Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Ο Παύλος Μελάς στη Μακεδονία

Ύστερα από τον πόλεμο του 1897 όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, απασχολημένες με σοβαρά εσωτερικά ζητήματα, είχαν εγκαταλείψει την άμυνα του ελληνισμού της Μακεδονίας στην αυθόρμητη αντίδραση των πατριαρχικών. Ακόμα δεν είχαν συνέλθει από την πρόσφατη καταστροφή και δίσταζαν σε κάθε πράξη που θα μπορούσε να εκληφθεί σαν πράξη εχθρική προς την Τουρκία και να κλονίσει τη συνθήκη που είχε υπογραφεί.

Μόνο από το 1901 και ύστερα δινόταν κάποια μικρή ενίσχυση στις ελληνικές κοινότητες κι αυτή για τα σχολεία και τις εκκλησίες που μόνες συντηρούσαν. Ούτε σκέψη γινόταν για αποστολή ανδρών, οπλισμού και σωμάτων στη Μακεδονία. Έτσι το πεδίο είχε αφεθεί ελεύθερο όλο το 1902 και το 1903 στη δραστήρια προπαγάνδα των Βουλγάρων και στη διάκριση των κομιτατζήδων.

Στην αρχή του 1904 όμως, η κυβέρνηση Θεοτόκη υπό την πίεση της κοινής γνώμης άρχισε να παίρνει διστακτικά ορισμένα μέτρα για τη Μακεδονία.Μία από τις κύριες εξελίξεις ύστερα από την εξέγερση του Ίλιντεν ήταν η συμφωνία για μεταρρυθμίσεις μεταξύ Αυστρίας και Ρωσίας στο Mürzsteg με την επίμονη προτροπή της Αγγλίας. Το νέο σχέδιο συμπλήρωνε ουσιαστικά το προγενέστερο της Βιέννης που δεν είχε εφαρμοσθεί.

Εκτός από τους δύο Ευρωπαίους πολιτικούς συμβούλους του Χιλμή πασά ( ένα Ρώσο και έναν Αυστριακό) την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής με ξένους αξιωματικούς ( Ιταλό οργανωτή) και τα άλλα μέτρα που προέβλεπε, καθόριζε πως η τουρκική κυβέρνηση, μόλις θα ησύχαζε η κατάσταση στη Μακεδονία , έπρεπε να προβεί σε νέα εσωτερική διαρρύθμιση των διοικητικών ορίων, βιλαετίων, σαντζακίων και καζάδων.

Αυτή η παράγραφος ερμηνευόταν από τους Βούλγαρους κυρίως, αλλά και από Έλληνες και Σέρβους, ως επιδίωξη να ξεχωρισθούν κάπως οι εθνότητες. Αποτέλεσμα αυτής της αντιλήψεως, σε συνδυασμό μάλιστα με την πεποίθηση πως οι Δυνάμεις εργάζονταν ήδη για κάποια μορφή αυτονομίας της Μακεδονίας, ήταν η προσπάθεια των ενδιαφερομένων να ισχυροποιήσει ο καθένας τη θέση του για έναν ενδεχόμενο μελλοντικό διαμελισμό.

Οι παραπάνω εξελίξεις οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση να συνταχθεί όλο και περισσότερο με τις απόψεις εκείνων οι οποίοι από καιρό τόνιζαν τον κίνδυνο που διέτρεχε ο ελληνισμός στη Μακεδονία. Βέβαια, αν και ο Θεοτόκης, δεν ήταν ακόμη προσανατολισμένος για έναν ένοπλο αγώνα που θα ήταν δυνατόν να περιπλέξει την Ελλάδα σε νέα περιπέτεια με την Τουρκία , όμως είδε την ανάγκη να τοποθετηθούν πρόξενοι κάποιας άλλης μορφής στη Μακεδονία. Έπρεπε να αντικατασταθούν όλοι εκείνοι που τηρούσαν αδιάφορη στάση και που τους χαρακτήριζε η απαισιοδοξία στις εκθέσεις τους προς το κέντρο, χωρίς μάλιστα να διακρίνονται – με την εξαίρεση ίσως του Πεζά στο Μοναστήρι-για ακρίβεια και ορθή εκτίμηση της καταστάσεως.

Εκτός όμως από αυτό, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε σχεδόν συγχρόνως την αποστολή στη δυτική Μακεδονία μιας επιτροπής από τέσσερις αξιωματικούς που θα μελετούσε την κατάσταση επιτόπου και θα διαπίστωνε αν η τοπική προσπάθεια ήταν αποτελεσματική ή χρειαζόταν ενίσχυση όχι μόνο σε μέσα αλλά κυρίως σε προσωπικό από την Ελλάδα. Επικεφαλής αυτής της επιτροπής ήταν ο Αλέξανδρος Κοντούλης, που παλαιότερα είχε αναμιχθεί στην εξέγερση του 1878 στην Ήπειρο ( στρατηγός αργότερα στη Μ.Ασία). Άλλοι ήταν ο Παύλος Μελάς , ο Αναστάσιος Παπούλας ( μετέπειτα αρχιστράτηγος στη Μ.Ασία) και ο Γεώργιος  Κολοκοτρώνης.

Αυτοί οι τέσσερις αξιωματικοί εφοδιάστηκαν με πλαστά διαβατήρια, με τα ονόματα Σκουρτής , Ζέζας, Τάσος και Πάνος. Ο καθένας τους διάλεξε και από έναν συνοδό, τους Ευθύμιο Καλούδη, Γεώργιο Περάκη και Γεώργιο Δικόνυμο Μακρή, τρεις Κρητικούς από εκείνους που πρώτοι είχαν σταλεί στον Καραβαγγέλη στην Καστοριά, και τον Απόστολο Τράγα ή Ρουμελιώτη. Όλοι αναχώρησαν με άδεια προς διάφορες κατευθύνσεις και συναντήθηκαν στο Βελεμίστι κοντά στα σύνορα , τέλος Φεβρουαρίου 1904. Την ίδια εποχή ταξίδευαν επιστρέφοντας  στη Μακεδονία ο Κώτας και ο Λάκης Πύρζας από τη Φλώρινα, που είχαν επισκεφθεί την Αθήνα για συνεννοήσεις με το Στέφανο Δραγούμη και άλλα μέλη της Μακεδονικής οργανώσεως. Στο Βελεμίστι περίμενε την επιτροπή ο Παύλος Κύρου από το Ζέλοβο που για αρκετό καιρό ήταν στο σώμα του Κώτα.

Ο Κύρου με τους άνδρες του οδήγησαν την ομάδα από τα σύνορα, με ομίχλη, και στις 9/22 Μαρτίου πέρασαν τον Αλιάκμονα με αρκετές δυσκολίες μέσα στο χειμώνα. Έφθασαν στη Σιάτιστα και στον Άγιο Αθανάσιο κοντά στο Βογατσικό, τόπο καταγωγής της οικογένειας Δραγούμη, και μετά πήγαν στο Τσιρίλοβο, στα νότια της λίμνης Καστοριάς. Έκεί τους συνάντησε ο Παπαναστασίου, σταλμένος από τον Καραβαγγέλη, για να τους οδηγήσει στο Γαβρέσι όπου έφθασαν στις 15/28 Μαρτίου. Την άλλη μέρα το πρωί επισκέφθηκαν το σχολείο, γνώρισαν τους δασκάλους και μίλησαν με τους χωρικούς. Συνέχισαν ύστερα την περιοδεία τους στη Ρούλια, με τον Κώτα που τους συνόδευε και έφθασαν στο Ζέλοβο, χωριό του Κύρου. Λίγες μέρες αργότερα γύρισαν τα χωριά της Πρέσπας.

Στο Όροβνικ μήνυμα από το προξενείο Μοναστηρίου ειδοποιούσε ότι η παρουσία της επιτροπής στη Μακεδονία είχε γίνει γνωστή στους Τούρκους και η Αθήνα ιδιαίτερα ανησυχούσε για το Μελά, που έλαβε εντολή να γυρίσει αμέσως. Άδικα προσπάθησε μέσω του Ίωνα Δραγούμη να πετύχει αναστολή, η Αθήνα ρητά ζητούσε την επιστροφή του από τη Μακεδονία. Πήρε λοιπόν το τραίνο από το Μοναστήρι για τη Θεσσαλονίκη, φορώντας φέσι για προφύλαξη, και από εκεί με το πλοίο της γραμμής έφθασε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου /11 Μαΐου. Μερικές εβδομάδες αργότερα επέστρεψαν και οι άλλοι τρεις αξιωματικοί με οδηγό το Βαγγέλη από το Στρέμπενο. Οι τρεις Κρητικοί , Μακρής , Περάκης και Καούδης, ζήτησαν και έμειναν με τον Κώτα. Από την περιοδεία τους στη Mακεδονία οι τέσσερις αξιωματικοί γύρισαν με διαφορετικές απόψεις. Ο  Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης πίστευαν πως δε σώζεται ο Ελληνισμός παρά μόνο με οργάνωση ισχυρών σωμάτων  και αποστολή τους στη Μακεδονία.

Αντίθετα ο Μελάς, υπερεκτιμώντας ίσως το αγωνιστικό φρόνημα των ντόπιων, πίστευε ότι αρκούσε να δοθεί βοήθεια σε όπλα, πυρομαχικά και υλικά μέσα. Βέβαια το σχέδιο αυτό είχε το πλεονέκτημα ότι οι ντόπιοι γνώριζαν καλά το έδαφος αλλά κι αν πιάνονταν από τους Τούρκους δεν υπήρχε φόβος να ενοχοποιηθεί η ελληνική κυβέρνηση. Έπρεπε όμως να βρεθούν κατάλληλοι τοπικοί αρχηγοί, και ο σχηματισμός μεγαλύτερων σωμάτων ήταν δύσκολος και θα απαιτούσε αρκετό χρόνο. Υπήρχε ακόμη κίνδυνος ο αγώνας να καταλήξει στα χέρια των τοπικών ληστάρχων που, παρά το θάρρος και την  πείρα τους, ήταν απείθαρχοι και δύσκολα θα εφάρμοζαν ένα σχέδιο δράσεως. Εξαιτίας μάλιστα αυτής της διαφοράς απόψεων ο Μελάς και ο Κολοκοτρώνης έφθασαν να μονομαχήσουν.

Αργότερα, ύστερα από νέα  του περιοδεία στη Μακεδονία, ο Μελάς αναθεώρησε τις απόψεις του και παραδέχθηκε την οργάνωση σωμάτων. Μια αντιπροσωπεία από την Κοζάνη είχε έρθει στην Αθήνα , στον Στέφανο Δραγούμη , με σχέδιο γα την άμυνα της περιοχής και ζητούσε όπλα και αξιωματικούς. Ιδιαίτερα ζητούσε το Μελά, που πρόθυμα ανταποκρίθηκε. Πήρε άδεια και με την  πλαστή ιδιότητα του ζωέμπορου έφθασε στις 19 Ιουλίου στην Κοζάνη, συνοδευόμενος από τον Πύρζα. Εκεί όμως διαπίστωσε πως δεν υπήρχε καμιά οργάνωση. Συνέχισε στη Σιάτιστα και έστειλε τον Πύρζα στο Βογατσικό και στη Βλαστή. Τότε κατόρθωσε να οργανώσει τέσσερα μικρά σώματα με τοπικούς αρχηγούς όπως τον Καραλίβανο και το Βισβήκη.

Τον Ιούνιο του 1904 η κυβέρνηση Θεοτόκη είχε σχεδόν καταλήξει στην απόφαση  ότι έπρεπε να οργανωθούν σώματα και να σταλούν στη Μακεδονία, ήθελε όμως να κρατήσει αυτή τη γενική διεύθυνση του αγώνα. Ήδη τα προξενεία είχαν αρχίσει με τις εκθέσεις τους να δίνουν μια πιο καθαρή εικόνα της καταστάσεως στη Μακεδονία και να τονίζουν την ανάγκη για μια συντονισμένη δράση. Η κυβέρνηση όμως δίσταζε ακόμη, φοβόταν την ευθύνη για μια ενδεχόμενη ρήξη με την Τουρκία και προτιμούσε να αφήσει την πρωτοβουλία σε ιδιώτες και οργανώσεις.  Ο Μελάς γύρισε στην Αθήνα αρχές Αυγούστου. Η περιοδεία του στην Κοζάνη τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε αυτός και άλλοι νέοι αξιωματικοί να βγουν στη Μακεδονία με σώματα. Ως τότε ο αγώνας στην περιοχή της Φλώρινα-Καστοριάς διεξαγόταν κυρίως με το Βαγγέλη από το Στρέμπενο και τον Κώτα από τη Ρούλια.


Μερικές ακόμη μικρότερες ομάδες υπήρχαν με τον Παύλο Κύρου από το Ζέλοβο, το Γεωργή Πέτρο από την Νεγκοβάνη και άλλες. Στις 12/25 Μαΐου, ενώ ο Βαγγέλης γυρνούσε από το Μοναστήρι όπου είχε πάει , έπεσε σε ενέδρα κοντά στο Αετόζι και σκοτώθηκε. Σλαβόφωνος αλλά με φρόνημα ελληνικό είχε κρατήσει τον αγώνα με τους εξαρχικούς και την Εσωτερική Οργάνωση για τέσσερα χρόνια. Μερικές εβδομάδες αργότερα ( 9/22 Ιουνίου) ο Κώτας και τέσσερις από τους άνδρες του αιφνιδιάστηκαν και πιάστηκαν στη Ρούλια από τουρκικό απόσπασμα. Ο Κώτας οδηγήθηκε στο Μοναστήρι , όπου φυλακίστηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Κρεμάστηκε ένα χρόνο αργότερα ( στις 27 Σεπτεμβρίου /10 Οκτωβρίου 1905) , παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από το ελληνικό προξενείο  στο Μοναστήρι για να τον ελευθερώσουν με δωροδοκίες. Αυτό ήταν το τραγικό τέλος του Κώτα , που τόσα είχε προσφέρει στον ελληνισμό, με το δικό του, τον ανεξάρτητο τρόπο και χωρίς συμβιβασμούς με τους Τούρκους. Λίγο πριν τη σύλληψη του είχε πάλι προσκληθεί στην Αθήνα με σκοπό να οργανώσει και να εκπαιδεύσει ένα σώμα και να βγει στη Μακεδονία. Ίσως μάλιστα να συνόδευε τον Παύλο Μελά στην τελευταία του έξοδο.

Στις 14/27 Αυγούστου 1904 ο Μελάς ορίσθηκε από το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας ως γενικός αρχηγός των σωμάτων στην περιοχή Μοναστηρίου –Καστοριάς. Λίγες μέρες αργότερα άφησε την Αθήνα με το πλαστό όνομα Μίκης Ζέζας, συνοδευόμενος από το Λάκη Πύρζα και δέκα Κρητικούς, μεταξύ των οποίων ήταν ο Λαμπρινός Βρανάς, ο Γιάννης Καραβίτης, ο Ανδροκλής Δικονυμάκης και ο Στρατινάκης. Στη Λάρισα τους περίμεναν τέσσερις άνδρες από την περιοχή Κοζάνης –Σιάτιστας , ο Κατσαμάκας από τη Δεσκάτη και άλλοι, σύνολο τριάντα πέντε.

Ξεκινώντας για τη Μακεδονία έγραφε στη γυναίκα του Ναταλία στις 21 Αυγούστου /3 Σεπτεμβρίου : « Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλην μου την ψυχήν και με την ιδέαν ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και έχω την ακράδαντον πεποίθησιν ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω και Κυβέρνησιν και Κοινήν Γνώμην περί τούτου».

Στις 28 Αυγούστου /10 Σεπτεμβρίου ο Μελάς πέρασε τα σύνορα και ύστερα από πεζοπορίες , νυκτερινές περιπλανήσεις και αϋπνίες πέρασε τον Αλιάκμονα και έφθασε στο Κωταράζι. Σχεδόν τις ίδιες μέρες άλλα μικρά σώματα μπήκαν στη Μακεδονία, ένα με τον Παύλο Κύρου από το Ζέλοβο και άλλο με τον Κρητικό Καούδη που γνώριζαν καλά τον τόπο και έφθασαν γρήγορα στον προορισμό τους. Στο μεταξύ δύο άλλοι αξιωματικοί, ο Τσόντας και ο Κατεχάκης ετοιμάζονταν να βγουν με σώματα που οργάνωνε η Μακεδονική οργάνωση στην Αθήνα.

Στο Κωσταράζι ο Μελάς έμεινε μερικές μέρες και δέχθηκε επιτροπές από τα γύρω χωριά που ήρθαν να τον χαιρετίσουν. Ύστερα συνέχισε την κίνησή του στο Βογατσικό, όπου έμαθε τη δολοφονία του Θ. Μόδη στο Μοναστήρι. Από εκεί έφθασε στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στο Τσιρίλοβο, που αργότερα ( το Φεβρουάριο 1905) κάηκε από τους κομιτατζήδες για να μη χρησιμεύει ως ορμητήριο στα ελληνικά σώματα. Με οδηγό έπειτα το Ζήση από το Λέχοβο πήγε στο Στρέμπενο. Έπιασε εκείνους που είχαν σκοτώσει το Βαγγέλη αλλά δε θέλησε να τους σκοτώσει. Το χωριό , που με τη βία είχε αναγκασθεί να γίνει εξαρχικό, με την παρουσία του Μελά γύρισε πάλι στο πατριαρχείο.

Το Στρέμπενο αποτελεί τυπικό παράδειγμα της μορφής του αγώνα στα χωριά. Με πολύ κόπο συνειδητοποίησε ο Μελάς ότι εκείνο που είχε γίνει με τη βία δεν μπορούσε να διορθωθεί  παρά μόνο με βία. Οι εξαρχικοί έπρεπε να χτυπηθούν. Η τακτική ήταν να ενισχύσουν τα χωριά με ομάδες ντόπιων για την αυτοάμυνα τους. Παράλληλα, σώματα καλά οργανωμένα από την Ελλάδα έπρεπε να κάνουν συχνές εμφανίσεις στα χωριά για να τονώνουν το ηθικό τους. Τα σώματα ζούσαν στο βουνό, έμπαιναν στα χωριά το σούρουπο για λίγη ανάπαυση και πριν ακόμη ξημερώσει είχαν τραβηχτεί έξω στα δάση και στα φαράγγια. Και ενώ οι Τούρκοι δεν είχαν την όρεξη να τους κυνηγήσουν στο βουνό, περιόριζαν έτσι την ελευθερία κινήσεων των κομιτατζήδων και αναθαρρούσαν οι πατριαρχικοί. Με αυτόν τον τρόπο, ελέγχοντας το βουνό, τα ελληνικά σώματα έσπρωχναν τους κομιτατζήδες προς τις περιοχές που ελέγχονταν από τα τούρκικα αποσπάσματα, για να τους καταστρέψουν.

Ο Μελάς είχε την ελπίδα πως θα συναντηθεί με τους κομιτατζήδες για να αναμετρηθεί μαζί τους. Όμως ο Τάνε, ο Κόλε, ο Μήτρο Βλάχος και ο Πάντος που δρούσαν στην περιοχή γνώριζαν καλά πως εκείνο που μετρούσε περισσότερο στον αγώνα αυτό δεν ήταν η παλικαριά αλλά η διατήρηση των σωμάτων τους, για να πλανιέται πάντα ο φόβος αντιποίνων στα χωριά. Στις 17/30 Σεπτεμβρίου ο Μελάς άρχισε τις περιοδείες του από την Περκοπάνα για να εκδικηθεί το θάνατο του Παπα- Χρήστου. Ύστερα πήγε στη Μπελκαμένη όπου τον υποδέχθηκαν καλά. Ο ρουμανίζων δάσκαλος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το χωριό και το σχολείο έκλεισε, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε το ελληνικό σχολείο. Με τη βοήθεια του Φίλιππου Καπετανόπουλου, φαρμακοποιού από το Μοναστήρι, μέλους της επιτροπής άμυνας όπως ο Θ. Μόδης, σχηματίστηκε μια τοπική ομάδα.

Από εκεί πήγε στο Νερέτι ( 20 Σεπ./3 Οκτ.) για να πιάσει εκείνους που είχαν σκοτώσει το δάσκαλο και τον παπά στο Ράκοβο, τον παπά και το δάσκαλο της Περκοπάνας, τον Παπα-Κωνσταντίνο, τον Παπα- Ηλία, τον παπά του Κρουσοράτι και το μουχτάρη στο Νερέτι. Περικύκλωσε το σπίτι όπου είχε πληροφορίες ότι κρύβονταν οι κομιτατζήδες αλλά δε θέλησε να βάλει φωτιά που του ζητούσαν τα παλικάρια του, από φόβο μήπως υπάρχουν μέσα στο σπίτι παιδιά. Σε λίγο όμως φάνηκε να έρχεται τουρκικό απόσπασμα που τους χτύπησε. Εκεί σκοτώθηκε και ο Καπετανόπουλος που ακολουθούσε το σώμα. Στις 30 Σεπτ /12 Οκτωβρίου ο Μελάς βρισκόταν στο Λέχοβο και στη Νεγκοβάνη, όπου οργάνωσε ομάδες για την τοπική άμυνα και συγκρότησε επιτροπή.

Οι πρόκριτοι από τη Νέβεσκα, βλάχικο χωριό, ήρθαν να τον επισκεφθούν και έφεραν τρόφιμα και ρούχα για τους άνδρες του. Με το Μελά είχε ενωθεί και ο Καραλίβανος, παλαιός υπαξιωματικός που από καιρό ήταν λησταντάρτης στη Μακεδονία. Έτσι η δύναμη είχε φθάσει τους 70 και το σώμα είχε χωρισθεί σε τέσσερις ομάδες με τον Πύρζα, τον Πούλακα, το Γιοβάνη και τον Καραλίβανο. Παράλληλα άλλες τοπικές μικροομάδες είχαν αναθαρρήσει και ανέπτυσσαν δράση. Ο Μίτος στην Τσερνοβίτσα, ο Τράικος στην Πρεσνίτσα, ο Βασίλης στη Δρατοβένη και ο Χρήστος στο Σίστεβο. Ιδιαίτερα όμως ο Παύλος Κύρου με τον Καούδη, οι οποίοι στις 19 Σεπτεμβρίου/1 Οκτωβρίου χτύπησαν το Μήτρο Βλάχο στην Όστιμα. Οι κομιτατζήδες είχαν σχεδόν εξαφανιστεί από την περιοχή.Σκοπός του Μελά ήταν , αφού οργανώσει την άμυνα στην περιοχή Καστοριάς, να αφήσει ένα σώμα από 50 άνδρες και να κινηθεί προς το Ζέλοβο και το Πισοδέρι και από εκεί να φθάσει στην περιοχή Μεγάροβο – Μοναστήρι. Είχε ειδοποιήσει κιόλας τον Κύρου και τον Καούδη να συναντηθούν στο δάσος έξω από τη Σιάτιστα και κίνησε για εκεί με το σώμα του. Μαζί του είχε τις ομάδες του Πύρζα και του Καραλίβανου.

Πλησιάζοντας στη Σιάτιστα έπιασε δυνατή βροχή και ο Μελάς βρήκε καταφύγιο μέσα στο χωριό για να στεγνώσουν οι άνδρες του. Ο μουχτάρης και οι άλλοι προεστοί φρόντισαν για καταλύματα. Εκεί τους συνάντησε ο Ντίνας από το σώμα του Κύρου και ένας άλλος που ήρθαν μαζί. Έμειναν το βράδυ συζητώντας. Την άλλη μέρα το πρωί ( 13/ 26 Οκτωβρίου) ήρθε πάλιο μουχτάρης να φροντίσει για τροφή. Το μεσημέρι ο Μελάς κράτησε τον Ντίνα στο τραπέζι μαζί με τους προεστούς του χωριού. Μόλις χώρισαν, μια γυναίκα έτρεξε και είπε πως είδαν στρατό να έρχεται από το Κονοπλάτι. Ειδοποιήθηκαν αμέσως τα καταλύματα να είναι έτοιμα αλλά να μην κουνηθεί κανείς.

Το τουρκικό απόσπασμα πέρασε από κάτω και τράβηξε για τον επάνω μαχαλά. Από τα παράθυρα το έβλεπαν. Σε λίγη ώρα γύρισε προς τα κάτω πάλι. Ο Καραλίβανος από ένα άλλο σπίτι έστειλε να ρωτήσει τι να κάνουν. Ο Μελάς απάντησε να μην πυροβολήσει κανείς αν δεν τους διατάξει και όλοι να μείνουν στις θέσεις τους. Ο στρατός όμως είχε ειδοποιηθεί από το Μήτρο Βλάχο που έστειλε μια γυναίκα να πει πως τάχα αυτός ήταν κρυμμένος με τη συμμορία του στη Στάτιστα. Μια ομάδα του τουρκικού αποσπάσματος πλησίασε το σπίτι που βρισκόταν ο Μελάς με τα 4 παλικάρια του. Με τους υποκόπανους των όπλων άρχισαν να χτυπούν την απέναντι πόρτα όπου ήταν κρυμμένοι άλλοι επτά και καθώς δεν έπαιρναν απάντηση άρχισαν να φωνάζουν «θα κάψουμε το σπίτι».

Ο Μελάς με τον Ντίνα είχαν πιάσει τα παράθυρα και κοντά τους ήταν ο Στρατινάκης, ο Πύρζας φύλαγε πίσω από την πόρτα και ο Πέτρος ήταν πιο πίσω. Σε λίγο οι στρατιώτες άρχισαν να χτυπούν την πόρτα αυτού του σπιτιού. Τότε ο Μελάς σήκωσε το τουφέκι του και πυροβόλησε, άρχισαν όλοι να πυροβολούν. Οι Τούρκοι σκόρπισαν κι έπιασαν θέσεις. Πυροβολούσαν και αυτοί αλλά σε λίγο σταμάτησε το ντουφεκίδι. Τότε ο Στρατινάκης πρότεινε να κατέβουν στο  κάτω μέρος του σπιτιού για να μην τους βάλουν φωτιά και καούν. Κατέβηκαν από την ξύλινη ανεμόσκαλα στο μικρό στάβλο από κάτω. Ο Μελάς ήταν κοντά στην πόρτα και κοίταζε από τη χαραμάδα έξω έναν Τούρκο στρατιώτη που πλησίαζε και τον πυροβόλησε. Άρχισε να νυχτώνει και σε λίγο ο Στρατινάκης βγήκε στην αυλή να δει το σκοτωμένο. Βγήκε και ο Μελάς με τους άλλους. Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός και ο Μελάς γύρισε πίσω λέγοντας : « Στη μέση με πήρε , παιδιά».

Μπήκε μέσα και κάθισε, φώναξε τον Πύρζα, έβγαλε το σταυρό από το λαιμό του και του τον έδωσε: « Το σταυρό να δώσεις στη γυναίκα μου, είπε, και το τουφέκι μου στο Μίκη ( το γιο του), και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα». Ξεζώστηκε και φάνηκαν τα αίματα. Η σφαίρα είχε τρυπήσει το κεμέρι του και έπεσαν λίρες κατά γης. Άρχισε να πονάει και όσο περνούσε η ώρα πονούσε περισσότερο. Ο Πύρζας ήταν κοντά του. Ονόμαζε τα παιδιά του κι έλεγε «πονώ» και «σκοτώστε με». Δεν μπορούσε πια να κουνηθεί, «πονώ» είπε σιγά και ξεψύχησε.

Ο Πύρζας πήρε τα χαρτιά και τα άλλα πράγματα του Μελά και άφησε το σώμα στη φροντίδα των χωρικών που το έθαψαν έξω από το χωριό σε μέρος ασφαλές. Οι Τούρκοι δεν είχαν αντιληφθεί ακόμα τίποτα. Λίγες μέρες αργότερα ο Κύρου από το Ζέλοβο έστειλε πίσω το Ντίνα να φέρει το σώμα. Είχε φθάσει ο Βασ. Αγοραστός από το προξενείο Μοναστηρίου μόλις έμαθαν εκεί το θάνατο του Μελά. Ο Ντίνας είχε φθάσει στη Σιάτιστα και ξέθαβε το σώμα, όταν φάνηκε τουρκικός στρατός. Τότε έκοψε βιαστικά το κεφάλι, το έβαλε σε ένα σακίδιο και το πήγε στο Ζέλοβο και από εκεί στο Πισοδέρι, όπου ο Παπα- Σταύρος το έθαψε με όλες τις τιμές στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής εμπρός από την Ωραία Πύλη. Οι Τούρκοι στο μεταξύ πήραν το ακέφαλο σώμα και το έφεραν στην Καστοριά , χωρίς να γνωρίζουν ποιος ήταν ο σκοτωμένος αρχηγός. Τότε ο Καραβαγγέλης ζήτησε με επιμονή να ενταφιάσει το σώμα του χριστιανού και τελικά κατόρθωσε να του το παραδώσουν. Την άλλη μέρα Κυριακή πριν τον Όρθρο το έθαψε στο ναό των Ταξιαρχών κοντά στη μητρόπολη της Καστοριάς.

Ο θάνατος του Μελά διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα . Αν και λίγοι γνώριζαν πως βρισκόταν στη Μακεδονία, όλοι τον έκλαψαν. Το τέλος του ήταν εκείνο που ο ίδιος στα γράμματα του άφηνε να διαφανεί. Είχε το νόημα της θυσίας, συντάραξε ολόκληρο το Έθνος και παρακίνησε πολλούς συναδέλφους του αξιωματικούς να βγουν με σώματα στη Μακεδονία για να εκδικηθούν το θάνατο του. Ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας ήταν υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων, από το θάνατο του Μελά έγινε υπόθεση ολόκληρου του ελληνισμού. Η θυσία του είχε πετύχει ότι καμιά άλλη δύναμη δεν είχε κατορθώσει και έδειξε στον κόσμο ολόκληρο πως ο ελληνισμός έξω από τα όρια του μικρού βασιλείου δεν είχε χαθεί.

Νεώτερος Ελληνισμός από το 1881 ως το 1913,Iστορία του Ελληνικού Έθνους ,τ. ΙΔ΄ , Εκδοτική Αθηνών ,1977

Πηγή: History Of Macedonia

Δεν υπάρχουν σχόλια: