30 Οκτωβρίου 1940
Έχω λογοκρισίαν και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράψετε μόνον ότι θέλω. Αυτήν την ώραν όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι' αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας είπω τα πάντα. Θα σας είπω ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω να ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτειαν ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι, εις την προσωπικήν σας πίστιν, από την γνώσιν των πραγμάτων.
Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε σχετικά το παραμικρόν σ΄οποιονδήποτε απολύτως και για οιονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αυτής της εντολής μου θα έχη δια τον υπεύθυνον – και να είσθε βέβαιοι ότι θα ευρεθή ο υπεύθυνος – τας συνεπείας τας οποίας πρέπει να έχη σε πόλεμο Ζωής ή Θανάτου του Έθνους, η προδοσία ενός μεγάλου μυστικού, έστω και αυτό αν έγινεν από αφέλεια, χωρίς την παραμικρή κακή πρόθεση. Φυσικά έχω το λόγο σας...
Μη νομίσετε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μη φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ότι επετρέπετο και μπορούσε να γίνη δια να τον αποφύγωμε. Από την εποχή της καταλήψεως της Αλβανίας, το Πάσχα πέρυσι, το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι' όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από τη Ρώμη, από τη Βουδαπέστη, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι.
Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της “ΕΛΛΗΣ”. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο ιταλικόν. Εν τούτοις, δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου. Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους προσκυνητάς από την Τήνον μετά το έγκλημα, αν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οπωσδήποτε άλλως να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των.
Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους του Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το παν δια να μην μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ' ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν ή όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου.
Σείς καλύτερον παντός άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το παν δια να μην δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματος σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονή, την οποίαν ετηρήσαμεν προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών.
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν, έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν του Άξονος μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μια εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις την “Νέαν Τάξιν”. Προσχώρησις που θα εγένετο λίαν ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ ως “εραστήν του ελληνικού πνεύματος”.
Έχω λογοκρισίαν και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράψετε μόνον ότι θέλω. Αυτήν την ώραν όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι' αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας είπω τα πάντα. Θα σας είπω ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω να ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτειαν ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι, εις την προσωπικήν σας πίστιν, από την γνώσιν των πραγμάτων.
Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε σχετικά το παραμικρόν σ΄οποιονδήποτε απολύτως και για οιονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αυτής της εντολής μου θα έχη δια τον υπεύθυνον – και να είσθε βέβαιοι ότι θα ευρεθή ο υπεύθυνος – τας συνεπείας τας οποίας πρέπει να έχη σε πόλεμο Ζωής ή Θανάτου του Έθνους, η προδοσία ενός μεγάλου μυστικού, έστω και αυτό αν έγινεν από αφέλεια, χωρίς την παραμικρή κακή πρόθεση. Φυσικά έχω το λόγο σας...
Μη νομίσετε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μη φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ότι επετρέπετο και μπορούσε να γίνη δια να τον αποφύγωμε. Από την εποχή της καταλήψεως της Αλβανίας, το Πάσχα πέρυσι, το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι' όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από τη Ρώμη, από τη Βουδαπέστη, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι.
Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της “ΕΛΛΗΣ”. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο ιταλικόν. Εν τούτοις, δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου. Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους προσκυνητάς από την Τήνον μετά το έγκλημα, αν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οπωσδήποτε άλλως να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των.
Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους του Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το παν δια να μην μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ' ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν ή όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου.
Σείς καλύτερον παντός άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το παν δια να μην δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματος σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονή, την οποίαν ετηρήσαμεν προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών.
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν, έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν του Άξονος μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μια εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις την “Νέαν Τάξιν”. Προσχώρησις που θα εγένετο λίαν ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ ως “εραστήν του ελληνικού πνεύματος”.
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας. Και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς δια την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως “ασήμαντοι” εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχε δια την Ελλάδα η Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν.
Φυσικά, με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι' όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ' ιδίας θελήσεως προσφοράς της, να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν. Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο η εγγύησις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιωρίζοντο εις το ελάχιστον δυνατόν.
Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι αυτό το “ελάχιστον” τελικώς μας εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς (Αλεξανδρουπόλεως).
Δηλαδή θα έπρεπε δια να αποφύγωμεν τον πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την “τιμήν” με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με τον δίκαιον των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπον υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον.
Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυπτεν μόνον από την πλέον απλήν λογικήν, αλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ' ας είχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή η ενέργεια που θα έπρεπε να γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόν εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας της Ελλάδος με τον Άξονα εις τας ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν εν περιπτώσει της δυνατότητος δια τον Άξονα να τας χρησιμοποιήση.
Δεν δύναμαι, αφ' ετέρου, να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιο δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως η οποία δια να προφυλάξη τον λαόν από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζεν εις εθελουσία υποδούλωσιν μετ' εθνικού ακρωτηριασμού.
Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο δια την τύχην της εις το μέλλον ελληνικής φυλής πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. Το δίκαιον λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του ελληνικού λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Άγγλων οι οποίοι υπερασπίζοντες την υπαρξίν των, επίσης δικαίως, θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ αν εδίδετο η εύλογος αυτή αφορμή.
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο όπως το 1916, αλλά τρείς αυτήν την φοράν Ελλάδες. Πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών η οποία θα είχε φθάσει εις την πώρωσιν και το κατάντημα δια να αποφύγη τον πόλεμον, να δεχθή να γίνει εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με την συγκατάθεσιν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα παραδίνουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους ελληνικώτερους των ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς.
Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, το οποίον ποτέ δεν θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως έννοιας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν, και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.
Το Έθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τον Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν. Τρίτη, τέλος, θα προέκυπτε μια ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δεν θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Έλληνες υπό την κάλυψιν του βρεταννικού στόλου εις τας νήσους Κρήτην και εις τας άλλας.
Η τρίτη αυτή Ελλάς, η “Δημοκρατική” θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το εθνικό δίκαιον. Η ηθική της δύναμις, λοιπόν, θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου της “δευτέρας” Ελλάδος, της εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της.
Έζησα, κύριοι, την περίοδον του εθνικού διχασμού, που εδημιουργήθη το 1916 όταν από την κατάστασιν εκείνην προέκυψαν δύο Ελλάδες, η των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Τον κίνδυνον από μίαν νέαν διαίρεσιν της Ελλάδος (προκύπουσαν συνεπεία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η διαίρεσις του 1916 προέκυψε συνεπεία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μίαν νέαν διαίρεσιν μάλιστα πολύ τραγικωτέραν, διότι όπως την εσκιαγράφησα δεν θα είναι καν διχασμός, αλλά τριχοτομισμός, τον κίνδυνον αυτόν τον θεωρώ, κύριοι, δια το Έθνος και το μέλλον του ασυγκρίτως χειρότερον από τον πόλεμον, έστω και αυτόν τον πόλεμον, από τον οποίον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγή προσωρινώς η Ελλάς.
Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν Υπάρχουν πολλά εμπόδια.
Η Ελλάς είναι αποφασισμένη να μην προκαλέση μεν, με κανένα τρόπον κανένα, αλλά και με κανένα τρόπον να μην υποκύψη. Πρό παντός είναι αποφασισμένη να υπερασπίση τα εδάφη της, έστω και αν πρόκειται να πέση. Ήδη, δε, η απόφασις της αυτή και η πολιτική της αυτή, χάρις εις την οποίαν απρόκλητα προσεβλήθη, εχάρισαν είς τον τόπον και είς τον λαόν μας το πλέον ανεκτίμητον των αγαθών και το μεγαλύτερον στοιχείον της δυνάμεώς του: Αυτή η πολιτική έδωσεν είες τον λαόν την απόλυτη ψυχικήν και πανεθνικήν ένωσίν του.
Σήμερα όμως επί πλέον υπάρχουν και μερικοί άλλοι παράγοντγες που προδικάζουν την τελικήν μας νίκην. Η Τουρκία δεν είναι όπως το 1916 σύμμαχος των Γερμανών. Είναι σύμμαχος των Άγγλων. Η Βουλγαρία βέβαια ενεδρεύει και τώρα όπως και τότε, αλλ' εν πάση περιπτωσει αυτήν την εποχήν τουλάχιστον προς το παρόν δεν τολμά. Ο καιρός όμως δεν δουλεύει δια τον Άξονα. Δουλεύει δια τους αντιπάλους του.
Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυπτεν μόνον από την πλέον απλήν λογικήν, αλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ' ας είχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή η ενέργεια που θα έπρεπε να γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόν εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας της Ελλάδος με τον Άξονα εις τας ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν εν περιπτώσει της δυνατότητος δια τον Άξονα να τας χρησιμοποιήση.
Δεν δύναμαι, αφ' ετέρου, να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιο δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως η οποία δια να προφυλάξη τον λαόν από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζεν εις εθελουσία υποδούλωσιν μετ' εθνικού ακρωτηριασμού.
Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο δια την τύχην της εις το μέλλον ελληνικής φυλής πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. Το δίκαιον λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του ελληνικού λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Άγγλων οι οποίοι υπερασπίζοντες την υπαρξίν των, επίσης δικαίως, θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ αν εδίδετο η εύλογος αυτή αφορμή.
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο όπως το 1916, αλλά τρείς αυτήν την φοράν Ελλάδες. Πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών η οποία θα είχε φθάσει εις την πώρωσιν και το κατάντημα δια να αποφύγη τον πόλεμον, να δεχθή να γίνει εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με την συγκατάθεσιν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα παραδίνουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους ελληνικώτερους των ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς.
Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, το οποίον ποτέ δεν θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως έννοιας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν, και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.
Το Έθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τον Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν. Τρίτη, τέλος, θα προέκυπτε μια ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δεν θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Έλληνες υπό την κάλυψιν του βρεταννικού στόλου εις τας νήσους Κρήτην και εις τας άλλας.
Η τρίτη αυτή Ελλάς, η “Δημοκρατική” θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το εθνικό δίκαιον. Η ηθική της δύναμις, λοιπόν, θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου της “δευτέρας” Ελλάδος, της εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της.
Έζησα, κύριοι, την περίοδον του εθνικού διχασμού, που εδημιουργήθη το 1916 όταν από την κατάστασιν εκείνην προέκυψαν δύο Ελλάδες, η των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Τον κίνδυνον από μίαν νέαν διαίρεσιν της Ελλάδος (προκύπουσαν συνεπεία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η διαίρεσις του 1916 προέκυψε συνεπεία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μίαν νέαν διαίρεσιν μάλιστα πολύ τραγικωτέραν, διότι όπως την εσκιαγράφησα δεν θα είναι καν διχασμός, αλλά τριχοτομισμός, τον κίνδυνον αυτόν τον θεωρώ, κύριοι, δια το Έθνος και το μέλλον του ασυγκρίτως χειρότερον από τον πόλεμον, έστω και αυτόν τον πόλεμον, από τον οποίον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγή προσωρινώς η Ελλάς.
Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν Υπάρχουν πολλά εμπόδια.
Η Ελλάς είναι αποφασισμένη να μην προκαλέση μεν, με κανένα τρόπον κανένα, αλλά και με κανένα τρόπον να μην υποκύψη. Πρό παντός είναι αποφασισμένη να υπερασπίση τα εδάφη της, έστω και αν πρόκειται να πέση. Ήδη, δε, η απόφασις της αυτή και η πολιτική της αυτή, χάρις εις την οποίαν απρόκλητα προσεβλήθη, εχάρισαν είς τον τόπον και είς τον λαόν μας το πλέον ανεκτίμητον των αγαθών και το μεγαλύτερον στοιχείον της δυνάμεώς του: Αυτή η πολιτική έδωσεν είες τον λαόν την απόλυτη ψυχικήν και πανεθνικήν ένωσίν του.
Σήμερα όμως επί πλέον υπάρχουν και μερικοί άλλοι παράγοντγες που προδικάζουν την τελικήν μας νίκην. Η Τουρκία δεν είναι όπως το 1916 σύμμαχος των Γερμανών. Είναι σύμμαχος των Άγγλων. Η Βουλγαρία βέβαια ενεδρεύει και τώρα όπως και τότε, αλλ' εν πάση περιπτωσει αυτήν την εποχήν τουλάχιστον προς το παρόν δεν τολμά. Ο καιρός όμως δεν δουλεύει δια τον Άξονα. Δουλεύει δια τους αντιπάλους του.
Τέλος, δια την Γερμανίαν η νίκη θα ήτο εν πάση περιπτώσει δυνατή μόνον με κοσμοκρατορίαν. Αλλ' η κοσμοκρατορία δια την Γερμανίαν κατέστη οριστικά αδύνατος είς την Δουγκέρκην. Ο πόλεμος δια τον Άξονα έχει χαθή, από την στιγμήν που η Αγγλία διεκήρυξε “Θα πολεμήσωμεν έστω και μόνοι είς το νησί μας και πέραν των θαλασσών. Θα πολεμήσωμεν μέχρι της νίκης”.
Αλλά επί πλέον και ημείς οι Έλληνες πρέπει να γνωρίζομεν ότι δεν πολεμούμεν μόνον δια την νίκην, αλλά και δια την δόξαν.
Δεν ξέρω αν κανείς αντιβενιζελικός από σας είναι πάντοτε και αδιάλλακτος (Είμαι εγώ, κύριε Πρόεδρε, απήντησε ο παριστάμενος παλαίμαχος αρθρογράφος του αντιβενιζελικού τύπου Ν. Κρανιωτάκης). Λοιπόν, ακούτε δια να συνεννοηθούμε. Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκαμα το παν δια να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών. Ήδη, μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου.
Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της δυνάμεως, δια την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν όπως είναι και δια την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει, αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει. Βέβαια εις την ιστορίαν μας την νεωτέραν δεν είχομεν μόνον ευγνωμοσύνης λόγους και αφορμάς δια την Αγγλίαν, της οποίας άλλως τε η μεταπολεμική πολιτική, των τελευταίων ιδίως ετών, είναι πολιτική μεγίστων και ιστορικών αγγλικών ευθυνών. Αλλά τας ευθύνας της αυτάς η Αγγλία τας αποδίδει σήμερον με την υπερήφανον αποφασιστικότητα λαού μεγάλου, σώζοντος την ελευθερίαν του κόσμου και του πολιτισμού. Διά την Ελλάδα η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επανειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια.
Η νίκη θα είναι και δεν ημπορεί παρά να είναι δική μας. Θα είναι νίκη του Αγγλοσαξονικού κόσμου, απέναντι του οποίου η Γερμανία, η οποία αφού έως τώρα δεν ηδυνήθη να επιτύχη οριστικόν αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη να συντριβή. Διότι από τώρα και πέρα ο ορίζων δεν πρέπει να θεωρήται δια τον Άξονα ανέφελος ούτε προς ανατολάς και η Ανατολή είναι πάντοτε μυστηριώδης. Πάντοτε ήτο, αλλά σήμερον υπέρποτε είναι γεμάτη απρόοπτα και μυστήριο.
Τελικώς, λοιπόν, θα νικήσωμεν. Και θέλω, φεύγοντες από την αίθουσαν αυτήν να πάρετε μαζί σας όλην την δική μου απόλυτη βεβαιότητα ότι θα νικήσωμεν. Εν τούτοις, πρέπει να σας επαναλάβω ό,τι επισημότερον διεκήρυξα από την πρώτην στιγμήν. Η Ελλάς δεν πολεμά δια την νίκην. Πολεμά δια την Δόξαν. Και δια την τιμήν της. Έχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνη άξια της ιστορίας της.
Η Ιταλία είναι μεγάλη δύναμις, όταν δε προχθές έγινεν η πρώτη αεροπορική επιδρομή, ομολογώ ότι με έκπληξιν ήκουσα είς σχετικήν ερώτησιν μου την απάντησιν, ότι τα επιδραμόντα αεροπλάνα ήσαν μόνον ιταλικά. Αυτό φθάνει να σας δώση να καταλάβετε με ποιές ιδέες μπήκα στον πόλεμο. Αλλά υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλη να μείνη μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήση, έστω και χωρίς καμμίαν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω ότι ο ελληνικός λαός θα ήτο αδύνατον να δεχθή άλλο τι αυτήν την στιγμήν.
Διότι είναι ελεύθερος και απερίσπαστος εις την φυσικήν ευθυκρισίαν και υπερηφάνειαν, εφ' όσον δεν εδόθη ευκαιρία να θολωθή η κρίσις του δι' αγοραίων θορύβων και παραπλανητικών εκστρατειών. Εκάμαμεν ό,τι ήτο δυνατόν δια να μη έχωμεν το παραμικρόν άδικον. Και θα εξοικολουθήσωμεν την ίδιαν τακτικήν μέχρι τέλους. Σας έχω στο τραπέζι μερικά έγγραφα. Είναι όλαι οι αποδείξεις της ιταλικής ενέδρας εκ προμελέτης. Όταν τελειώσω μπορείτε να τα δήτε. Περιττόν να πάρετε σημειώσεις. Συντομώτατα θα δημοσιευθούν εις την Λευκήν Βίβλον, η οποία διέταξα να εκδοθή το ταχύτερο.
Δεν σας κρύβω, κύριοι, ότι η κατάστασις είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μας περιμένουν μάλιστα δοκιμασίαι μεγάλαι. Δια να μη δώσω ευκαιρίαν προς την επιζητουμένην δια παντός τρόπου αφορμήν κατασυκοφαντήσεως μας ευρέθην υποχρεωμένος να πάρω μίαν απόφασιν εξόχως σοβαράν. Να μη κάμω την επιστράτευσιν όταν από καιρού την εζήτησε και εξηκολούθησεν επανειλημμένως να μου την ζητά το Επιτελείον. Ο ιταλικός όγκος, λοιπόν, ευρήκεν απέναντί του δυνάμεις πάρα πολύ ασθενείς, τουλάχιστον δια την κρούσιν των πρώτων ημερών.
Ο ρόλος σας είναι σήμερον μεγάλος και επισημότατος. Μη χάνετε το θάρρος σας ο,τιδήποτε και αν γίνη, διότι άλλως αδύνατον να φανήτε άξιοι του λαού σας και του καθήκοντός σας, το οποίον είναι να συντηρήσητε την ιερή φλόγα του ελληνικού λαού, να βοηθήσετε τον μαχόμενον στρατόν, να υπάρξητε συνεργάται της Κυβερνήσεως, ότι και αν αισθάνεσθε δι αυτήν. Πρέπει να πιστεύσητε σείς για να μπορέσετε να μεταδώσετε την πίστιν εις το κοινόν σας, μολονότι αυτήν την φοράν έχομεν όλοι μας να πάρωμεν από τον ελληνικόν λαόν και από το απερίγραπτον θάρρος του και όχι να του δώσωμεν.
Θέλω ακόμη να σας είπω κάτι. Ξέρω με βεβαιότητα ότι από την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν η Ελλάς θα υποφέρη. Ξέρω όμως επίσης με βεβαιότητα ότι τελικώς θα εξέλθη όχι μόνον ένδοξος, αλλά και μεγαλύτερη. Θα προσέξατε το τηλεγράφημα του κ Τσώρτσιλ το οποίον εδημοσιεύθη σήμερον στας εφημερίδας, ανακοινωθέν από το υπουργείον Εξωτερικών.
Λοιπόν επιθυμώ να σας τονίσω τούτο: Εκείνοι οι οποίοι εις το τηλεγράφημα αυτό δεν βλέπουν γραπτήν την επιβεβαίωσην εγγράφου συμφωνίας δια τα Δωδεκάνησα, δεν ξέρουν να διαβάζουν μέσα από τις γραμμές. Και κάτι άλλο ακόμη. Τα Δωδεκάνησα προδικάζουν...”
(Στο σημείο αυτό τελειώνει το στενογραφημμένο κείμενο των ανακοινώσεων του Ιωάννη Μεταξά, που συντάχθηκε από επίσημο στενογράφο).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου