ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΛΥΟΜΕΝΑ
Ρεπορτάζ Μελαχροινή Μαρτίδου
Μπουγάδες, κάποιο μπουρί που καπνίζει, λίγα δορυφορικά κάτοπτρα και κάποιες παιδικές φωνές είναι η ανθρώπινη παρουσία σ΄ έναν καταυλισμό με κουφάρια λυόμενων, που κάποτε αποτέλεσε πυρήνα φιλοξενίας των παλιννοστούντων.
Η στεγαστική αποκατάσταση ήρθε για τους περισσότερους, κάποιοι, όμως, επέστρεψαν βλέποντας ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τα βασικά λειτουργικά έξοδα μιας οικογένειας…
Ο δρόμος με τις λεύκες εκεί, στην παραγκούπολη των Σαπών, σου δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα, γιατί φιλοξένησε στο παρελθόν ορδές παλιννοστούντων που έφθασαν από εννέα διαφορετικές χώρες, πατώντας το χώμα της ελληνικής γης που ονειρευόταν και κάνοντας το όνειρο πραγματικότητα.
Επιστροφή κι ενσωμάτωση στην πατρίδα! Ζωές με τη δική τους ιστορία. Δράματα, ελπίδα, προσπάθεια να ριζώσουν, αλλά και να προσαρμοστούν σε μια άλλη πραγματικότητα σε σχέση με αυτήν που βίωσαν. Να μην απομονωθούν σε γκέτο, να μορφωθούν και να κοινωνικοποιηθούν.
Οι περισσότεροι τα κατάφεραν, κάποιοι περιχαρακώθηκαν στον δικό τους κόσμο. Το μεταβατικό στάδιο της πρώτης φιλοξενίας αντικαταστάθηκε με εκμισθωμένες κατοικίες, με ενίσχυση και κατασκευή μόνιμων υποδομών, μονοκατοικιών, με μεταφορά σε διαμερίσματα του ιδρύματος, με ενθάρρυνση να έχουν το δικό τους κεραμίδι.
Ο οικισμός που πολύ εύστοχα ονομάστηκε «παραγκούπολη των Σαπών» ερήμωσε και απόμεινε σαν κουφάρι μιας άλλης εποχής. Τα λυόμενα ξέφτισαν, χορτάριασαν, εγκαταλείφθηκαν, μέχρι που στην πρόσφατη επίσκεψή μας εντοπίσαμε ίχνη ανθρώπινης παρουσίας.
“Δεν πληρώνουμε ρεύμα και νερό, ζούμε σαν ποντίκια, αλλά και το ότι ζούμε είναι κάτι» θα πει ο Ελλάδιος Mποσταντζίδης
Κάποιες μπουγάδες στον ήλιο, δορυφορικά τηλεοπτικά κάτοπτρα, ένα μπουρί που κάπνιζε. Ακούσαμε παιδικές φωνές κι απορήσαμε. Η επαφή μας με τους ανθρώπους, που τελικά μένουν στην παραγκούπολη και είναι περίπου 40 οικογένειες, μας ξάφνιασε.
Είναι παλιννοστούντες πόντιοι που ήρθαν πριν 6 χρόνια και δεν μπόρεσαν να ενταχθούν σε προγράμματα, γιατί αυτά έκλεισαν. Είναι κάποιοι που επέστρεψαν, γιατί δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα, ενώ εδώ -όπως θα πουν -έχουν τουλάχιστον νερό και ρεύμα δωρεάν. Είναι κάποιοι μοναχικοί που δε θέλουν να αλλάξουν τρόπο ζωής.
Ο Ελλάδιος Μποσταντζίδης ζει στην παραγκούπολη μαζί με τη σύζυγο και τα δυο τους παιδιά. «Τα βγάζουμε δύσκολα πέρα» θα πει και είναι τυχερός όταν βρίσκει μεροκάματο. «Δεν πληρώνουμε ρεύμα και νερό, ζούμε σαν ποντίκια, αλλά και το ότι ζούμε είναι κάτι» θα συμπληρώσει.
Έφυγε από τη Γεωργία και ήρθε στην πατρίδα, την Ελλάδα, για την οποία άκουγε μόνο από διηγήσεις. Δε δυσανασχετεί, δεν απαιτεί περισσότερα πράγματα, αλλά δεν παύει να ονειρεύεται. Στο απέναντι λυόμενο μένει ο πατέρας του. Πιο κάτω κάποιοι φίλοι. Κάνουμε βόλτα μέσα στους δρόμους, όπου επικρατεί ερημιά και το χειμωνιάτικο τοπίο με το κρύο να πιρουνιάζει τα κόκαλα κάνει το σκηνικό να μοιάζει με κινηματογραφικό.
Ονειρευόμασταν μιαν άλλη ζωή. Tα βγάζουμε δύσκολα πέρα, λένε οι άνθρωποι που επιβιώνουν με τα λίγα που διαθέτουν.
Έξω από ένα λυόμενο δυο τεράστιες δερμάτινες πολυθρόνες, η μία απέναντι από την άλλη. Ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο φράζει την είσοδο και πιο κάτω ένας ξεχαρβαλωμένος καναπές σαλονιού εξυπηρετεί την υπαίθρια παρουσία της οικογένειας.
Αντικείμενα σκόρπια, υποδεικνύουν τη φτώχεια και την εξαθλίωση, μαζί με την ανάγκη να υπάρξουν οι άνθρωποι και να ζήσουν... όπως μπορούν. Μαθαίνω ότι στον οικισμό των Ποντίων στις Σάπες γίνονται προσεγγίσεις των ανθρώπων από την εταιρία χρυσού και ήδη έχουν αποσπάσει τη συναίνεσή τους για το έργο, που θα βρίσκεται μια ανάσα από τα σπίτια τους.
Ακούω μουσική ελληνική, συζητήσεις στα ρωσικά, αλλά και βλέπω φιλόξενη διάθεση στα βλέμματα των ανθρώπων που αν και απορημένοι με την παρουσία δημοσιογράφου με φωτογραφικές μηχανές και διάθεση για αναζήτηση, μας ανοίγουν τα φτωχικά τους και μας κερνούν καφέ. Εκεί, στην παραγκούπολη των Σαπών, η ζωή έχει τους δικούς της όρους και κανόνες, τους δικούς της περιπατητές του σήμερα.
Πηγή: Χρόνος
Πηγή: Χρόνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου