Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τους Νεότουρκους!

του Κώστα Φωτιάδη

Παίρνοντας αφορμή από τις δηλώσεις του εκλεγμένου δημάρχου Θεσσαλονίκης περί ανέγερσης μνημείου της «Επανάστασης των Νεότουρκων» στη πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη… μάθημα ποντιακής ιστορίας από τον Κώστα Φωτιάδη

 ***
Γενοκτονίες, γενοκτονίες, γενοκτονίες.

Σ ένα μωσαϊκό από αίμα και θάνατο με αρχιμακελάρη τον Μουσταφά Κεμάλ, έχει οικοδομηθεί η γειτονική Τουρκία. Η πρόσφατη αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από τις ΗΠΑ, ξυπνάει στις μνήμες μας τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Ο καθηγητής και Ιστορικός του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου κ. Κώστας Φωτιάδης έχει αφιερώσει τη ζωή του στην αιματοβαμμένη Οδύσσεια του Ποντιακού Ελληνισμού.

Το ολοκληρωμένο κείμενο που αναδημοσιεύουμε το απόσπασμα είναι από την Ιστοσελίδα του www.pontos-genoktonia.gr/textsDetails.php?textsid=6  και αποκαλύπτει το μεγαλείο του Ποντιακού Ελληνισμού αλλά και την πέρα από τ΄ ανθρώπινα βαρβαρότητα των Τούρκων που εξολόθρευσαν πάνω από 350000 Ποντίους και οδήγησαν στον ξεριζωμό τους.
Πρόκειται για μια συγκλονιστική καταγραφή.

***
  Η Γενοκτονία
Οι Πόντιοι από το 1461 και έπειτα γνώρισαν διωγμούς και προσπάθειες για το εξισλαμισμό και εκτουρκισμό. Η απόφαση για την εξόντωση των Ελλήνων (και Αρμένιων) πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ στην περίοδο 1919 - 1923. Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους Εμβέρ και Ταλαάτ, ηγέτες των Νεότουρκων, σχέδιο εξαφάνισης των Ποντίων που προέβλεπε, «άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικοπαίδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης».

Η ήττα της Τουρκίας από τις δυνάμεις της Αντάντ έφερε μια προσωρινή ανάπαυλα στο σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων. Η νέα τουρκική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να δώσει άδειες επιστροφής σε όσους εξόριστους είχαν επιβιώσει. Η διεθνής τάση μετά την λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου για την αυτοδιάθεση των λαών, δημιούργησε προσδοκίες και στον Ελληνισμό του Πόντου. Εξέχοντες Πόντιοι συνέλαβαν την ιδέα της δημιουργίας της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου.

Με υπομνήματα και παραστάσεις προς τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, προτείνουν τη δημιουργία κρατικής οντότητας σχέδιο όμως που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Αντίθετα με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα την 19 Μαΐου 1919, αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Ελάχιστο μέτρο αντίδρασης στην προμελετημένη γενοκτονία υπήρξε το αντάρτικο του Πόντου, όπου οι Έλληνες στις ορεινές κυρίως περιοχές αντιστάθηκαν στις δολοφονίες.

 Η Μαύρη Βίβλος του Κεντρικού Συμβουλίου των Ποντίων αναφέρει σχετικά με τη γενοκτονία τα εξής:
«οι σφαγέντες και οπωσδήποτε εξολοθρευθέντες Έλληνες του Πόντου από το 1914 μέχρι το 1922 ανέρχονται εις τους εξής αριθμούς»: Περιφέρεια Αμασείας : 134.078, Περιφέρεια Ροδοπόλεως :17.479, Περιφέρεια Χαλδείας - Κερασούντας: 64.582, Περιφέρεια Νεοκαισαρείας: 27.216, Περιφέρεια. Τραπεζούντας:38.435, Περιφέρεια Κολωνίας: 21.448: Σύνολο: 303.238 άτομα».

Μέχρι την άνοιξη του 1924 το μαρτυρολόγιο των Ποντίων περιέλαβε ακόμα 50.000 θύματα, συνολικά δηλαδή ο αριθμός των Ποντίων που δολοφονήθηκαν έως το Μάρτιο του 1924 ήταν 353.000, ποσοστό που ξεπερνάει το 50% του συνολικού πληθυσμού των Ποντίων.

 Η γενοκτονία ανάγκασε τους Πόντιους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μετοικήσουν στην Ελλάδα, στην ΕΣΣΔ (εκεί διώχθηκαν από το σταλινικό καθεστώς την περίοδο του μεσοπολέμου), το Ιράν, στη Συρία, και αλλού (Αυστραλία, ΗΠΑ).

Η σημασία της 19ης Μαΐου, της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας

 Είναι γεγονός ότι η διερεύνηση της γενοκτονίας των Ποντίων αποτέλεσε ένα ζήτημα ταμπού. Το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952 και η αποκαλούμενη «ελληνοτουρκική φιλία», αποτέλεσαν σημεία σταθμοί για το Ποντιακό ζήτημα.

Είναι αυτές οι παράμετροι «που η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού δεν απέκτησε τη δικαίωση που επιβαλλόταν να αποκτήσει», όπως αναφέρει ο Κ. Φωτιάδης σε σχετικό του έργο. Αφενός γιατί το πολιτικό κλίμα δεν επέτρεψε να διερευνηθεί το έγκλημα των δολοφονιών εναντίων των Ελλήνων, αφετέρου όταν αυτό έγινε μετά από πρωτοβουλία πολιτικών και επιστημόνων, αντιμετώπισε ένα εχθρικό περιβάλλον.

 Ωστόσο μετά από αγώνες και προσπάθειες πολλών ετών από Πόντιους της δεύτερης γενιάς, το Ελληνικό κοινοβούλιο θέσπισε το 1994 την 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».

 Έτσι μέχρι σήμερα την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου σε επίπεδο κρατικής οντότητας έχει αναγνωρίσει μόνο η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, και σε επίπεδο ομοσπονδιακό οι πολιτείες των ΗΠΑ, Νέα Υόρκη (19/5/2002), New Jersey (2/9/2002), Columbia (8/12/2002), South Carolina (10/1/2003), Georgia (3/2/2003), Pennsylvania (12/12/2003), Cleveland (11/5/2005) , ενώ την υπόθεση έχει απασχολήσει το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ , και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη..

Ο Ποντιακός Ελληνισμός σήμερα Η παρουσία των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο πέρασε από το μύθο στην πραγματικότητα. Ο Ελληνισμός ανέπτυξε μια μεγάλη πολιτιστική, πνευματική και οικονομική παρουσία, από το θρησκευτικό στοιχείο και την πολιτισμική συνεισφορά, μέχρι την εμπορική και πολιτική δραστηριότητα. Η παρουσία του Ελληνισμού στον Εύξεινο Πόντο, η οποία διακόπηκε από τη γενοκτονία επέδρασε καταλυτικά σε όλες τις πολιτικές και κρατικές οντότητες που εμφανίσθηκαν στην περιοχή.

Σήμερα στην Ελλάδα και τη Διασπορά, οι Πόντιοι είναι περίπου ενάμιση εκατομμύριο, που συνεισέφεραν και συνεχίζουν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου και των τόπων όπου ζουν. Αγωνίζονται για την αναγνώριση της γενοκτονίας, προσπαθούν να διασώσουν την κληρονομιά τους, καλλιεργούν την παράδοσή τους και ζουν και πορεύονται με οδηγό την ποντιακή ζωή και συνέχεια.

 Ο Ποντιακός Ελληνισμός, που καθ’ όλη τη διάρκεια των αιώνων αυτών που πέρασαν από τους αρχαιότατους χρόνους κράτησε αλώβητη την Ελληνικότητά του και ανέπτυξε την οικονομία του, κατέφυγε στα ενδότερα ορεινά της χώρας, μέχρι το 1922 που ξεριζώθηκε από τη γη του. Δίδαξε και διέδωσε Πολιτισμό, αλλά σφαγιάστηκε. Διώχτηκε, ξεριζώθηκε. Έκανε την κοινωνία του να ευημερήσει, αλλά αντιμετώπισε την καταστροφή.

Η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ιστορικής διαδρομής των Ελλήνων.

 Όσοι Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο κατάφεραν να επιζήσουν από τις απάνθρωπες Εθνικές εκκαθαρίσεις που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι, ήρθαν ως πρόσφυγες στον Ελληνικό χώρο. Όσοι, δηλαδή, έμειναν ζωντανοί μετά τις σφαγές, την πείνα και τη δίψα που αντιμετώπισαν, τους διωγμούς από το καθεστώς του Κεμάλ, που εξολόθρεψε όσο μπόρεσε το Χριστιανικό κόσμο. Το κάψιμο τόσων αθώων ανθρώπων, γυναικών, παιδιών και γέρων, Ελλήνων του Πόντου που έπεσαν θύματα μιας απάνθρωπης εθνοκάθαρσης και υποχρεώθηκαν να εκπατριστούν και να εγκατασταθούν σαν πρόσφυγες στον κορμό της μητροπολιτικής Ελλάδος με τη συνθήκη της Λωζάνης.

 Η εκρίζωση αυτή των Ελλήνων του Πόντου είναι από τα πρωτοφανή εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία. Ύστερα από 27 αιώνες ζωής, ένας λαός ξεριζώθηκε από τη γη του αφήνοντας πίσω του πατρογονικές εστίες, σπίτια, εκκλησίες, τάφους προγόνων.

Μόνο η Παναγιά Σουμελά ήταν σκέπη τους, όταν εγκατέλειψαν όλα και μετέφεραν μαζί τους το αρχαιοπρεπές γλωσσικό τους ιδίωμα, τον πλούτο των παραδοσιακών τους κληρονομημάτων και τον ομαδικό λαϊκό χαρακτήρα τους. Ρίχτηκαν στις ακτές της Ελλάδος και καλλιέργησαν την παράδοσή τους.

Η Μακεδονία, η Θράκη, οι μεγάλες ελληνικές πόλεις, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη κ.α. είναι μερικές από τις περιοχές, όπου ρίζωσαν οι πόντιοι πρόσφυγες.



Μαρτυρίες θυμάτων

Ο Χάρης Τσιρκινίδης στο βιβλίο ¨Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ¨ αναφέρει την μαρτυρία του θείου του Ευριπίδη. «Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα .

 Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη. Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι.

Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν»

 Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη. Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες: "Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν' αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος... Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ' αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει... Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι' οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας.

Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο. Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν. Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό.

Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ' όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω. Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι' έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι' ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας.

Τίποτα απ' όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την "πατριωτική" του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.

Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλομες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι' άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ' οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης.

Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες. Κι' όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι' οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι' αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση...

Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής... επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν' ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι' απ' έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται. Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν "μάνα, μανίτσα!".

Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι' άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ' αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους - χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες. Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά.

Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους - πυροβόλησαν και τις σκότωσαν. Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα.

Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι' έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι' ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν".

Πηγή: eglimatikotita

Δεν υπάρχουν σχόλια: