Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Τα λόγια και τα χρόνια


Δεν ξέρω γιατί δεν τα λένε στη Βουλή. Δεν ξέρω γιατί, όποτε ξεψειρίζεις τη σκέψη τους, βγάζεις ένα απολειφάδι άοσμο και άγευστο που μυρίζει επάγγελμα, όχι λειτούργημα. Δεν ξέρω γιατί δε με νοιάζει πλέον να ξεχωρίσω ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Τα ελληνικά τους αμήχανα. Η γλώσσα τους αβέβαιη, τα επιχειρήματά τους παράξενα. Θαρρείς και δεν είναι πολιτικοί, αλλά ποιητές σονέτων που τους βάζουν να μιλήσουν για δεκαπεντασύλλαβους.

Δεν ξέρω γιατί δεν έχουν δίπλα τους γραμματικούς, να τους καθαρίζουν τα επιχειρήματα από τα πολιτικάντικα μικρόβια της έκφρασης. Να μιλάνε απλά, χωρίς ουρίτσες, να μην παινεύονται τόσο αυτάρεσκα όταν δηλώνουν ότι έσφαλαν και να κοιτάζουνε στα μάτια τους πολιτικούς τους αντιπάλους, επειδή μόνον τότε ο κόσμος θα καταλάβει ότι έχουν σταθερές απόψεις. Από το έντονο βλέμμα τους. Τους γραμματικούς και όχι τους δημοσιοσχεσίτες, τους χρειάζονται για να λειτουργήσουν ως οδοντίατροι, δηλαδή να τους βάζουν στο στόμα λέξεις όπως τα κατάλληλα εμφυτεύματα.

Οι επικοινωνιολόγοι χρησιμοποιούν το στόμα των πολιτικών για να του εμφυτεύσουν χαυλιόδοντες ή μασέλες καρχαρία, ποντάροντας σε μια αμφίβολη χρησιμότητα. Οι γραμματικοί θα τους μάθουν να ψελλίζουν, να τρέμουν, να συγκινούν, να λένε «με πείσατε» ή «δε με πείσατε» δημιουργώντας εμπιστοσύνη.

Δεν ξέρω γιατί τρέχανε όλοι τους πίσω από τα δευτερόλεπτα, υπακούοντας σε ελάχιστα αναλυτικές γλώσσες, όπως τα γαλλικά και τα αμερικάνικα. Μόνον αν μιλούσαμε αρχαία ελληνικά όλοι μας, θα μπορούσαμε να μετράμε τα ελληνικά μας σε δευτερόλεπτα. Με τη νέα ελληνική, γινόμαστε αναγκαστικά αμετροεπείς, αλλά με εξαίσια ποιότητα. Μπορούμε να λέμε «ήσαντε» και «φαινόσαντε» ή «του επιβεβαιώνουν» χωρίς να ακούγεται ως βρισιά.

Δεν ξέρω γιατί και ποιοι τους κάναν φροντιστήρια, εκνευρίζοντάς τους, δίνοντας την αίσθηση ότι παπαγαλίζουν, και κερδίζοντας αξία οι φροντιστές τους, και αίσθημα εμπιστοσύνης, πράγμα που αργότερα εκμεταλλεύονται ασύστολα.

Δεν ξέρω γιατί οι δημοσιογράφοι ήταν τόσο, μα τόσο νάρκισσοι, γιατί κανένας τους δεν άφησε τη δεύτερη ερώτηση να πάει στράφι, γιατί προσπαθούσαν να έχουν το δικό τους ύφος, κάνοντας ιδιαίτερες πιρουέτες ύφους. Δεν ξέρω γιατί οι δημοσιογράφοι έφευγαν από το χρόνο τους, ενώ ήξεραν, μετά από παζάρεμα, πόσο χρόνο διαθέτουν.

Στην ουσία είδα και άκουσα τον απόηχο μιας διαμάχης μεταξύ ΜΜΕ και πολιτικής. Οχι στο ασήκωτο χάλι προ διετίας ή πενταετίας, αλλά κι αυτό που είδα και άκουσα δεν ήταν εξαιρετικά βελτιωμένο.

Του Πάνου Θεοδωρίδη

Πηγή: Αγγελιοφόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: