, ενώ πραγματικά δεν είναι τίποτε άλλο από μια διανοητική οκνηρία κι ανικανότητα, που βοηθεί τη διαιώνιση της μετριοκρατίας _ στις οποιεσδήποτε δημιουργικές, κοινωνικές, επιστημονικές και ηθικές περιοχές».
Πηγή: Το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου