Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Η Θεσσαλονίκη. Οι θησαυροί και τα μνημεία της - Του Φώτη Κόντογλου


Τα πιο αρχαία μνημεία της βυζαντινής τέχνης που έχουμε στην Ελλάδα, βρίσκουνται στη Θεσσαλονίκη.

Στα χρόνια της βασιλείας των Βυζαντινών, η Θεσσαλονίκη ήταν η δεύτερη Κωνσταντινούπολη. Μα κι από τα χρόνια των Ρωμαίων ήτανε πολύ τιμημένη, κι από τότε στέκεται ακόμα η αψίδα του Γαλέριου. Φαίνεται πως αυτού του ίδιου του αυτοκράτορα μαυσωλείο ήτανε κ’ η παράξενη εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου, που θέλουνε να τη δώσουνε οι δικοί μας στους τούρκους για να την κάνουνε τζαμί!

Αυτό το σεβάσμιο χτίριο στέκεται χίλια εξακόσια πενηνταεφτά χρόνια. Όπως είπαμε, στην αρχή χτίστηκε για μαυσωλείο. Μαυσωλεία λέγανε τα χτίρια που βάζανε μέσα τις λάρνακες με τα λείψανα των επίσημων ανθρώπων, και τα είπανε έτσι από το πρώτο τέτοιο μεγαλοπρεπές μνήμα που έχτισε η Αρτεμισία, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, για τον αγαπημένο άντρα της Μαύσωλο, που πέθανε πριν απ’ αυτή, έργο των αρχιτεκτόνων Πυθέου και Σατύρου, που σωζότανε ως τα χρόνια του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, όπως γράφει ο ίδιος.


Στα ρωμαϊκά χρόνια συνηθίζανε πολύ αυτά τα μαυσωλεία, καθώς και στα πρώτα χριστιανικά, και βρίσκουνται λιγοστά έως σήμερα, όπως του Θεοδωρίχου και της Γκάλλα Πλατσίντια στη Ραβέννα, ο ναός του Αγίου Στεφάνου κι άλλος όμοιος της Αγίας Κωνσταντίνας στη Ρώμη, κι άλλα ερειπωμένα, προ πάντων στη Συρία. Τα πιο πολλά είχανε στρογγυλό σκέδιο σαν πύργοι, όπως είναι στην Αθήνα το λεγόμενο Μνημείο του Αιόλου, που φαίνεται πως ήτανε μαυσωλείο κάποιου άρχοντα κατά τα ρωμαϊκά χρόνια.

Λοιπόν κι ο Άγιος Γεώργιος της Θεσσαλονίκης έχει στρογγυλό σκέδιο. Στο κάτω μέρος τον ζώνει ένας φαρδύτερος τοίχος, ένα είδος στοά, χωρίς παράθυρα. Παράθυρα έχει κάτι μικρά στο απάνω μέρος, λίγο παρακάτω από τη σκεπή. Από μέσα έχει οχτώ χιβάδες ανοιγμένες μέσα στον χοντρό τοίχο, που μοιάζουνε μ’ εκκλησάκια. Τον καιρό που έγινε εκκλησία, χτίσανε κατά το ανατολικό μέρος ένα Άγιο Βήμα με τη χιβάδα, όπως συνηθίζεται στις εκκλησιές μας.

Αυτό το αυστηρό και σκυθρωπό χτίριο από μέσα δεν έχει άλλο στολίδι παρεκτός από μια ζώνη από ψηφιδωτά, που είναι κι αυτά αυστηρά και μονότονα, κ’ έχουνε ρωμαϊκόν χαραχτήρα, μ’ όλο που παριστάνουναι αγίους. Στέκουνται όρθιοι με τα χέρια ανοιχτά σε στάση δεήσεως, ντυμένοι φαρδιά ρωμαϊκά κι ανατολίτικα ρούχα. Από πάνω από τον καθέναν είναι γραμμένο τ’ όνομά του κ’ η ημερομηνία που εορτάζεται. Αυτοί οι άγιοι είναι μικροί και χάνουνται μπροστά στα ψηλά χτίρια που ορθώνονται από πίσω τους, χτίρια πολύπλοκα, σαν εκείνα που είναι ζωγραφισμένα στην Πομπηία, χτίρια ρωμαϊκά κι ανατολίτικα μαζί, από εκείνα τα παράξενα που σώζουνται στη Συρία, στην Παλμύρα, στην Πέτρα της Αραβίας κι αλλού. Όλη η ζώνη είναι χωρισμένη σε οχτώ χωρίσματα, και στο κάθε χώρισμα παριστάνεται ένα χτίριο, που έχει στη μέση μια μεγάλη πόρτα ή χιβάδα και στα πλάγια άλλα όμοια χτίρια με αετώματα, με κολόνες, με θυρίδες. Από πάνω έχει άλλο ένα πάτωμα με παρόμοια χτίρια, όλα καταστολισμένα και πλουμισμένα με λογής-λογής χρυσά κεντίδια και με χτυπητά χρώματα. Μέσα σ’ αυτό το μπέρδεμα της αρχιτεκτονικής, οι άγιοι δεν φαίνονται καλά-καλά.

Ο Άγιος Γεώργιος είναι ένα από τα πιο αρχαία χριστιανικά μνημεία και το πιο αρχαίο της Θεσσαλονίκης. Χτίστηκε στα 306 μ. Χ. Και έγινε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου κατά το 400 μ. Χ.

Με το πάρσιμο της Θεσσαλονίκης από τους τούρκους, άλλαξε για τρίτη φορά θρησκεία κ’ έγινε τζαμί. Παίρνοντας τη Θεσσαλονίκη οι Έλληνες, το ξανακάνανε εκκλησία, μα δεν λειτουργιέται. Γι’ αυτό, τώρα θέλουνε να το δώσουνε πίσω στους τούρκους, να το ξαναξάνουνε τζαμί, ίσως ακούσει καμμιά προσευχή στον Αλάχ.


Μια φορά που πήγαμε ως τη Θεσσαλονίκη, μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά και σε κάποιες άλλες από τις αρχαίες εκκλησιές που βρίσκονται σ’ αυτή τη θρησκευτική πολιτεία.

Πρώτη και καλύτερη είναι ο Άγιος Δημήτριος, που κάηκε μόλις πήραμε τη Θεσσαλονίκη, και χρειαστήκανε πολλά χρόνια ως να τον ξαναχτίσουνε όπως ήτανε, χωρίς να παραμορφωθεί καθόλου μοναχά, αντί για ξύλινη σκεπή που είχε, την κάνανε από τσιμέντο, μα τόσο επιτυχημένα, που δεν παραλλάζει από ξύλο. Κατά καλή τύχη, η φωτιά δεν πείραξε τις θαυμαστές ψηφιδωτές εικόνες, κ’ έτσι στολίζουνε πάλι το ναό, που αληθινά ξαναζωντάνεψε σαν τον φοίνικα από τη στάχτη του.


Άλλη επίσημη αρχαία εκκλησία είναι η Αγία Σοφία, στολισμένη κι αυτή με ψηφιδωτά που σκεπάζουνε τον τρούλλο της.

Δεν παριστάνουνε τον Παντοκράτορα δορυφορούμενον από τις αρχαγγελικές δυνάμεις κι από τους προφήτες, όπως είναι το πιο συνηθισμένο, αλλά την Άναληψη. Σε πολλές αρχαίες εκκλησίες συνηθίζανε να βάζουνε στον τρούλλο αυτή την “υπόθεσιν” δηλαδή την Ανάληψη, γιατί έρχεται καλά στο σκέδιό του.

Στο κέντρο παριστάνεται πάλι ο Χριστός, αλλά όχι έως το στήθος, όπως ο Παντοκράτωρ, αλλά ολόσωμος, μέσα σ’ έναν φωτεινόν κύκλο τη “δόξα”. Με το δεξί χέρι ευλογά, και με το άλλο βαστά τυλιγμένο ένα χαρτί. Το σχήμα του είναι κοντόφαρδο, με μεγάλο ανατολίτικο κεφάλι, αυστηρά και μεγάλα μάτια, κοντά πόδια. Δυο άγγελοι σηκώνουνε τον Κύριο πετώντας κάτω από τα πόδια του, με σώματα μακριά και λυγερά, ολότελα διαφορετικά από του Χριστού, που είναι σαν μαζεμένος. Γύρω, επάνω στο λεγόμενο “τύμπανον”, δηλαδή στο στεφανωτό μέρος του τρούλλου που βάζουνε τα παράθυρα (η Αγία Σοφία δεν έχει παράθυρα) στέκουνται οι Δώδεκα Απόστολοι έχοντας στη μέση την Παναγία, που τη δορυφορούνε δυο άγγελοι.

Η Παναγία στέκεται ίσια-ίσια κάτω από τα πόδια του Χριστού, κ’ έχει τα χέρια της ανοιχτά κοιτάζοντας προς τ’ απάνω. Από τους δυο αγγέλους ο ένας δείχνει τον Χριστό που ανεβαίνει στον ουρανό , κ’ ο άλλος ευλογά. Ανάμεσα στους αποστόλους είναι κ’ οι τέσσερεις Ευαγγελισταί και βαστάνε τα Ευαγγέλια. Άλλος κοιτάζει κατά τον ουρανό κάνοντας ίσκιο με το χέρι του, άλλος δείχνει τον Δάσκαλό του που φεύγει από τη γη. Οι περισσότεροι έχουν γυρισμένο το κεφάλι τους προς τα πάνω. Μοναχά ο ένας στέκεται σκυφτός, με το χέρι στο πρόσωπό του, και κοιτάζει χάμω σαν να κλαίγει, γιατί αποχωρίζεται τον γλυκό του διδάσκαλο.

Τα σώματά τους είναι όλα υψηλά, λιγνόβεργα σαν τα κυπαρίσσια που είναι ζωγραφισμένα ανάμεσά τους, χωρίζοντας τον ένα από τον άλλον, και που μ’ αυτά θέλησε ο τεχνίτης να παραστήσει τα ελαιόδεντρα απάνω στο όρος των Ελαιών. Όλοι είναι ντυμένοι με άσπρα ρούχα, κ’ οι δίπλες τους είναι γραμμένες με ελαφρά χρωματιστά ισκιώματα, που σχεδιάζουνε τα σώματα που είναι τυλιγμένα μ’ αυτά. Μοναχά οι διπλές λουρίδες που τα στολίζουνε είναι γραμμένες με ζωηρά χρώματα απάνω στ’ άσπρα ρούχα. Η γης είναι όλο βράχους που πετιούνται στρογγυλοί κάτω από τα πόδια των αποστόλων, κ’ από τους αρμούς ξεφυτρώνουνε τα δέντρα ίσια σαν κολώνες κι έχοντας στην κορφή τους από μια φούντα χρυσά φύλλα.

Σε κείνον που βλέπει την Παναγία, τους αγγέλους και τους αποστόλους, στεκόμενος στο ίσιο που πατάνε, φαίνουνται τα σώματα πολύ μακρόστενα, μάλιστα από τη μέση και κάτω είναι παρά φύση τραβηγμένα. Η κοιλιά και τα πόδια είναι περισσότερο από τέσσερες φορές όσο είναι το στήθος. Της Παναγιάς η μέση είναι λίγο παρακάτω από το λαιμό της, τα χέρια της κοντά σαν σακάτικα. Το ίδιο και στα άλλα πρόσωπα. Μα σαν κοιτάζει ο προσκυνητής από κάτω, θα βλέπει τα σώματα με τις κανονικές αναλογίες. Ο τεχνίτης τα δούλεψε έτσι ξέροντας πως, αν τα σχεδίαζε κανονικά εκεί ψηλά που βρίσκονται, από κάτω θα φαινόντανε κοντοπόδαρα, επειδή ο τοίχος είναι γυριστός στο απάνω μέρος και δείχνει μακρύ το σώμα από το στήθος και πάνω, ενώ η κοιλιά και τα πόδια κονταίνουνε, επειδή στο κάτω μέρος ο τοίχος κατεβαίνει ίσιος, και το μάτι ξεγελιέται. Ο ίδιος ο τεχνίτης έκανε τον Χριστό κοντοπόδαρον γιατί είναι στη μέση του τρούλλου, που ανοίγει η ματιά και μακραίνουνε τα σχήματα.


Αυτά κι άλλα πρέπει να τα’ χουνε στο νου τους κάποιοι που κάνουνε τον προφέσορα και κατηγορούνε τους Βυζαντινούς τεχνίτες, πριν ακόμα πάρουνε είδηση πως δουλεύανε αυτοί οι μαστόροι, που ήτανε οι πιο δυνατοί σχεδιαστές. Γιατί σκέδιο δεν είναι το να ζωγραφίζει κανένας φυσικά, αλλά μαστορικά. “Ο νοών νοήτω”.

Στις εκκλησιές της Θεσσαλονίκης, εκτός από τα ψηφιδωτά, υπάρχουνε και πολλές τοιχογαφίες, δηλαδή εικόνες ζωγραφισμένες με ασβεστοχρώματα. Οι περισσότερες είναι ζωγραφισμένες κατά το σύστημα που το λένε οι αρχαιολόγοι “ελληνιστικό”, δηλαδή με πολλά και ζωηρά χρώματα, με ροδαλά πρόσωπα, με σώματα γερά και πολλές φορές βαριά, κι όχι με λίγα χωματένια χρώματα, με λεπτά κι ασκητικά κορμία, με πρόσωπα ηλιοκαμένα, γεμάτα μυστήριο. Σ’ αυτή τη τέχνη έχει δουλέψει “ο εκ Θεσσαλονίκης λάμψας πανήλιος ο Πανσέληνος, όστις λάμπων ποτέ εις την ζωγραφικήν επιστήμην ωσάν άλλος ήλιος και χρυσολαμπροκίνητος σελήνη, υπερκόντισε και κατεκάλυψε με την θαυμαστήν τέχνην του όλους τους παλαιούς και νέους ζωγράφους”.

Η Θεσσαλονίκη έβγαλε πλήθος φημισμένους ζωγράφους από τον καιρό των αρχαίων Ελλήνων ως το πάρσιμό της από τους Τούρκους. Η Αθήνα γέννησε τους πιο ξακουσμένους γλύπτες. Η Θεσσαλονίκη έβγαλε τους πιο λαμπρούς ζωγράφους.

Τι μας λείπει και πάμε στα Παρίσια και στ’ άλλα μέρη της Ευρώπης για να μάθουμε τέχνη, χωρίς να μαθαίνουμε τίποτα; Να δούμε πότε θ’ ανακαλύψουμε εμείς οι Έλληνες την Ελλάδα, όπως ανακάλυψε την Αμερική ο Κολόμβος!

Πηγή: Olympia

Δεν υπάρχουν σχόλια: