του Χρήστου Ιακώβου Διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (Geopolitics.gr) Η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και η προσπάθεια μεταφοράς ενέργειας από τον πρώην σοβιετικό νότο συνιστούν παράγοντες που διαφοροποιούν το γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό τοπίο στη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία επιθυμεί να καταστεί ο κεντρικός παίκτης με δύο τρόπους: πρώτον, να προχωρήσει σε διάφορες μορφές συνεργασίας με γειτονικά κράτη, όπως η Αρμενία, η Συρία, το Ιράν και η κουρδική οντότητα στο Βόρειο Ιράκ, με στρατηγικό στόχο να καταστεί ο κατανομέας ασφάλειας ως ευρωπαϊκός και νατοϊκός συντελεστής ισχύος στην περιοχή και δεύτερον, να καταστεί ο ενεργειακός κόμβος της μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο το γεωπολιτικό εκτόπισμά της στην περιοχή.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη στρατηγική στοχοθεσία,
η κυβέρνηση Ερντογάν, για πρώτη φορά μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1919 επιχειρεί επιστροφή στους συσχετισμούς της Μέσης Ανατολής. Η παράμετρος αυτή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αποτελεί μέρος αυτού που ο νυν Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέντ Νταβούντογλου, ονομάζει «Στρατηγικό Βάθος» της Τουρκίας.
Στο παρόν στάδιο η Τουρκία επιχειρεί να δημιουργήσει μία ψυχολογική δυναμική, όπου βασικά της χαρακτηριστικά είναι η προβολή ισχύος και η στρατηγική υπεροχή, βασικοί άξονες της οποίας είναι η δυναμική ένταξή της στο ενεργειακό παιγνίδι του Καυκάσου, η προβολή της ισλαμικής ταυτότητας ως εργαλείου άσκησης εξωτερικής πολιτικής και ο στρατηγικός καταναγκασμός μέσω προβολής ισχύος για την αντιμετώπιση ανοικτών μετώπων, όπως είναι το Αιγαίο, το Κυπριακό και το Κουρδικό.
Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου γεωστρατηγικών κινήσεων, που έχει ως στόχο σε πρώτο στρατηγικό χρόνο τη δημιουργία σταθερότητας σε συγκεκριμένες περιοχές του Καυκάσου
(«μηδενικές τριβές») και σε δεύτερο στρατηγικό χρόνο τη δημιουργία πολλαπλών ενεργειακών δρόμων, ούτως ώστε να επωφεληθεί η Τουρκία ως ενεργειακός διάδρομος και να αυξήσει την επιρροή της στη στρατηγικής σημασίας ενεργειακή σχέση της Ευρώπης με τον Καύκασο και την Κασπία.
Η γεωπολιτική διάσταση της συμφωνίας καταδεικνύει, εν πρώτοις, μία βραχυπρόθεσμη σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ ΕΕ, ΗΠΑ και Ρωσίας. Η ένταξη της Αρμενίας στο ενεργειακό παιγνίδι του Καυκάσου δίνει εναλλακτική επιλογή στις δύο πρώτες να εξασφαλίσουν μία εναλλακτική οδό στη μέχρι τώρα μοναδική επιλογή που είχαν διά μέσου της Γεωργίας, ούτως ώστε να μην καταστούν όμηροι σε μία νέα κρίση, όπως αυτή του 2008.
Από την πλευρά της Ρωσίας ασκήθηκε πίεση προς την Αρμενία να υπογραφεί η συμφωνία, διότι η Μόσχα μετά την επίσκεψη του Πούτιν στην Τουρκία τον περασμένο Αύγουστο και την υπογραφή 20 ενεργειακών συμφωνιών, χρειάζεται επειγόντως νέους ενεργειακούς διαδρόμους που θα μεταφέρουν φυσικό αέριο και πετρέλαιο στην Τουρκία μέσω Αρμενίας. Ο ρόλος της Ρωσίας σε ό,τι αφορά τις πιέσεις προς την Αρμενία οδηγεί περισσότερο προς το συμπέρασμα ότι η Αρμενία ουσιαστικά αναγκάστηκε να «συνθηκολογήσει», λαμβάνοντας δυσαναλόγως μικρότερα οφέλη.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μία κρίσιμη περίοδο σε ό,τι αφορά την ενταξιακή αξιολόγηση της Τουρκίας από την ΕΕ. Αναμφιβόλως, η 'Αγκυρα ενισχύει σταδιακά και συστηματικά τα διπλωματικά της ερείσματα, προσπαθώντας να αντισταθμίσει τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα που μπορεί να προσφέρει στην ΕΕ σε σχέση με τα όποια άλλα μειονεκτήματα ανακύπτουν και εντοπίζονται ευκρινώς μέσα από την ενταξιακή της πορεία.
Σε τελική ανάλυση, μία σημαντική παράμετρος που αναφύεται από αυτά τα στρατηγικά παίγνια της Τουρκίας και της λογικής του «στρατηγικού βάθους», είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης Ερντογάν να μεταβάλει σταδιακώς την ευρωπαϊκή της διαπραγμάτευση, από πολιτικούς σε γεωπολιτικούς όρους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η λογική πολλών κύκλων εντός της ΕΕ να άρουν, μέσω της αξιολόγησης της Τουρκίας, τα όποια πολιτικά εμπόδια θα μπορούσαν να εγκλωβίσουν την τουρκική διπλωματία στα νέα της στρατηγικά ανοίγματα. Αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να προσμετρούνται ως αρνητικοί δείκτες για την ελληνική πλευρά σε ό,τι αφορά, τόσο το θέμα του Αιγαίου και ακόμη περισσότερο τις συνομιλίες στο Κυπριακό.
Αμφότερες οι διπλωματίες, ελλαδική και ελληνοκυπριακή, θα πρέπει να δουν το θέμα τις αξιολόγησης της Τουρκίας με μακροστρατηγικούς όρους, για να μην μετατραπούν βαθμιαία σε δορυφόρους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, ο ερχόμενος Δεκέμβριος αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα για την ελληνική διπλωματία.
Η Τουρκία δεν έχει λόγο να προχωρήσει σε πολιτικούς συμβιβασμούς με την ελληνική πλευρά, διότι τώρα βιώνει μία κατάσταση γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής υπεροχής, που ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο τους συντελεστές ισχύος της έναντι Ελλάδος και Κύπρου. Με αυτά τα δεδομένα, ο Δεκέμβριος είναι μονόδρομος για την ελληνική διπλωματία. Αφού δεν μπορεί να ανταγωνιστεί γεωπολιτικώς την Τουρκία, θα πρέπει να της ανακόψει τη φόρα πολιτικώς, προβαίνοντας σε χρήση όλων των πολιτικών μέσων που της παρέχει η ευρωπαϊκή νομιμότητα.
Πηγή:
Foreign Press
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου