Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Στιβ Τζομπς: Ο θρύλος της ψηφιακής επανάστασης


Το κείμενο του βιογράφου του στο TIME που αναδημοσιεύει αποκλειστικά για την Ελλάδα το ΒΗΜΑ


Γουόλτερ Άιζακσον, Αποτίμηση, 6 Οκτωβρίου 2011

Ο θρύλος του Στιβ Τζομπς είναι για την ψηφιακή επανάσταση ό, τι είναι η Γένεση για τη Βίβλο: η δημιουργία μίας νέας εταιρίας στο γκαράζ των γονιών σου και η μετατροπή της στην εταιρεία με τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία στον κόσμο. Αν και δεν εφηύρε ο ίδιος πολλά πράγματα, ο Τζομπς ήταν ειδικός στο να συνδυάζει τις ιδέες με τη τέχνη και τη τεχνολογία με τρόπο που επανειλημμένα εφηύρε το μέλλον.

Σχεδίασε τον Mac αφού εκτίμησε τη δύναμη του γραφικού περιβάλλοντος με έναν τρόπο που η Xerox δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει και δημιούργησε το iPod έχοντας αντιληφθεί τη χαρά του να έχεις χίλια τραγούδια στη τσέπη σου με έναν τρόπο που η Sony,
που είχε τα χρήματα και την γνώση, ποτέ δεν μπόρεσε να κάνει. Κάποιοι ηγέτες προωθούν τις καινοτομίες με το να είναι καλοί στη γενική εικόνα. Κάποιοι άλλοι με το να κατέχουν τις λεπτομέρειες.

Ο Τζομπς τα έκανε και τα δύο, ασταμάτητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιφέρει την επανάσταση σε έξι βιομηχανίες: τους προσωπικούς υπολογιστές, τα κινούμενα σχέδια, τη μουσική, τα τηλέφωνα, τις ταμπλέτες και τις ψηφιακές εκδόσεις. Μπορούμε να προσθέσουμε και μία έβδομη: τα καταστήματα λιανικής πώλησης, στα οποία ο Τζομπς δεν επέφερε ακριβώς την επανάσταση, αλλά επινόησε εκ νέου.

Σε όλη την πορεία του, δεν παρήγε μόνο καινοτόμα προϊόντα, αλλά επίσης, στη δεύτερη προσπάθειά του, μία ανθεκτική εταιρεία, προικισμένη με το DNA του, η οποία είναι γεμάτη με δημιουργικούς σχεδιαστές και ριψοκίνδυνους μηχανικούς που μπορούν να συνεχίσουν το όραμά του.

Ο Τζομπς επομένως έγινε το σπουδαιότερο στέλεχος επιχείρησης της εποχής μας, κάποιος που είναι βέβαιο ότι θα τον θυμούνται σε έναν αιώνα από σήμερα. Η Ιστορία θα τον τοποθετήσει στο πάνθεο δίπλα από τον Έντισον και τον Φορντ. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον της εποχής του, έφτιαξε προϊόντα πέρα για πέρα καινοτόμα, συνδυάζοντας τη δύναμη της ποίησης με τους επεξεργαστές.

Με μία σφοδρότητα που θα μπορούσε να κάνει τη συνεργασία μαζί του δύσκολη και συνάμα εμψυχωτική, έχτισε αυτό που έγινε, τουλάχιστον για ένα διάστημα τον περασμένο μήνα, η εταιρεία με τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία στον κόσμο. Και μπόρεσε να εμφυσήσει σε αυτή τις σχεδιαστικές ευαισθησίες, την αναζήτηση της τελειότητας και τη φαντασία με έναν τρόπο που πολύ πιθανό να την κάνουν, ακόμη και μετά από δεκαετίες, την εταιρεία που θα συνδυάζει με τον καλύτερο τρόπο τη τέχνη με τη τεχνολογία.

Στις αρχές του καλοκαιριού του 2004, δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από εκείνον. Υπήρξε απροκατάληπτα φιλικός προς εμένα όλα αυτά τα χρόνια, με περιστασιακές εκρήξεις έντασης, ειδικά όταν παρουσίαζε ένα νέο προϊόν που ήθελε να δεί στο εξώφυλλο του Time ή στο CNN, μέσα που εγώ εργαζόμουν. Αλλά τώρα που δεν εργαζόμουν πια εκεί, δεν είχα συχνά νέα του. Μιλήσαμε για λίγο για το Ινστιτούτο Άσπεν, στο οποίο εγώ πρόσφατα είχα προσχωρήσει, και τον προσκάλεσα να μιλήσει στο καλοκαιρινό μας κάμπους στο Κολοράντο. Θα ήθελε να έρθει, είπε, αλλά όχι να ανέβει στη σκηνή. Ήθελε, είπε να κάνουμε μία βόλτα για να μιλήσουμε.

Μου φάνηκε κάπως περίεργο. Δεν γνώριζα ακόμη ότι η βόλτα ήταν ο τρόπος που εκείνος προτιμούσε για να κάνει μία σοβαρή συζήτηση. Τελικά ήθελε να γράψω την βιογραφία του. Πρόσφατα είχα εκδώσει μία του Βενιαμίν Φρανκλίνου και έγραφα μία για τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, και η αρχική μου αντίδραση ήταν να αναρωτηθώ, σχεδόν αστειευόμενος, αν διέβλεπε στον εαυτό του τον φυσικό διάδοχο αυτής της αλληλουχίας. Καθώς θεώρησα ότι βρισκόταν ακόμη στη μέση μίας ταλαντευόμενης καριέρας που είχε ακόμη πολλά σκαμπανεβάσματα, δίστασα. Όχι τώρα, είπα. Ίσως σε μία ή δύο δεκαετίες όταν θα έχεις αποσυρθεί.

Αλλά αργότερα συνειδητοποίησα ότι με είχε πάρει τηλέφωνο λίγο πριν μπει στο χειρουργείο με καρκίνο για πρώτη φορά. Καθώς τον έβλεπα να παλεύει με την ασθένεια, με μία αξιοθαύμαστη ένταση συνδυασμένη με έναν εκπληκτικό συναισθηματικό ρομαντισμό, τον βρήκα ακαταμάχητο και συνειδητοποίησα πόσο ριζωμένη ήταν η προσωπικότητά του στα προϊόντα που δημιουργούσε. Τα πάθη, η τελειομανία, οι δαίμονες, οι επιθυμίες, η τέχνη, το δαιμόνιο και η εμμονή του με τον έλεγχο ήταν αδιάρρηκτα συνδεδεμένα με την προσέγγιση του στην επιχειρηματικότητα, και έτσι αποφάσισα να προσπαθήσω να γράψω την ιστορία του ως μια περιπτωσιολογική μελέτη δημιουργικότητας.

Η ενοποιημένη θεωρία των πεδίων που συνδέει την προσωπικότητα του Τζομπς με τα προϊόντα της εταιρείας του ξεκινά από το πλέον προφανές χαρακτηριστικό του, την έντονη παρουσία του. Η ισχυρή προσωπικότητα του ήταν φανερή ήδη από το γυμνάσιο. Από τότε είχε ξεκινήσει τους πειραματισμούς με τις «σκληρές» δίαιτες - συνήθως τρεφόταν μόνο με φρούτα και λαχανικά - που κράτησαν για όλη την ζωή του και τον διατήρησαν λιγνό σαν βέργα. Έμαθε να κοιτάζει τους άλλους χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια, και τελειοποίησε την τεχνική του να μένει για ώρα σιωπηλός και μετά να «πολυβολεί» ξαφνικά τους συνομιλητές του με ταχύτατες, «στακάτες» φράσεις.

Όλη αυτή η ένταση ενθάρρυνε μέσα του μια δυαδική θέαση του κόσμου. Οι συνεργάτες του λένε πως έπασχε από ένα σύνδρομο διχοτόμησης: κάποιος μπορεί να ήταν γι' αυτόν ή ήρωας ή ηλίθιος - καμιά φορά και τα δύο, μέσα στην ίδια μέρα. Η ίδια «μαυρόασπρη» αντιμετώπιση ίσχυε και για τα προϊόντα, τις ιδέες, ακόμη και το φαγητό: το καθετί ήταν ή «το καλύτερο πράγμα στον κόσμο», ή η απόλυτη αποτυχία. Μπορούσε να δοκιμάσει δύο αβοκάντο, που για έναν απλό θνητό θα ήταν απολύτως όμοια, και να διακηρύξει πως το ένα ήταν το καλύτερο αβοκάντο που καλλιεργήθηκε ποτέ, ενώ το άλλο ακατάλληλο για κατανάλωση.

Έβλεπε τον εαυτό του σαν καλλιτέχνη, και αυτό εξέθρεψε μέσα του το πάθος για τον σχεδιασμό. Όταν κατασκεύαζε τον αυθεντικό Macintosh στις αρχές της δεκαετίας του '80, επέμενε πως το ντιζάιν του έπρεπε να είναι «φιλικότερο», μια αντίληψη εντελώς ξένη για τους κατασκευαστές υπολογιστών την εποχή εκείνη. Η λύση που βρήκε ήταν να σχεδιάσει τον Mac ώστε να θυμίζει ανθρώπινο πρόσωπο, φροντίζοντας μάλιστα να είναι μικρά τα περιθώρια της οθόνης, ώστε να μην θυμίζει πρόσωπο Νεάντερταλ.

Συνειδητοποίησε ενστικτωδώς ποια «σήματα» έστελνε ένα σωστό ντιζάιν στους χρήστες. Όταν μαζί με τον συνεργάτη του σχεδιαστή Τζόνι Άιβ, έφτιαξαν τον πρώτο iMac το 1998, ο Άιβ αποφάσισε να εγκαταστήσει ένα χερούλι στο πάνω μέρος του. Ήταν πιο πολύ ένα σχεδιαστικό - και σημειολογικό - παιχνίδι, παρά μια λειτουργική προσθήκη. Το iMac ήταν ένας επιτραπέζιος υπολογιστής. Λίγοι άνθρωποι θα τον μετέφεραν από μέρος σε μέρος.

Όμως το χερούλι έστελνε ένα «σήμα», ότι οι άνθρωποι δεν έπρεπε να φοβούνται αυτό το μηχάνημα, ότι ήταν σχεδιασμένο για να το αγγίζεις και να το κάνεις ότι θέλεις. Οι μηχανικοί υπολογιστών αντέδρασαν, λέγοντας πως το χερούλι θα αύξανε το κόστος, αλλά ο Τζομπς διέταξε να προχωρήσουν με το σχέδιο.

Η τελειομανία του τον οδήγησε στην εμμονή για πλήρη έλεγχο των προϊόντων σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας - κάτι που ίσχυσε για όλα ανεξαιρέτως τα προϊόντα της Apple. Οι περισσότεροι «χάκερ» και ενθουσιώδεις χρήστες λάτρευαν να «προσωποποιούν» τους υπολογιστές τους, τροποποιώντας διαφορά χαρακτηριστικά τους και συνδέοντας σε αυτά διάφορα εξαρτήματα και περιφερειακά. Για τον Τζομπς, αυτή η ποικιλία δυνατοτήτων ήταν πραγματική απειλή για την ομαλή εμπειρία του τελικού χρήστη.

Ο αυθεντικός του συνεταίρος, ο Στιβ Βόζνιακ, που ήταν «χάκερ» στην καρδιά, διαφωνούσε. Ήθελε να βάλει οκτώ θύρες επέκτασης για κάρτες και περιφερειακά στον Apple II, ώστε να μπορούν οι χρήστες να συνδέουν εξωτερικές συσκευές και να αναβαθμίζουν το μηχάνημα τους κατά το δοκούν. Ο Τζομπς υποχώρησε. Όταν όμως λίγα χρόνια αργότερα έφτιαξε τον Macintosh, ο Τζομπς τον έφτιαξε με τον δικό του τρόπο. Δεν υπήρχαν καθόλου εξωτερικές θύρες, και στον υπολογιστή χρησιμοποιήθηκαν ειδικές βίδες, ώστε να μην μπορούν οι χομπίστες να τον ανοίξουν και να τροποποιήσουν το hardware.

Το ένστικτο του Τζομπς για πλήρη έλεγχο σήμαινε πως έβγαζε φλύκταινες όταν σκεφτόταν ότι το τέλειο λογισμικό της Apple θα έτρεχε σε μηχανήματα της πλάκας κάποιας άλλης εταιρείας. Εξίσου αλλεργικός ήταν στην ιδέα ότι μη εγκεκριμένες εφαρμογές ή αρχεία περιεχομένου θα «μόλυναν» την τελειότητα λειτουργίας μιας συσκευής της Apple. Αυτή η ικανότητα να ενσωματώνει υλικό, λογισμικό και περιεχόμενο σε ένα ενιαίο σύστημα του επέτρεψε να επιβάλει την απλότητα. Ο αστρονόμος Γιόχανες Κέπλερ έλεγε ότι «η φύση αγαπά την απλότητα και την ενότητα». Το ίδιο και ο Στιβ Τζομπς.

Αυτό οδήγησε τον Τζομπς στην απόφαση ότι το λειτουργικό σύστημα του Macintosh δεν θα ήταν διαθέσιμο για το hardware υλικό άλλων εταιρειών. Η Microsoft ακολούθησε την αντίθετη στρατηγική, επιτρέποντας την - κατόπιν αδείας - χρήση των Windows σε οποιαδήποτε υπολογιστική πλατφόρμα. Αυτή η απόφαση μπορεί να μην οδήγησε στην κατασκευή των κομψότερων και καλύτερων υπολογιστών, αλλά σίγουρα έκανε την Microsoft απόλυτη κυρίαρχο στον κόσμο των λειτουργικών συστημάτων.

Όταν το μερίδιο αγοράς της Apple υποχώρησε κάτω από το 5%, η προσέγγιση της Microsoft αναδείχθηκε νικήτρια στο «βασίλειο» των προσωπικών υπολογιστών. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, απεδείχθη ότι υπήρχαν κάποια πλεονεκτήματα στο μοντέλο του Τζομπς. Η επιμονή του στο ολοκληρωμένο περιβάλλον έδωσε στην Apple, στις αρχές του 2000, ένα πλεονέκτημα στην αναπτυσσόμενη στρατηγική του «ψηφιακού κέντρου», η οποία επέτρεπε στον επιτραπέζιο υπολογιστή να συνδέεται απρόσκοπτα με μία σειρά φορητών συσκευών και με αυτό τον τρόπο να διαχειρίζεσαι τον ψηφιακό του περιεχόμενο.

Το iPod για παράδειγμα, ήταν μέρος ενός κλειστού και ολοκληρωμένου συστήματος. Για να το χρησιμοποιήσεις, έπρεπε να χρησιμοποιήσεις το λογισμικό του iTunes της Apple και να «κατεβάσεις» αρχεία από το iTunes Store. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το iPod, όπως το iPhone και το iPad που ακολούθησαν, ήταν μία κομψή ευχαρίστηση σε αντίθεση με τα πρόχειρα αντίπαλα προϊόντα που δεν προσέφεραν τη δυνατότητα του ολοκληρωμένου πακέτου.

Για τον Τζομπς, η πίστη στο ολοκληρωμένο περιβάλλον ήταν ζήτημα ηθικής. «Δεν τα κάνουμε αυτά επειδή είμαστε μανιακοί με τον έλεγχο» εξήγησε. «Τα κάνουμε επειδή θέλουμε να δημιουργούμε σπουδαία προϊόντα, επειδή ενδιαφερόμαστε για τον χρήστη και επειδή θέλουμε να έχουμε την ευθύνη όλης της εμπειρίας παρά να εμπιστευόμαστε τις αηδίες που φτιάχνουν οι άλλοι». Πίστευε επίσης ότι έκανε λειτούργημα. «Είναι απασχολημένοι με το να κάνουν αυτό που κάνουν καλύτερα και θέλουν από εμάς να κάνουμε αυτό που κάνουμε καλύτερα. Οι ζωές τους είναι πολυάσχολες. Έχουν άλλα πράγματα να κάνουν από το να σκέφτονται πως να συνδυάσουν τους υπολογιστές και τις συσκευές τους».

Σε έναν κόσμο γεμάτο συσκευές- σκουπίδια, δύσχρηστο λογισμικό, ανεξιχνίαστα μηνύματα σφαλμάτων και ενοχλητικό γραφικό περιβάλλον, η επιμονή του Τζομπς σε μία ολοκληρωμένη προσέγγιση οδήγησε σε εκπληκτικά προϊόντα που προσέφεραν ευχάριστες εμπειρίες για τον χρήστη. Η χρήση ενός προϊόντος της Apple μπορεί να είναι τόσο ανυπέρβλητη εμπειρία όσο να περπατάει κανείς στους κήπους Ζεν του Κιότο, που τόσο ο Τζομπς αγαπούσε, και καμία από τις δύο εμπειρίες δεν προέκυψε από την λατρεία στον βωμό της έλλειψης ελέγχου ή την ενθάρρυνση των πολλών ιδεών. Μερικές φορές είναι καλό να βρίσκεσαι στα χέρια ενός μανιακού με τον έλεγχο.

Πριν από μερικές εβδομάδες, επισκέφθηκα τον Τζομπς για τελευταία φορά στο σπίτι του στο Πάλο Άλτο. Είχε μεταφερθεί σε ένα δωμάτιο στον κάτω όροφο, επειδή ήταν πολύ αδύναμος για να ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, και παρότι διπλωνόταν από τον πόνο, το μυαλό του ήταν ακόμη κοφτερό και το χιούμορ του ζωηρό. Μιλήσαμε για την παιδική του ηλικία και μου έδωσε κάποιες φωτογραφίες του πατέρα και της οικογένειάς του για να χρησιμοποιήσω στη βιογραφία μου.

Ως συγγραφέας, είχα συνηθίσει να είμαι απόμακρος, αλλά με κατέκλυσε ένα κύμα θλίψης καθώς προσπαθούσα να πω αντίο. Για να κρύψω τα συναισθήματά μου, του απηύθυνα τη μία ερώτηση που ακόμη με απασχολούσε. Γιατί ήταν τόσο πρόθυμος, σε όλες αυτές τις κοντά 50 συνεντεύξεις και συζητήσεις σε διάστημα δύο ετών, να ανοιχτεί τόσο πολύ για ένα βιβλίο, ενώ συνήθως ήταν τόσο μυστικοπαθής; «Ήθελα να με γνωρίσουν τα παιδιά μου» είπε. «Δεν ήμουν πάντα εκεί για αυτά και ήθελα να ξέρουν και να καταλάβουν όσα έκανα».

* Ο Γουόλτερ Άιζακσον έγραψε τη βιογραφία του Στιβ Τζομπς με τη συνεργασία του ιδίου. Το βιβλίο, Steve Jobs, θα κυκλοφορήσει σε ολόκληρο τον κόσμο στις 24 Οκτωβρίου και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Ψυχογιός».

Πηγή: Το Βήμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: