Τα παιδικά του χρόνια
Γεννήθηκε στις 23 Μαΐου 1897 (5 Ιουνίου στο Ιουλιανό ημερολόγιο) στην ενορία Χρυσαλινιώτισσα της Λευκωσίας, το τέταρτο στη σειρά παιδί, από έξι, του Θεοδώρου Γρίβα και της Καλομοίρας Χατζημιχαήλ, αλλά μεγάλωσε στο πατρικό του σπίτι στο Τρίκωμο Αμμοχώστου. Φοίτησε αρχικά στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας (1909-15) όπου έδειξε προσήλωση στη μόρφωση και τον αθλητισμό.
Αρχική στρατιωτική σταδιοδρομία του
Γαλουχημένος με το όραμα μιας Μεγάλης Ελλάδας αναχωρεί το 1916 για την Αθήνα όπου μπαίνει στη Σχολή Ευελπίδων. Το 1919 αποφοιτά με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και τοποθετείται στο Μικρασιατικό μέτωπο με τη Χ Μεραρχία. Λαμβάνει μέρος στις μεγάλες εξορμήσεις και μάχες του Γ’ Σώματος Στρατού από τη Σμύρνη στην Πάνορμο και στο Εσκί Σεχίρ και φτάνει πέρα από τις όχθες του Σαγγάριου ποταμού σε απόσταση 70 χλμ μόνο από την Άγκυρα.
Μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και το καταστροφικό τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας τοποθετείται στη Ραιδεστό Θράκης, παρασημοφορείται για την αντρεία του και προβιβάζεται σε υπολοχαγό.
Β΄ παγκόσμιος πόλεμος και γερμανική κατοχή
Τα χρόνια του μεσοπολέμου συνεχίζει με ενθουσιασμό τη στρατιωτική του κατάρτιση και σταδιοδρομία. Επιλέγεται για φοίτηση στις στρατιωτικές σχολές της Ελλάδας και της Γαλλίας και διορίζεται καθηγητής στη Σχολή Πολέμου. Προβιβάζεται σε λοχαγό το 1925 και ταγματάρχη το 1935. Παντρεύεται στην Αθήνα το 1937 τη Βασιλική Ντέκα. Το 1939 αποσπάται στο Γραφείο Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου στρατού και συμβάλλει στην κατάστρωση των επιτελικών αμυντικών σχεδίων των Ηπειρωτικών συνόρων. Εκεί τον βρίσκει η ιταλική επίθεση τον Οκτώβριο 1940 και το Δεκέμβριο, μετά από έμμονη αίτησή του, φτάνει στο Αλβανικό μέτωπο και ως επιτελάρχης της 2ης Μεραρχίας την εμψυχώνει σε ηρωικές νικηφόρους εξορμήσεις ενάντια στα ιταλικά στρατεύματα.
Μετά τη συνθηκολόγηση επιστρέφει στην Αθήνα όπου το 1943 ιδρύει τη μυστική οργάνωση «Χ» με αντικειμενικό σκοπό να πλήξει, σε συνεργασία με τους Συμμάχους, τα γερμανοϊταλικά κατοχικά στρατεύματα. Τελικά όμως η «Χ» προβάλλει σθεναρή αντίσταση στο Θησείο εναντίον των Δεκεμβριανών επιθέσεων του ΕΛΑΣ το 1944 που στόχευαν στον έλεγχο της Αθήνας. Το 1946 με αίτησή του αποστρατεύεται αλλά οι προσπάθειές του να πολιτευτεί δε βρίσκουν λαϊκό έρεισμα.
Ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ
Από το 1950 προσανατολίζεται προς την ιδέα της απελευθέρωσης της Κύπρου από το Βρετανικό αποικιακό ζυγό και την ένωσή της με τον εθνικό κορμό. Ως μέλος της Επιτροπής Αγώνος Κύπρου υπογράφει με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ τον ενωτικό όρκο και συνεργάζεται μαζί του για την προετοιμασία επαναστατικού κινήματος. Από τη μυστική άφιξή του στη Μεγαλόνησο το Νιόβρη του 1954 αρχίζει την προπαρασκευή του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Ιδρύει την ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) και την 1η Απριλίου 1955 με εγκύκλιο που υπογράφει ως «Διγενής» κι εκκωφαντικές εκρήξεις στις μεγαλουπόλεις εγκαινιάζει την έναρξη μιας σκληρής και άνισης τετραετούς αναμέτρησης με σύνθημα «Αυτοδιάθεση – Ένωση».
Από τη Λευκωσία, απ’ όπου κατευθύνει τις πρώτες επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ, μετακινείται στα βουνά του Τροόδους όπου εκπαιδεύει και καθοδηγεί τις αντάρτικες ομάδες που είχε ήδη διοργανώσει. Διαφεύγει από τις έρευνες και τον ασφυκτικό κλοιό των Βρετανικών στρατευμάτων στα Σπήλια το Δεκέμβριο του 1955 και στον Κύκκο το Μάιο του 1956. Ένα μήνα πιο ύστερα κατεβαίνει στη Λεμεσό και από αυτό το κρησφύγετο κατευθύνει τον αγώνα της ΕΟΚΑ, του οποίου, από της εξορίας του Αρχιεπισκόπου το 1956, αναλαμβάνει πέρα από τη στρατιωτική, και την πολιτική ευθύνη.
Με προκηρύξεις και με τη δράση της ΕΟΚΑ που τη χαρακτηρίζουν πατριωτικά συνθήματα, διαδηλώσεις, απεργίες, επιθέσεις, ενέδρες, δολιοφθορές και μάχες ανταρτών, εξυψώνει το φρόνημα και το ηθικό του κυπριακού λαού και οδηγεί άνδρες, γυναίκες και παιδιά σε πράξεις αυτοθυσίας και αυταπάρνησης για το ιδανικό της ελευθερίας και της Ένωσης. Η αντίδραση των Βρετανών με κατ’οίκον περιορισμούς, ομαδικές συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια και απαγχονισμούς αποτυχαίνει να καταβάλει την ΕΟΚΑ.
Στις αρχές του 1959, με την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, διστακτικά διατάζει τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα, αφού ο αντικειμενικός σκοπός της Ένωσης δεν είχε επιτευχθεί.
Γυρίζει στην Ελλάδα με τιμές μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου
Το Μάρτιο του 1959 βγαίνει από το υπόγειο κρησφύγετό του νικητής κι αναχωρεί για την Αθήνα όπου του επιφυλάσσεται υποδοχή ήρωα ενώ η Βουλή των Ελλήνων του απονέμει τον ανώτατο τίτλο «Άξιος της Πατρίδος» και η Ακαδημία Αθηνών το «Χρυσούν Μετάλλιον», την ανωτάτην των τιμών της. Το 1960 εγκαταλείπει σε διάστημα μερικών μόνο μηνών μια δεύτερη προσπάθειά του να πολιτευτεί ως αρχηγός της Κίνησης Εθνικής Αναγέννησης.
Επιστρέφει ξανά στην Κύπρο το 1964
Επανέρχεται στην Κύπρο το 1964 ύστερα από την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων και ως Αρχηγός της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοίκησης Αμύνης Κύπρου (ΑΣΔΑΚ) αναλαμβάνει με τη συμπαράσταση του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και του υπουργού εθνικής άμυνας Πέτρου Γαρουφαλιά, τη συγκρότηση της Εθνικής Φρουράς και την ανοικοδόμηση ενός αξιόλογου αμυντικού συστήματος. Μετά τις επιχειρήσεις Κοφίνου – Αγίου Θεοδώρου και το τελεσίγραφο της Τουρκίας προς την Ελλάδα το Νοέμβριο του 1967 η στρατιωτική κυβέρνηση, που τον Απρίλιο επέβαλε στρατιωτικό νόμο στη χώρα, τον ανακαλεί μαζί με την ελληνική μεραρχία στην Αθήνα.
Υπό περιορισμό στην Αθήνα επιχειρεί την ανατροπή της Χούντας
Από το 1968 ως το 1969 κι ενώ βρίσκεται υπό κατ΄οίκον περιορισμό στην Αθήνα, προετοιμάζει μυστικό αντιχουντικό κίνημα με στόχο την ανατροπή της στρατιωτικής κυβέρνησης και την επαναφορά της δημοκρατίας στη χώρα. Συνεργάζεται με ένα αριθμό αξιωματικών του Ελληνικού στρατού, τους περισσότερους από τους οποίους είχε αποστρατεύσει η Χούντα, όπως τους Δημήτριο Οπρόπουλο, Σπύρο Μουστακλή, Νικόλαο Λύτρα και Γεώργιο Καρούσο καθώς και με Κυπρίους φοιτητές και πρώην αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Διοργανώνει ένοπλες ομάδες κυρίως στην Αθήνα και την Αττική τις οποίες εξοπλίζει με όπλα, πυρομαχικά και εκρηκτικές ύλες που έμπιστοί του μεταφέρουν μυστικά από την Κύπρο. Επίσης παλιοί αγωνιστές της ΕΟΚΑ μεταβαίνουν από την Κύπρο στην Αθήνα όπου εκπαιδεύουν τα μέλη των αντιχουντικών ομάδων του Γρίβα. Μετά όμως από προδοσία τα βασικά στελέχη της κίνησης του Γρίβα συλλαμβάνονται από τις αρχές και φυλακίζονται.
Απόδραση του και η τελευταία του επιστροφή στην Κύπρο
Η ανακάλυψη των σχεδίων του από τη Χούντα, τον ωθεί σε μυστική διαφυγή του ξανά στην Κύπρο όπου οραματίζεται την πραγματοποίηση του σκοπού της ζωής του, την Ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Διοργανώνει το ένοπλο σώμα ΕΟΚΑ Β που χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης προς τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο για αλλαγή στρατηγικής. Αλλά τα σχέδιά του να πείσει ή να πιέσει το Μακάριο να εγκολπωθεί τότε τη γραμμή «Αυτοδιάθεση–΄Ενωση» αποτυχαίνουν.
Ο θάναντός του
Ο ξαφνικός θάνατος του Γεωργίου Γρίβα Διγενή από καρδιακή προσβολή στις 27 Ιανουαρίου 1974 αφήνει το όνειρό του για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα απραγματοποίητο.Την κηδεία του στο χώρο του κρησφυγέτου του στη Λεμεσό παρακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες λαού, η Κυπριακή Κυβέρνηση κήρυξε τριήμερο πένθος ενώ η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου τρεις μέρες μετά το θάνατό του τον ανακήρυξε «Άξιον τέκνον της ιδιαιτέρας αυτού πατρίδος».
το κείμενο είναι του Λεωνίδα Λεωνίδου
Πηγή: georgiosgrivasdigenis.com.cy
Γεννήθηκε στις 23 Μαΐου 1897 (5 Ιουνίου στο Ιουλιανό ημερολόγιο) στην ενορία Χρυσαλινιώτισσα της Λευκωσίας, το τέταρτο στη σειρά παιδί, από έξι, του Θεοδώρου Γρίβα και της Καλομοίρας Χατζημιχαήλ, αλλά μεγάλωσε στο πατρικό του σπίτι στο Τρίκωμο Αμμοχώστου. Φοίτησε αρχικά στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας (1909-15) όπου έδειξε προσήλωση στη μόρφωση και τον αθλητισμό.
Αρχική στρατιωτική σταδιοδρομία του
Γαλουχημένος με το όραμα μιας Μεγάλης Ελλάδας αναχωρεί το 1916 για την Αθήνα όπου μπαίνει στη Σχολή Ευελπίδων. Το 1919 αποφοιτά με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και τοποθετείται στο Μικρασιατικό μέτωπο με τη Χ Μεραρχία. Λαμβάνει μέρος στις μεγάλες εξορμήσεις και μάχες του Γ’ Σώματος Στρατού από τη Σμύρνη στην Πάνορμο και στο Εσκί Σεχίρ και φτάνει πέρα από τις όχθες του Σαγγάριου ποταμού σε απόσταση 70 χλμ μόνο από την Άγκυρα.
Μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και το καταστροφικό τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας τοποθετείται στη Ραιδεστό Θράκης, παρασημοφορείται για την αντρεία του και προβιβάζεται σε υπολοχαγό.
Β΄ παγκόσμιος πόλεμος και γερμανική κατοχή
Τα χρόνια του μεσοπολέμου συνεχίζει με ενθουσιασμό τη στρατιωτική του κατάρτιση και σταδιοδρομία. Επιλέγεται για φοίτηση στις στρατιωτικές σχολές της Ελλάδας και της Γαλλίας και διορίζεται καθηγητής στη Σχολή Πολέμου. Προβιβάζεται σε λοχαγό το 1925 και ταγματάρχη το 1935. Παντρεύεται στην Αθήνα το 1937 τη Βασιλική Ντέκα. Το 1939 αποσπάται στο Γραφείο Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου στρατού και συμβάλλει στην κατάστρωση των επιτελικών αμυντικών σχεδίων των Ηπειρωτικών συνόρων. Εκεί τον βρίσκει η ιταλική επίθεση τον Οκτώβριο 1940 και το Δεκέμβριο, μετά από έμμονη αίτησή του, φτάνει στο Αλβανικό μέτωπο και ως επιτελάρχης της 2ης Μεραρχίας την εμψυχώνει σε ηρωικές νικηφόρους εξορμήσεις ενάντια στα ιταλικά στρατεύματα.
Μετά τη συνθηκολόγηση επιστρέφει στην Αθήνα όπου το 1943 ιδρύει τη μυστική οργάνωση «Χ» με αντικειμενικό σκοπό να πλήξει, σε συνεργασία με τους Συμμάχους, τα γερμανοϊταλικά κατοχικά στρατεύματα. Τελικά όμως η «Χ» προβάλλει σθεναρή αντίσταση στο Θησείο εναντίον των Δεκεμβριανών επιθέσεων του ΕΛΑΣ το 1944 που στόχευαν στον έλεγχο της Αθήνας. Το 1946 με αίτησή του αποστρατεύεται αλλά οι προσπάθειές του να πολιτευτεί δε βρίσκουν λαϊκό έρεισμα.
Ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ
Από το 1950 προσανατολίζεται προς την ιδέα της απελευθέρωσης της Κύπρου από το Βρετανικό αποικιακό ζυγό και την ένωσή της με τον εθνικό κορμό. Ως μέλος της Επιτροπής Αγώνος Κύπρου υπογράφει με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ τον ενωτικό όρκο και συνεργάζεται μαζί του για την προετοιμασία επαναστατικού κινήματος. Από τη μυστική άφιξή του στη Μεγαλόνησο το Νιόβρη του 1954 αρχίζει την προπαρασκευή του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Ιδρύει την ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) και την 1η Απριλίου 1955 με εγκύκλιο που υπογράφει ως «Διγενής» κι εκκωφαντικές εκρήξεις στις μεγαλουπόλεις εγκαινιάζει την έναρξη μιας σκληρής και άνισης τετραετούς αναμέτρησης με σύνθημα «Αυτοδιάθεση – Ένωση».
Από τη Λευκωσία, απ’ όπου κατευθύνει τις πρώτες επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ, μετακινείται στα βουνά του Τροόδους όπου εκπαιδεύει και καθοδηγεί τις αντάρτικες ομάδες που είχε ήδη διοργανώσει. Διαφεύγει από τις έρευνες και τον ασφυκτικό κλοιό των Βρετανικών στρατευμάτων στα Σπήλια το Δεκέμβριο του 1955 και στον Κύκκο το Μάιο του 1956. Ένα μήνα πιο ύστερα κατεβαίνει στη Λεμεσό και από αυτό το κρησφύγετο κατευθύνει τον αγώνα της ΕΟΚΑ, του οποίου, από της εξορίας του Αρχιεπισκόπου το 1956, αναλαμβάνει πέρα από τη στρατιωτική, και την πολιτική ευθύνη.
Με προκηρύξεις και με τη δράση της ΕΟΚΑ που τη χαρακτηρίζουν πατριωτικά συνθήματα, διαδηλώσεις, απεργίες, επιθέσεις, ενέδρες, δολιοφθορές και μάχες ανταρτών, εξυψώνει το φρόνημα και το ηθικό του κυπριακού λαού και οδηγεί άνδρες, γυναίκες και παιδιά σε πράξεις αυτοθυσίας και αυταπάρνησης για το ιδανικό της ελευθερίας και της Ένωσης. Η αντίδραση των Βρετανών με κατ’οίκον περιορισμούς, ομαδικές συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια και απαγχονισμούς αποτυχαίνει να καταβάλει την ΕΟΚΑ.
Στις αρχές του 1959, με την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, διστακτικά διατάζει τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα, αφού ο αντικειμενικός σκοπός της Ένωσης δεν είχε επιτευχθεί.
Γυρίζει στην Ελλάδα με τιμές μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου
Το Μάρτιο του 1959 βγαίνει από το υπόγειο κρησφύγετό του νικητής κι αναχωρεί για την Αθήνα όπου του επιφυλάσσεται υποδοχή ήρωα ενώ η Βουλή των Ελλήνων του απονέμει τον ανώτατο τίτλο «Άξιος της Πατρίδος» και η Ακαδημία Αθηνών το «Χρυσούν Μετάλλιον», την ανωτάτην των τιμών της. Το 1960 εγκαταλείπει σε διάστημα μερικών μόνο μηνών μια δεύτερη προσπάθειά του να πολιτευτεί ως αρχηγός της Κίνησης Εθνικής Αναγέννησης.
Επιστρέφει ξανά στην Κύπρο το 1964
Επανέρχεται στην Κύπρο το 1964 ύστερα από την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων και ως Αρχηγός της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοίκησης Αμύνης Κύπρου (ΑΣΔΑΚ) αναλαμβάνει με τη συμπαράσταση του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και του υπουργού εθνικής άμυνας Πέτρου Γαρουφαλιά, τη συγκρότηση της Εθνικής Φρουράς και την ανοικοδόμηση ενός αξιόλογου αμυντικού συστήματος. Μετά τις επιχειρήσεις Κοφίνου – Αγίου Θεοδώρου και το τελεσίγραφο της Τουρκίας προς την Ελλάδα το Νοέμβριο του 1967 η στρατιωτική κυβέρνηση, που τον Απρίλιο επέβαλε στρατιωτικό νόμο στη χώρα, τον ανακαλεί μαζί με την ελληνική μεραρχία στην Αθήνα.
Υπό περιορισμό στην Αθήνα επιχειρεί την ανατροπή της Χούντας
Από το 1968 ως το 1969 κι ενώ βρίσκεται υπό κατ΄οίκον περιορισμό στην Αθήνα, προετοιμάζει μυστικό αντιχουντικό κίνημα με στόχο την ανατροπή της στρατιωτικής κυβέρνησης και την επαναφορά της δημοκρατίας στη χώρα. Συνεργάζεται με ένα αριθμό αξιωματικών του Ελληνικού στρατού, τους περισσότερους από τους οποίους είχε αποστρατεύσει η Χούντα, όπως τους Δημήτριο Οπρόπουλο, Σπύρο Μουστακλή, Νικόλαο Λύτρα και Γεώργιο Καρούσο καθώς και με Κυπρίους φοιτητές και πρώην αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Διοργανώνει ένοπλες ομάδες κυρίως στην Αθήνα και την Αττική τις οποίες εξοπλίζει με όπλα, πυρομαχικά και εκρηκτικές ύλες που έμπιστοί του μεταφέρουν μυστικά από την Κύπρο. Επίσης παλιοί αγωνιστές της ΕΟΚΑ μεταβαίνουν από την Κύπρο στην Αθήνα όπου εκπαιδεύουν τα μέλη των αντιχουντικών ομάδων του Γρίβα. Μετά όμως από προδοσία τα βασικά στελέχη της κίνησης του Γρίβα συλλαμβάνονται από τις αρχές και φυλακίζονται.
ΑΘΑΝΑΤΟΣ |
Απόδραση του και η τελευταία του επιστροφή στην Κύπρο
Η ανακάλυψη των σχεδίων του από τη Χούντα, τον ωθεί σε μυστική διαφυγή του ξανά στην Κύπρο όπου οραματίζεται την πραγματοποίηση του σκοπού της ζωής του, την Ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Διοργανώνει το ένοπλο σώμα ΕΟΚΑ Β που χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης προς τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο για αλλαγή στρατηγικής. Αλλά τα σχέδιά του να πείσει ή να πιέσει το Μακάριο να εγκολπωθεί τότε τη γραμμή «Αυτοδιάθεση–΄Ενωση» αποτυχαίνουν.
Ο θάναντός του
Ο ξαφνικός θάνατος του Γεωργίου Γρίβα Διγενή από καρδιακή προσβολή στις 27 Ιανουαρίου 1974 αφήνει το όνειρό του για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα απραγματοποίητο.Την κηδεία του στο χώρο του κρησφυγέτου του στη Λεμεσό παρακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες λαού, η Κυπριακή Κυβέρνηση κήρυξε τριήμερο πένθος ενώ η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου τρεις μέρες μετά το θάνατό του τον ανακήρυξε «Άξιον τέκνον της ιδιαιτέρας αυτού πατρίδος».
το κείμενο είναι του Λεωνίδα Λεωνίδου
Πηγή: georgiosgrivasdigenis.com.cy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου