Το Φάληρο σήμερα
Του Πάνου Θεοδωρίδη
Δεν υπάρχει, ως γνωστόν, Τιπούκειτος, ως πρόσωπο. Πρόκειται για την έκφραση «τι, πού κείται», δηλαδή για έναν πίνακα περιεχομένων. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, που έζησε (γουστόζικα και γρήγορα τα περιγράφει ο Μαζάουερ) εποχές εισαγωγής οδών και πλατειών, αρχικά μέσα από την οθωμανική τοπική διοίκηση και αργότερα, στην εποχή του εκσυγχρονισμού, διευρύνσεις οδών, διευθετήσεις οικοδομικών τετραγώνων και ονομασίες νέων οικιστικών πόλων, η ώρα της αλλαγής κράτους, αλλαγής διοίκησης και αλλαγής πληθυσμών, ήταν τόσο απότομη, ώστε δεν επέζησε παλαιό τοπωνύμιο.
Πάρα πολλά μέρη μέσα και γύρω από τη Σαλονίκη κράτησαν τα ονόματά τους επί πεντακόσια και παραπάνω χρόνια. Επτακοσίων και βάλε ετών είναι η Επανομή, οι Ζουμπάτες, το Μεσημέρι, το Σέδες.
Ωστόσο το Ιπποδρόμιο εμφανίζεται πρώτη φορά τέλος του 18ου αιώνα, στον Μπωζούρ, ο οποίος μιλάει για περιοχή «Προδρόμι», δηλαδή τόπο όπου υπήρχε κάποιο μονύδριο. Οσο προχωρούσε η μελέτη του μεσαίωνα και της αρχαιότητας, άρχισε δειλά στην αρχή, τολμηρότερα αργότερα, να «εφευρίσκεται» η τοπωνυμική παράδοση.
Ο νέος χώρος
Στο Μεσοπόλεμο, μπορούμε πια να μιλάμε για πρόσληψη, ιδεολογική, οικονομίστικη και μερικώς εθνοτική ενός «νέου χώρου» της Σαλονίκης. Το «Πατέ» ήταν Πατέ από τότε που η εταιρία Πατέ απέκτησε σινεμαδάκι. Αλλά ελάχιστα χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση, άρχισε η υιοθέτηση τοποθεσιών της Αττικής στη νέα πόλη του Βορρά. Ετσι γεννήθηκε το «Φάληρο», μερικά χρόνια αργότερα από το Κερκυραϊκό «Φαληράκι» κατ΄απομίμηση του Φαληρικού Ορμου.
Η οδός Βασιλέως Γεωργίου και της συζύγου του Ολγας (αλλά και όλης της βασιλικής οικογένειας) πήρε τη σειρά της μετά την τετραετία Βενιζέλου. Η Πρίγκηπος Νικολάου έγινε προσωρινά «Πολωνίας», το 1939, για να να επιστρέψει στον Πρίγκηπα. Η «Σαλαμίνα», αρχικά στην ξύλινη, πανέμορφη και χρηστική, παλιά ιχθυόσκαλα, στο θαλασσινό τέρμα της Μπότσαρη, μεταφέρθηκε πρόσφατα πάλι παραλιακά, στο Κολυμβητήριο.
Σε άλλες περιπτώσεις, αρκούσαν οι αλλαγές χρήσεων κτιρίων, για να «παντρέψουν» μη ιστορικές μνήμες με ιστορικές επιβιώσεις. Το μεγάλο ρέμα «Κωνσταντινίδη», που κατέληγε κρυμμένο από μια καταπράσινη μικρή κοιλάδα στη «Σχολή Τυφλών», θυμίζει ακόμη πως τα μεγάλα εκπαιδευτήρια, Σχινά, Τζημουρώτα, Καλαμαρί, Δέλλιου και λοιπά, σημάδευαν τη μαθητική μνήμη, άρα και τις μετέπειτα γενιές. Γενικώς, οι δεξιοί νονοί διάλεγαν βασιλιάδες και συντηρητικούς καθηγητές, συχνά και αστυνομικούς (Μουσχουντή, Βιζουκίδου), ενώ οι κεντροαριστεροί νονοί προτιμούσαν τον Σβώλο, την Εθνική Αμυνα και τη Λεωφόρο Νίκης. Μεταπολεμικά, παρά τις προσπάθεις για Μεγαλεξαντρο, η Κέννεντι παρέμεινε επί χρόνια δημοφιλης.
Επιλογές βάσει της συγκοινωνίας
Οι στάσεις των τραμ και μετά των λεωφορείων στάθηκαν σπουδαίες γεννήτριες δημοφιλών τοπωνυμίων. Η στάση «Βρυσάκι» χάρη σε ένα παλαιικό ταβερνάκι, τα Κυβέλεια και το Κυβερνείο, διαφορετικά από το Στρατηγείο, αλλά και η μετονομασία του Ντεπώ σε Αποθήκη, σημαδεύουν επίσης άλλες περιπέτειες που δεν οξύνθηκαν. Ωστόσο, οι νέες προσφυγικές γειτονιές, πολυπληθείς ακόμη και στα χρόνια πριν από τις πολυκατοικίες, δεν είχαν μεγάλες πλατείες και έτσι οι κάτοικοι συνήθιζαν να χαρακτηρίζουν τα κοντινά τους μέρη από κτίρια και μαγαζάτορες. Κι αυτό επικράτησε από παλιά. Ειδικά με τη μείωση των εβραϊκών τοπωνυμίων, οι μαγαζάτορες είχαν προτίμηση στην τοπωνυμική τεχνική. Υπήρχε Φλόκας, αλλά και Φλοκάκι.
Το Γιαχουντή Χαμάμ πέρασε στον όρο Λουλουδάδικα και μέχρι στιγμής είναι ελάχιστα αποδεκτό το Πασά Χαμάμ. Με το σκάσιμο του μεσοπολέμου, οι μπαγιάτηδες ταύτιζαν τον Κούνιο με φωτογραφικά, τη Χιονάτη και την Προσφυγοπούλα με καλά παιδικά παιχνίδια, τη Μέλκα, τον Κίζα και ίσως τριάντα εμπόρους ρουχισμού σε κανονική κατάτμηση των μεγάλων δρόμων. Παρέμεινε βέβαια η στοά Καράσσο, το Μπεζεστένι, ενώ το δημαρχείο, ακόμη και στα τελευταία του, πολλοί το έλεγαν Καραβασαράι.
Τοπαρχίες και δραστήριοι σύλλογοι
Είναι γεγονός ότι την ιδιότυπη «ηγεσία» της Σαλονίκης τη διεκδίκησαν έντονα οι παροικίες των Κρητικών, των Ηπειρωτών, των Δυτικομακεδόνων, με ιδιαίτερη μνεία στους Μοναστηριώτες, ενώ έντονα ακούγονταν οι σύλλογοι Κερκυραίων και οι παμπληθείς προσφυγικοί.
Γυναίκα Ηπειρώτισσα υπήρξε ως άγαλμα (με επιγραφή από στίχους του Πυθαγόρα), ενώ το πρώτο τεράστιο σε διαστάσεις άγαλμα στήθηκε για το Γέρο του Μοριά, όχι πάντως επειδή ο Κολοκοτρώνης το 1807 είχε σκεφτεί ακόμη και τη σημαία του κράτους που ονειρευόταν: ο σταυρός μαζί με ημισέληνο. Βέβαια, οι διαφορές και οι συμβολές διάφορων τόπων για την εμφάνιση μιας Θεσσαλονίκης σχεδόν χωρίς παρελθόν (πόσοι Θεσσαλονικείς ξέρουν πόσων λαών οι εφημερίδες κυκλοφορούσαν στα χρόνια των αγώνων Πατριαρχείου και Εξαρχίας;).
Σε κάθε περίπτωση, κι ευτυχώς για τους αδιαφορούντες περί τα άχαρα στατιστικά, η Θεσσαλονίκη της τελευταίας περιόδου του Μεσοπολέμου δεν υπήρξε λάφυρο καμιάς γεωγραφικής περιοχής, καμιάς πληθυσμιακής ομάδας. Ασχετο αν κυκλοφορούν πολλές ιστορίες, πεποιημένες ή ειλικρινείς περί του αντιθέτου. Ολες αυτές οι φήμες σταματούν απότομα στην περίοδο που η πόλη δοκιμάστηκε σκληρά από την ίδια την Ιστορία αυτοπροσώπως.
Οχι, δηλαδή, από την εποχή του Ολοκαυτώματος ή της προσφυγικής μέριμνας, αλλά από τα σκληρά και δύσκολα της τελευταίας κατοχικής περίοδου, με γερμανοντυμένους που διέδιδαν τον εθνικισμό τους, από άρπαγες των εβραϊκών περιουσιών με αποφάσεις δικαστικές ή περίπου, από ομάδες επιστημόνων, μεσαζόντων της τύχης της μεταπολεμικής πόλης, που κράτησαν κατοχικές περιουσίες και από άλλα γεγονότα, πιο σκληρά. Η Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, δεν είχε τόσους λόγους να πεινάσει, όπως η Αθήνα. Κι όμως, πλήθος ακινήτων και κινητών αξιών γέμισε πολλών χωριών τα χωριατόσπιτα, ενώ οι λίρες που κυκλοφορούσαν ανήκαν μόνο σε Εγγλέζους και μπέηδες.
Η αλήθεια είναι ότι η Θεσσαλονίκη, που εστήριξε με τον περιμετρικό γεωργικό της πληθυσμό πολύ το καθεστώς του Μεταξά, στα δύσκολα χρόνια, άλλοτε αθωώθηκε και άλλοτε ήταν δίκαιο που έμεινε στάσιμη. Το μεγάλο εμπόδιο της χειραφέτησής της ήταν πως μια κίνηση προοδευτική στην πόλη πάντα έπαιρνε το χαρακτηριστικό πρόσημο της ξενόφερτης αρνητικής επιρροής, ενώ πολύ πιο σπάνια κατηγορούσαν Μοραΐτες ή Κρητικούς ακτιβιστές, για φιλοβουλγαρισμό ή μπολσεβικισμό.
Το τελευταίο χτύπημα: η προκατάληψη
Πολλές εκλογικές αναμετρήσεις έχουν τελεστεί στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο πράγμα που θα περίμενε κανείς για την περιοχή της θα ήταν να υπάρχουν προκαταλήψεις ως προς την ιδιότυπη εκστρατεία κατά πληθυσμών που επέλεξαν να κατοικήσουν στην πόλη και στην περιοχή. Κι όμως, προς το γύρισμα της δεκαετίας του '30 με τις αλλαγές τοπωνυμίων και αργότερα και έντονα επί Μεταξά, ο φόβος του Βουλγαρισμού ίσχυσε με το ίδιο πάθος που οι Βούλγαροι προπάθησαν να μειώσουν τη συμβολή των Ρωμυλιωτών στην ιστορία της χώρας τους.
Τα χωριά άλλαξαν ονόματα, όχι επειδή ήταν βουλγαρικά, αλλά επειδή ήταν «ξένα». Το τοπωνύμιο «Ιγγλις», βλέπετε, δεν ήταν ποτέ βουλγαρικό. Ως αποτέλεσμα, τοπωνύμια μογλενίτικα, ήτοι βλάχικα και πάμπολλα λατινίζοντα, μα και απλώς ακατανόητα για την επιστημοσύνη της εποχής (γιατί να αλλάξει ο Δραβήσκος που μνημονεύει ο Θουκυδίδης;) εξαφανίστηκαν, ενώ τα χρησιμποιούσαν άνθρωποι που πάλεψαν για να έρθει το ελληνικό στον τόπο αυτόν.
Φυσικά ακολούθησε μια άκριτη και πλαστή «στειρότητα» τοπωνυμικών ιδεών, με πολλές «Εγνατίες» και «Μεγαλέξανδρους», αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
ΑΥΡΙΟ: Επί Μεταξά
Πηγή: Αγγελιοφόρος
Πάρα πολλά μέρη μέσα και γύρω από τη Σαλονίκη κράτησαν τα ονόματά τους επί πεντακόσια και παραπάνω χρόνια. Επτακοσίων και βάλε ετών είναι η Επανομή, οι Ζουμπάτες, το Μεσημέρι, το Σέδες.
Ωστόσο το Ιπποδρόμιο εμφανίζεται πρώτη φορά τέλος του 18ου αιώνα, στον Μπωζούρ, ο οποίος μιλάει για περιοχή «Προδρόμι», δηλαδή τόπο όπου υπήρχε κάποιο μονύδριο. Οσο προχωρούσε η μελέτη του μεσαίωνα και της αρχαιότητας, άρχισε δειλά στην αρχή, τολμηρότερα αργότερα, να «εφευρίσκεται» η τοπωνυμική παράδοση.
Ο νέος χώρος
Στο Μεσοπόλεμο, μπορούμε πια να μιλάμε για πρόσληψη, ιδεολογική, οικονομίστικη και μερικώς εθνοτική ενός «νέου χώρου» της Σαλονίκης. Το «Πατέ» ήταν Πατέ από τότε που η εταιρία Πατέ απέκτησε σινεμαδάκι. Αλλά ελάχιστα χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση, άρχισε η υιοθέτηση τοποθεσιών της Αττικής στη νέα πόλη του Βορρά. Ετσι γεννήθηκε το «Φάληρο», μερικά χρόνια αργότερα από το Κερκυραϊκό «Φαληράκι» κατ΄απομίμηση του Φαληρικού Ορμου.
Η οδός Βασιλέως Γεωργίου και της συζύγου του Ολγας (αλλά και όλης της βασιλικής οικογένειας) πήρε τη σειρά της μετά την τετραετία Βενιζέλου. Η Πρίγκηπος Νικολάου έγινε προσωρινά «Πολωνίας», το 1939, για να να επιστρέψει στον Πρίγκηπα. Η «Σαλαμίνα», αρχικά στην ξύλινη, πανέμορφη και χρηστική, παλιά ιχθυόσκαλα, στο θαλασσινό τέρμα της Μπότσαρη, μεταφέρθηκε πρόσφατα πάλι παραλιακά, στο Κολυμβητήριο.
Σε άλλες περιπτώσεις, αρκούσαν οι αλλαγές χρήσεων κτιρίων, για να «παντρέψουν» μη ιστορικές μνήμες με ιστορικές επιβιώσεις. Το μεγάλο ρέμα «Κωνσταντινίδη», που κατέληγε κρυμμένο από μια καταπράσινη μικρή κοιλάδα στη «Σχολή Τυφλών», θυμίζει ακόμη πως τα μεγάλα εκπαιδευτήρια, Σχινά, Τζημουρώτα, Καλαμαρί, Δέλλιου και λοιπά, σημάδευαν τη μαθητική μνήμη, άρα και τις μετέπειτα γενιές. Γενικώς, οι δεξιοί νονοί διάλεγαν βασιλιάδες και συντηρητικούς καθηγητές, συχνά και αστυνομικούς (Μουσχουντή, Βιζουκίδου), ενώ οι κεντροαριστεροί νονοί προτιμούσαν τον Σβώλο, την Εθνική Αμυνα και τη Λεωφόρο Νίκης. Μεταπολεμικά, παρά τις προσπάθεις για Μεγαλεξαντρο, η Κέννεντι παρέμεινε επί χρόνια δημοφιλης.
Επιλογές βάσει της συγκοινωνίας
Οι στάσεις των τραμ και μετά των λεωφορείων στάθηκαν σπουδαίες γεννήτριες δημοφιλών τοπωνυμίων. Η στάση «Βρυσάκι» χάρη σε ένα παλαιικό ταβερνάκι, τα Κυβέλεια και το Κυβερνείο, διαφορετικά από το Στρατηγείο, αλλά και η μετονομασία του Ντεπώ σε Αποθήκη, σημαδεύουν επίσης άλλες περιπέτειες που δεν οξύνθηκαν. Ωστόσο, οι νέες προσφυγικές γειτονιές, πολυπληθείς ακόμη και στα χρόνια πριν από τις πολυκατοικίες, δεν είχαν μεγάλες πλατείες και έτσι οι κάτοικοι συνήθιζαν να χαρακτηρίζουν τα κοντινά τους μέρη από κτίρια και μαγαζάτορες. Κι αυτό επικράτησε από παλιά. Ειδικά με τη μείωση των εβραϊκών τοπωνυμίων, οι μαγαζάτορες είχαν προτίμηση στην τοπωνυμική τεχνική. Υπήρχε Φλόκας, αλλά και Φλοκάκι.
Το Γιαχουντή Χαμάμ πέρασε στον όρο Λουλουδάδικα και μέχρι στιγμής είναι ελάχιστα αποδεκτό το Πασά Χαμάμ. Με το σκάσιμο του μεσοπολέμου, οι μπαγιάτηδες ταύτιζαν τον Κούνιο με φωτογραφικά, τη Χιονάτη και την Προσφυγοπούλα με καλά παιδικά παιχνίδια, τη Μέλκα, τον Κίζα και ίσως τριάντα εμπόρους ρουχισμού σε κανονική κατάτμηση των μεγάλων δρόμων. Παρέμεινε βέβαια η στοά Καράσσο, το Μπεζεστένι, ενώ το δημαρχείο, ακόμη και στα τελευταία του, πολλοί το έλεγαν Καραβασαράι.
Τοπαρχίες και δραστήριοι σύλλογοι
Είναι γεγονός ότι την ιδιότυπη «ηγεσία» της Σαλονίκης τη διεκδίκησαν έντονα οι παροικίες των Κρητικών, των Ηπειρωτών, των Δυτικομακεδόνων, με ιδιαίτερη μνεία στους Μοναστηριώτες, ενώ έντονα ακούγονταν οι σύλλογοι Κερκυραίων και οι παμπληθείς προσφυγικοί.
Γυναίκα Ηπειρώτισσα υπήρξε ως άγαλμα (με επιγραφή από στίχους του Πυθαγόρα), ενώ το πρώτο τεράστιο σε διαστάσεις άγαλμα στήθηκε για το Γέρο του Μοριά, όχι πάντως επειδή ο Κολοκοτρώνης το 1807 είχε σκεφτεί ακόμη και τη σημαία του κράτους που ονειρευόταν: ο σταυρός μαζί με ημισέληνο. Βέβαια, οι διαφορές και οι συμβολές διάφορων τόπων για την εμφάνιση μιας Θεσσαλονίκης σχεδόν χωρίς παρελθόν (πόσοι Θεσσαλονικείς ξέρουν πόσων λαών οι εφημερίδες κυκλοφορούσαν στα χρόνια των αγώνων Πατριαρχείου και Εξαρχίας;).
Σε κάθε περίπτωση, κι ευτυχώς για τους αδιαφορούντες περί τα άχαρα στατιστικά, η Θεσσαλονίκη της τελευταίας περιόδου του Μεσοπολέμου δεν υπήρξε λάφυρο καμιάς γεωγραφικής περιοχής, καμιάς πληθυσμιακής ομάδας. Ασχετο αν κυκλοφορούν πολλές ιστορίες, πεποιημένες ή ειλικρινείς περί του αντιθέτου. Ολες αυτές οι φήμες σταματούν απότομα στην περίοδο που η πόλη δοκιμάστηκε σκληρά από την ίδια την Ιστορία αυτοπροσώπως.
Οχι, δηλαδή, από την εποχή του Ολοκαυτώματος ή της προσφυγικής μέριμνας, αλλά από τα σκληρά και δύσκολα της τελευταίας κατοχικής περίοδου, με γερμανοντυμένους που διέδιδαν τον εθνικισμό τους, από άρπαγες των εβραϊκών περιουσιών με αποφάσεις δικαστικές ή περίπου, από ομάδες επιστημόνων, μεσαζόντων της τύχης της μεταπολεμικής πόλης, που κράτησαν κατοχικές περιουσίες και από άλλα γεγονότα, πιο σκληρά. Η Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, δεν είχε τόσους λόγους να πεινάσει, όπως η Αθήνα. Κι όμως, πλήθος ακινήτων και κινητών αξιών γέμισε πολλών χωριών τα χωριατόσπιτα, ενώ οι λίρες που κυκλοφορούσαν ανήκαν μόνο σε Εγγλέζους και μπέηδες.
Η αλήθεια είναι ότι η Θεσσαλονίκη, που εστήριξε με τον περιμετρικό γεωργικό της πληθυσμό πολύ το καθεστώς του Μεταξά, στα δύσκολα χρόνια, άλλοτε αθωώθηκε και άλλοτε ήταν δίκαιο που έμεινε στάσιμη. Το μεγάλο εμπόδιο της χειραφέτησής της ήταν πως μια κίνηση προοδευτική στην πόλη πάντα έπαιρνε το χαρακτηριστικό πρόσημο της ξενόφερτης αρνητικής επιρροής, ενώ πολύ πιο σπάνια κατηγορούσαν Μοραΐτες ή Κρητικούς ακτιβιστές, για φιλοβουλγαρισμό ή μπολσεβικισμό.
Το τελευταίο χτύπημα: η προκατάληψη
Πολλές εκλογικές αναμετρήσεις έχουν τελεστεί στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο πράγμα που θα περίμενε κανείς για την περιοχή της θα ήταν να υπάρχουν προκαταλήψεις ως προς την ιδιότυπη εκστρατεία κατά πληθυσμών που επέλεξαν να κατοικήσουν στην πόλη και στην περιοχή. Κι όμως, προς το γύρισμα της δεκαετίας του '30 με τις αλλαγές τοπωνυμίων και αργότερα και έντονα επί Μεταξά, ο φόβος του Βουλγαρισμού ίσχυσε με το ίδιο πάθος που οι Βούλγαροι προπάθησαν να μειώσουν τη συμβολή των Ρωμυλιωτών στην ιστορία της χώρας τους.
Τα χωριά άλλαξαν ονόματα, όχι επειδή ήταν βουλγαρικά, αλλά επειδή ήταν «ξένα». Το τοπωνύμιο «Ιγγλις», βλέπετε, δεν ήταν ποτέ βουλγαρικό. Ως αποτέλεσμα, τοπωνύμια μογλενίτικα, ήτοι βλάχικα και πάμπολλα λατινίζοντα, μα και απλώς ακατανόητα για την επιστημοσύνη της εποχής (γιατί να αλλάξει ο Δραβήσκος που μνημονεύει ο Θουκυδίδης;) εξαφανίστηκαν, ενώ τα χρησιμποιούσαν άνθρωποι που πάλεψαν για να έρθει το ελληνικό στον τόπο αυτόν.
Φυσικά ακολούθησε μια άκριτη και πλαστή «στειρότητα» τοπωνυμικών ιδεών, με πολλές «Εγνατίες» και «Μεγαλέξανδρους», αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
ΑΥΡΙΟ: Επί Μεταξά
Πηγή: Αγγελιοφόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου